Το «ΤΣΑΙ» ή όπως αλλιώς το λέγανε « Ξηροχείμαρρο » είναι η σημερινή οδός 29ης Μαΐου, όπου γίνεται και η Λαϊκή μας.
Ο ξηροχείμαρρος ξεκινούσε από το Μοναστηράκι και εν καιρώ βροχοπτώσεων τα νερά που ….. κατέβαζε προκαλούσαν ανεπανόρθωτες οικονομικές καταστροφές στους καταστηματάρχες μας. Μάλιστα χώριζε τη πόλη σε δύο μέρη, μιας και κατέληγε στη Νέα Αμισό. Υπήρχε – επί της οδού Βενιζέλου – μια γέφυρα και μια άλλη στη προέκταση της οδού Σαχίνη που ήταν βατές για τον κόσμο. Υπήρχαν και κάποιες άλλες που κατασκευάζονταν με μεγάλα καδρόνια, που όμως δε παρείχαν ασφάλεια.
Ήταν η γάγγραινα της πόλης και η προεκλογική υπόσχεση των υποψηφίων, πως αμέσως με την εκλογή τους θα παρέμβαιναν στη κυβέρνηση για την επικάλυψη αυτού του ξηροχειμάρρου.
Τα χρόνια πέρναγαν τα αιτήματα των συμπολιτών για επικάλυψη πιο έντονα, μέχρι που φθάσαμε στη δεκαετία του 1960 για να γίνει πραγματικότητα.
Ποια ήταν όμως τα «κατορθώματα» του ξηροχειμάρρου – ας πούμε στη δεκαετία του 1930 – και τι καταστροφές προκαλούσε;
Ο χρονογράφος εκείνης της εποχής Νίκος Ακρίτας γράφει σχετικά στην εφημερίδα «ΘΑΡΡΟΣ».
Το βάσανό μας
Και σε άλλες πόλεις υπάρχουν χείμαρροι και σε άλλες πόλεις γίνονται πλημμύρες. Μα ο δικός μας χείμαρρος «το Τσάι» έχει… άλλες χάρες και μας δίνει συγκινήσεις εντελώς εξαιρετικές. Αι συγκινήσεις αυταί εξηγούνται εφ’ όσον το «Τσάι» είναι στη καρδιά της πόλεως και τη σχίζει στη μέση. Καίτοι δε το «Τσάι» μας είναι μικρό, είναι θαυματουργό, η δ-ζημιές που προξενεί είναι δυσανάλογες προς το μπόι του. Καπριτσιόζικο και ξαφνικό, είναι ο τρόμος και ο φόβος των παροχθίων, να πούμε, μαγαζιών και των μικροπωλητών που έχουν στήσει τα παραπήγματά τους στη κοίτη του. Όταν κατεβάζει, όπως είναι θολό και κοκκινωπό, μοιάζει με θυμωμένο λιοντάρ που κυνηγά ασυγκράτητο τη λεία του. Ή με κάποιο μυθολογικό δράκοντα, με ένα τεράστιο γρήγορο φείδι που σέρνεται ακατάσχετα πίσω από το θύμα του. Από πού έρχεται; Από της δειράδες, λένε, του Ορβήλου δια μέσου του Μπόζ-Ντάγκ. Έξω από τη Ντόβιστα παίρνει την ενίσχυσι δυο άλλων χειμάρρων και ορμά ακάθεκτο προς τη Δράμα, για να αναστατώση και να τρομοκρατήση πλήθος ανθρώπων και άπειρα μαγαζιά. Είναι ρέμα κακό, άγριο, δολοφόνο και ο κόσμος το ξέρει και το φοβάται και το φυλάγεται. Έχει μεγάλη δύναμι, μεγάλη ορμή. Παρασύρει σαν άχυρα ολόσωμα άλογα και βώδια και τα στριφογυρίζει σαν αθύρματα στη δίνη του. Το κύτταζα χθες από τη σιδερένια γέφυρα, όταν ερχόταν και μανιασμένο ξεχύθηκε προς την πόλι. Ένας μυριόστομος αλλαλαγμός το υπεδέχθη από τα μαγαζειά και της παράγκες που είναι δίπλα στην κοίτη του. Ήταν φωνές φόβου, ιαχές επικλήσεων, παροτρύνσεων, συμβουλών, οδηγιών που οι υποψήφιοι πλημμυροπαθείς έδιναν ο ένας στον άλλο. Μα ‘κεινο, ασυγκίνητο, ακάθεκτο, αφρισμένο, ωρμούσε χτυπώντας τα θύματά του δεξιά κι αριστερά. Ένα μοσχάρι κι ένα άλογο πάλεβαν μάταια, απελπισμένα, στα θολά του στριφογυρίσματα. Παρακάτω άρπαξε το πόδι ενός χωρικού από το Ορμανλή που έτρεχε να σωθή και του πήρε το «ποστάλι» του, δηλαδή το ένα παπούτσι του. Ο μονοσάνδαλος Ιάσων τάβαλε με το Δήμαρχο. – «Νεεντεψήζ Ντήμαρχο μπου» …Πιο κάτω παρέσυρε ένα χαζό αγοράκι δώδεκα χρονών που καθόταν αποσβολωμένο στην άκρη και σαν μαγνητισμένο το κύτταζε να ξεχύνεται απάνω του. Είδαν κι έπαθαν να το αποσπάσουν από το δολοφονικό του σφιχταγκάλιασμα. Τρομερή, τέλος πάντων, θεομηνία, αγιάτρευτη πληγή, προς ανεξίτηλον αίσχος των αρμοδίων αρχών που ποτέ δεν έδωκαν καμμιά προσοχή για την αντιμετώπισι αυτής της συμφοράς. Ένας πλημμυροπαθής μου είπε τη γνώμη του.
– Αν ρίξωμε τον κ. Δήμαρχο στη κατεβασιά του, τότε μόνο ο άλλος Δήμαρχος θα σκεφθή και για μας»…
Δεν εγνώριζεν, ο δείλαιος, ότι ο κ. Παζιώνης εκθέτων υποψηφιότητα …εν Αθήναις, δεν μπορεί πλέον να απασχοληθή με το δικό μας «Τσάι» αλλά θα αφοσιωθή ολόκληρος εις τα… τσάγια των Αθηναϊκών σαλονιών και αντί να φροντίζη για «ρεύματα» θα ρέβεται εκατό φορές την ημέρα από αδιάκοπα γενναία συμπόσια.
ΝΙΚΟΣ ΑΚΡΙΤΑΣ