Βουλγαρική κατοχή 1941-1944:
ένα κρεσέντο λεηλασίας
Εμμονή στην ασύδοτη διαρπαγή και στις τρεις κατοχές
Γεωργία Μπακάλη, Δημήτρης Ι. Σφακιανάκης
3΄ χρόνος ανάγνωσης
ΠΡΩΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ (1912-1913)
«Στη σφαγή [του Δοξάτου] του 1913 εντυπωσιάζουν ορισμένα στοιχεία. Ένα από αυτά είναι η υλική λεηλασία του τόπου [….] ο ελληνικός στρατός, κατεβαίνοντας από την Αλιστράτη προς τη Δράμα βρήκε 70 αραμπάδες με υλικά που είχαν αφαιρεθεί από το Δοξάτο. Εβδομήντα αραμπάδες πλιάτσικο…».1
ΔΕΥΤΕΡΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ (1916-1918):
«Οι ανώτεροι διοικηταί και αξιωματικοί προέβησαν εις πυρπόλησιν πλουσίων οικιών προς συγκάλυψιν της υπ’ αυτών διενεργηθείσης διαρπαγής».2
ΤΡΙΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ (1941-1944):
«Ήρθαν εδώ και λεηλάτησαν και το σπίτ’, ό, τι είχαμι και δεν είχαμι, τα πήραν […] Κι ένα φουστάν’ είχα ιγώ, μεταξωτό, κόκκινο […] και κείνο με το πήραν. Και τι δεν πήραν, μας ρήμαξαν».3
Ο Δημοτικός Κήπος και το Πάρκο της Αγίας Βαρβάρας ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη στους Βουλγάρους εισβολείς, αν κρίνουμε από ανάλογα φωτογραφικά στιγμιότυπα, συνηθέστατα στα επιστολικά δελτάρια που έστελναν οι Βούλγαροι στους οικείους τους.
(Αρχείο Αθανασίου Κάζη)
Η κατάκτηση του «Μπελομόριε», δηλαδή της Ανατολικής Μακεδονίας ήταν στρατηγικός στόχος και το μεγαλοϊδεατικό όραμα της Βουλγαρίας. Τα σχέδια ωστόσο για την προσάρτηση της περιοχής μας δεν είχαν ευοδωθεί ούτε κατά τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) ούτε κατά την πρώτη και δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή. Το 1941 παρουσιάστηκε μια νέα, ανέλπιστη ευκαιρία κατάκτησης. Βουλγαρικά στρατεύματα ακολούθησαν τον Απρίλιο του 1941 τους Γερμανούς εισβολείς. Στους συμμάχους τους Βουλγάρους παραχώρησαν την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη σχεδόν έως την Αλεξανδρούπολη. Στις 21 Απριλίου 1941 η 2η Συνοριακή Ταξιαρχία κατέλαβε τη Δράμα και εγκατέστησε το επιτελείο της (στην οικία Τζήμου, την αποκαλούμενη και σήμερα Ταξιαρχία). Κύριος στόχος της βουλγαρικής πολιτικής στις κατεχόμενες περιοχές ήταν η προσάρτηση και η πλήρης ενσωμάτωσή τους στη Βουλγαρία.
Οι Έλληνες είτε εκδιώκονταν είτε εγκατέλειπαν εκούσια την περιοχή. Οι εκτοπισμένοι από την περιοχή της Δράμας μέχρι τον Αύγουστο του 1941 υπολογίζονταν στις 23.000.4 Τα εγκαταλειμμένα σπίτια τους καταλάμβαναν οικογένειες Βουλγάρων εποίκων: «Ήσαν ως επί το πλείστον άνεργοι και ακτήμονες και προσείρχοντο εντελώς γυμνοί εστερημένοι και αυτών ακόμη των στοιχειωδών μέσων δια την πρώτην εγκατάστασίν των… Αλλά και οι κακοποιοί και οι τυχοδιώκται δεν έλειψαν οδηγηθέντες μέχρι των μακεδονικών και θρακικών πόλεων υπό μόνου του πόθου διαρπαγής πλουσίων οικογενειών…».5 Οι έποικοι και οι πολυάριθμοι διοικητικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι βρέθηκαν «εις οικίας καθαράς και καλώς επιπλωμένας και ενεδύθησαν με τα ενδύματα και τα υποδήματα των Ελλήνων κατοίκων, αι δε σύζυγοί των προσελθούσαι βρακοφόροι προσηρμόσθησαν κατά την αμφίεσιν προς τας απαιτήσεις της μόδας διά των ενδυμάτων των Ελληνίδων».6 Με άλλα λόγια οι φτωχοί έποικοι θα πρέπει να υπέστησαν πολιτισμικό σοκ.
Κατά την τρίτη Βουλγαρική Κατοχή η χρήση της βουλγαρικής γλώσσας ήταν υποχρεωτική, και συχνότατη η μετονομασία επιχειρήσεων, τοπόσημων κλπ. Εδώ το ξενοδοχείο «Νέα Ελλάς» μετονομάστηκε σε «Ξενοδοχείο Βουλγαρία». (Αρχείο Αθανασίου Κάζη)
Στην πινακίδα αναγράφεται: «Κεντρικό Λαϊκό Δημοτικό Σχολείο “Βασίλ Λέβσκι”»
Την περίοδο της Κατοχής, δόθηκε στο δημοτικό σχολείο Καλαμπακίου το όνομα του
επαναστάτη και εθνικού ήρωα της Βουλγαρίας. (Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος Καλαμπακίου, 100 χρόνια Καλαμπάκι, ΑΜΚΕ ΚΥΚΛΩΨ, Δράμα 2024, σ. 145.)
Συστηματική ήταν η λαφυραγωγία στα σπίτια, δημόσια και δημοτικά καταστήματα, σχολεία, ναούς, μονές, αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία. Η κινητή περιουσία των κατοίκων έγινε βορά της αρπακτικής διάθεσης των Βουλγάρων εποίκων που ήρθαν με τις οικογένειές τους «ρυπαροί, ρακένδυτοι και εστερημένοι» των στοιχειωδών μέσων, για να εγκατασταθούν στα «νεοαπελευθερωθέντα». Μετά την ανακωχή, οι Βούλγαροι κατακράτησαν και μετέφεραν με κάθε μέσον αντικείμενα αξίας, όσα δεν είχαν προηγουμένως αποσταλεί στη Βουλγαρία. Κατόπιν επέμβασης της Διασυμμαχικής Επιτροπής ανευρέθηκε στη Βουλγαρία και συγκεντρώθηκε ένα μέρος των διαρπαγέντων.7
Τα περισσότερα από τα λάφυρα ήταν κατεστραμμένα και περιλάμβαναν:
-Είκοσι ένα (21) πιάνα (όλα ξένων κατασκευαστών)
-Πενήντα (50) χρηματοκιβώτια
-Έπιπλα, τάπητες, ταπετσαρίες, στρατιωτικές πολυθρόνες
-Αριθμομηχανές, γραφομηχανές και ραπτομηχανές
-Μελανοδοχεία, σφραγίδες, είδη γραφείου
-Κοσμήματα (κάποια ανήκαν σε Εβραίους της Δράμας) και νομίσματα
-Οπτικά είδη, μικροσκόπια, βαρόμετρα
-Εγκυκλοπαίδειες και βιβλία
-Λεκάνη λουτρού με θερμοσίφωνα και ντουζ
-Θερμάστρες, καμινέτα, οικιακά, ψάθινα ποδόμακτρα
-Όπλα και πυρομαχικά
-Τηλέφωνα
-Κουμπαράδες ταμιευτηρίων
Αρχαιότητες (ίσως των Φιλίππων)
-Άμαξες, τροχοί κάρων και ανταλλακτικά
-Διάφορα αγροτικά μηχανήματα, τρακτέρ, εργαλεία, εκσκαφείς
-Σωλήνες, σύρματα, τροχαίο υλικό, βαγονέτα ντοκεβίλ, διάφορες μηχανές (πιθανότατα από τα εργοτάξια των αποξηραντικών έργων της πεδιάδας των Φιλίππων)
-Αρχιερατικά άμφια και επισκοπικά χρυσά αντικείμενα
Δύο σχόλια:
– Ο κατάλογος, που ασφαλώς περιλάμβανε κάποια μόνο από τα κλαπέντα, μας δίνει μια ιδέα για να αξιολογήσουμε το βιοτικό επίπεδο και την οικονομική ακμή μιας αγροτικής επαρχίας και μιας εμπορικής πόλης με υψηλό πολιτιστικό status κατά τον Μεσοπόλεμο ‒ ο αριθμός των πιάνων είναι μια τάξη μεγέθους και ενδεχομένως να αποτελεί ρεκόρ για επαρχιακή πόλη.
Την εικόνα αυτή θα πρέπει να τη συσχετίσουμε με το τιτάνιο έργο που επιτελέστηκε για την αποκατάσταση και την παραγωγική ενσωμάτωση του προσφυγικού πληθυσμού στην περιοχή μας, και την αναδημιουργία της Δράμας. Αυτά τα επιτεύγματα του Μεσοπολέμου τα ισοπέδωσε η Τρίτη Βουλγαρική κατοχή, βυθίζοντας την περιοχή μας στην οικονομική κατάρρευση και την κοινωνική απορρύθμιση.
Υπό το πρίσμα αυτό, η Κατοχή του 1941 – 44 σήμαινε όχι μόνο την αποδόμηση του κοινωνικού και οικογενειακού ιστού ως αποτέλεσμα της ανθρωπιστικής καταστροφής. Η καταλήστευση και καταστροφή της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας σήμαινε την ανάσχεση της οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής και συνεπαγόταν τεράστιες δυσκολίες για την ανασύνταξη της τοπικής κοινωνίας μετά τον κατακλυσμό. Οι καταστροφές, η φτώχεια και τα ψυχολογικά τραύματα προκάλεσαν μεγάλο κύμα φυγής του πληθυσμού μεταπολεμικά.
– Τον Μάρτιο του 1946 συστάθηκαν δύο σωματεία πληγέντων, πολεμοπαθών και λεηλατημένων Ελλήνων του νομού Δράμας για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων και την επιστροφή της περιουσίας τους. Παράλληλα εκδικάζονταν υποθέσεις δωσιλογισμού από το Ειδικό Δικαστήριο Δράμας (λειτουργούσε από το 1945, συνεχίζοντας το έργο των λαϊκών δικαστηρίων της εαμικής διοίκησης), οι οποίες αφορούσαν και περιπτώσεις οικονομικής συνεργασίας με τον εχθρό (για παράδειγμα, υπήρξαν «βουλγαρογραμμένοι» αργυραμοιβοί που αγόραζαν τιμαλφή από πεινασμένους Δραμινούς για ένα κομμάτι ψωμί). Οι εξελίξεις αυτές έθεταν το αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης για αυτά τα επίδικα ζητήματα, που άφησαν πληγές ανεπούλωτες και τραυματικές μνήμες στα επόμενα χρόνια.
Αλώνισμα σε χωράφι του Καλαμπακίου. Διακρίνονται δύο Βούλγαροι στρατιώτες με το όπλο επ’ ώμου που επιτηρούν τη διαδικασία με σκοπό την επίταξη της σοδειάς.
(Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος Καλαμπακίου, 100 χρόνια Καλαμπάκι,
Είσοδος τυροκομείου στα «Μαντριά», στο Φωτολίβος. Είναι χαρακτηριστική η βουλγαρική πινακίδα: «Τυροκομείο Νο… Πολιτικά επιστρατευμένο. Απαγορεύεται η είσοδος». Οι εικονιζόμενοι Δραμινοί τυροκόμοι υποχρεώθηκαν να παραδίδουν το σύνολο της παραγωγής στις βουλγαρικές Αρχές.
(Γεωργία Μπακάλη, Δημήτρης Ι. Σφακιανάκης, Η Δράμα των προσφύγων. Αφιέρωμα μνήμης, σ. 169, Φωτογραφία Άννας Κλεΐδου)
————————————————–
1 Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Το Δοξάτο και η ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας», Β΄ Επιστημονική Ημερίδα, 22 Ιουνίου 2013, Δοξάτο, 1883-1913: από την ανάπτυξη στην καταστροφή και την απελευθέρωση, Δοξάτο 2014, σ. 24.
2 Έκθεσις της Πανεπιστημιακής Επιτροπής περί των εν τη Ανατολική Μακεδονία διαπραχθέντων υπό των Βουλγάρων ωμοτήτων και καταστροφών, Αθήναι 1918, σ. 11.
3 Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Βιώματα του Μακεδονικού Ζητήματος: Δοξάτο Δράμας, 1912-1946, Αθήνα 2014, σ. 211.
4 Τάσος Χατζηαναστασίου, «Η βουλγαρική άποψη για τα γεγονότα της Δράμας (Σεπτέμβριος 1941) και την κατοχή στην Αν. Μακεδονία και Δυτ. Θράκη» (1941-1944), ΠΕΣΔ/2, τ. Β2, σ. 755.
5 Μαύρη Βίβλος των βουλγαρικών εγκλημάτων εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν και Δυτικήν Θράκην, Αθήναι 1945, σ. 29
6 Μαύρη Βίβλος, σ. 44.
7 Θάρρος, 13 & 14. 6. 2946.