Στο πλαίσιο του 41ου Φ.Τ.Μ.Μ.
Παρουσίαση σκηνοθετών
του Εθνικού Διαγωνιστικού
Δυναμικό ήταν το ξεκίνημα για τους μικρομηκάδες του 41ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου ήταν γυναίκες στην συντριπτική πλειονότητά τους το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας, στο αίθριο των Γραφείων του Φεστιβάλ και είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν στο κοινό και τον κριτικό κινηματογράφου Κώστα Κωνσταντινίδη για τη δουλειά τους.
«Βασιλεία»/ Σκηνοθέτης: Αναστασία Κρατίδη
Η ταινία της Α.Κρατίδη, περιγράφει μια κατάσταση που βιώνουν πολλοί άνθρωποι σήμερα: την κατάσχεση του πατρικού τους λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των χρεών που τους έχουν αφήσει «κληρονομιά» οι δικοί τους. Η πρωταγωνίστρια οδηγείται στο δρόμο, άστεγη, και αντιμέτωπη με μια ψυχοφθόρα κατάσταση την οποία όμως αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια. «Η κοπέλα προσπαθεί να διατηρήσει στο μυαλό της ζωντανή την ανάμνηση του πατέρα της παρότι αισθάνεται και θυμό απέναντι του μιας και αυτός ευθύνεται για την θέση στην οποία έχει περιέλθει».
Όπως είπε η σκηνοθέτιδα, το θέμα της ταινίας της το άντλησε από έναν προσωπικό φόβο ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να βρεθεί σε αντίστοιχη θέση αλλά και από την διαπίστωση της ότι αυτό είναι κάτι που απασχολεί τους νέους ανθρώπους. Η πρωταγωνίστρια της ωστόσο, επιλέγει να αποκρύψει την κατάστασή της από φίλους και γνωστούς. «Στόχος μου ήταν η απλή καταγραφή μιας κατάστασης και όχι η εξαγωγή συμπερασμάτων και η πρόταση λύσεων», εξήγησε.
«Ave Eva»/ Σκηνοθέτης: Oliwia Twardowska
Η ταινία πραγματεύεται την κρίση της παιδικής ηλικίας, και τις σκοτεινές σκέψεις που ενίοτε περνάνε από το μυαλό ενός παιδιού. Αυτό που, όπως είπε, δυσκόλεψε περισσότερο τη σκηνοθέτιδα ήταν το να βρει την κατάλληλη παιδική φυσιογνωμία. «Για τον ρόλο αυτό, έψαχνα ένα κοριτσάκι άγριο και θυμωμένο και όχι χαριτωμένο και γλυκό». Τελικά το ανακάλυψε στην Νάξο, όπου είδε τη μελλοντική της πρωταγωνίστρια να μαλώνει στο δρόμο με την αδερφή της. «Το να δουλεύεις με ένα παιδί δεν είναι απλό», παραδέχτηκε. Στην συνεργασία αυτή είχε να αντιμετωπίσει και τεχνικές δυσκολίες όπως για παράδειγμα το φαγητό κατά την διάρκεια των γυρισμάτων που κάποιες φορές δεν άρεσε στην μικρή πρωταγωνίστρια. Όμως οι συνθήκες αυτές, συχνά γεννούσαν στη μικρή τα συναισθήματα που επεδίωκε η σκηνοθέτρια.
Στην ταινία υπάρχει διάχυτη η αντίθεση ανάμεσα στο καλό και το κακό, το τρυφερό και το σκληρό, το φως και το σκοτάδι, τα οποία συνυπάρχουν στην φύση των παιδιών. Η λύκαινα εξάλλου που εμφανίζεται στην ταινία, φανερώνει την άγρια πλευρά του συναισθηματικού κόσμου των παιδιών.
«Grief (A place none of us know until we reach it)»/ Σκηνοθέτης: Αλεξάνδρα Ματθαίου
Η ταινία κινείται σε δύο επίπεδα, το πρώτο πραγματεύεται την απώλεια και το δεύτερο την δυναμική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μητέρα και τη κόρη.
«Γυρίστηκε στην Σικελία μέσα σε 12 ώρες -που ήταν μια τρομερή εμπειρία. Το ταξίδι εκεί ήταν ένα δέλεαρ και για την ηθοποιό Θέμις Μπαζάκα που ενσαρκώνει τη μητέρα, που από την αρχή είχαμε στο μυαλό μας για τον ρόλο και η οποία, όπως διαπιστώσαμε, διακρίνεται για την ευγένεια και την γενναιοδωρία της. Υπάρχει ένα ιδιαίτερο συναίσθημα στη σχέση μητέρας – κόρης, ένα σκαμπανέβασμα στη δυναμική της σχέσης, σαν συναισθηματικό τσουνάμι. Τη μια σκοτώνεσαι για κάτι και το επόμενο λεπτό είναι σαν αυτό να μην έχει συμβεί ποτέ». Στην ταινία οι όροι είναι ελαφρώς αντεστραμμένοι καθώς το παιδί μοιάζει ωριμότερο από την μητέρα, με άλυτα ζητήματα μεταξύ τους, «όμως η κόρη κάνει τελικά την υπέρβαση για να μπορέσει να συνυπάρξει μαζί με την μητέρα της…».
«Όταν ήμουν στο λύκειο, ήμουν ερωτευμένος με την Άννα»/ Σκηνοθέτης: Ελένη Μητροπούλου
Η ταινία είναι η πτυχιακή της σκηνοθέτριας και πραγματεύεται την «αδυναμία εύρεσης της προσωπικής ευτυχίας». Είναι μια μαύρη κωμωδία με σουρεαλιστικά στοιχεία. Ο ήρωάς της, ο Λουκάς «είναι ένας άνθρωπος ήρεμος, αρκετά παθητικός, σουρεαλιστικά απαθής και δε μπορεί να σταυρώσει γυναίκα, διότι λίγο φταίει αυτός λίγο φταίνε και οι άλλες. Γενικά είναι μια κατάσταση που λίγο πολύ την έχουμε περάσει όλοι με τα προσωπικά μας κάποια στιγμή. Βιώνουμε ένα συνεχές κυνήγι της ευτυχίας -όμως δε ξέρουμε τι πραγματικά θέλουμε και καταλήγουμε σε μια λούπα. Δεν μας αρέσει τίποτα και ποτέ δεν είμαστε ευτυχισμένοι». Ο σκοπός της σκηνοθέτριας ήταν ο ήρωας της να είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος στα flash back και ένας άλλος, με περισσότερη αυτοπεποίθηση, όταν μιλάει στο θεατή, σαν να μιλάει κάπως στον εαυτό του.
«Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν»/ Σκηνοθέτης:
Βασίλης Κεκάτος
Η ταινία, διαδραματίζεται στην Κεφαλονιά απ’ όπου κατάγεται ο σκηνοθέτης και έχει έντονα στοιχεία από την περιοχή όπως το μαύρο χιούμορ των ντόπιων. Οι επιρροές του Β.Κεκάτου πολλές: από τον Κάφκα μέχρι τον Καρυωτάκη. Ο ήρωας του (Ανδρέας Κωνσταντίνου) μια μέρα μαθαίνει πως είναι νεκρός. Η όλη ιδέα και εξέλιξη της ιστορίας βασίζεται σε έναν παραλογισμό. «Η έμπνευση μου ήρθε από ένα προσωπικό βίωμα. Όταν βρέθηκα στην Κεφαλονιά για να παραστώ στην κηδεία του παππού μου, αντίκρυσα ένα κηδειόχαρτο με το όνομά μου (είχαμε το ίδιο όνομα με τον παππού) και στο υποσυνείδητό του γεννήθηκε η ιδέα του δικού μου θανάτου». Αυτήν την αίσθηση θέλησε να μεταφέρει στη ταινία, όπου στο επίκεντρο είναι ένας μέσος άνθρωπος ο οποίος δεν έχει μάθει να αντιδρά στην ιδέα του θανάτου. Παρατηρούμε μια αντίθεση ανάμεσα σε εκείνους που το αντιμετωπίζουν με απάθεια και αυτούς που προσπαθούν να τον βοηθήσουν. Η Άννα, με την οποία έχει ερωτική σχέση, προσπαθεί να τον βοηθήσει αλλά τελικά αποδέχεται τον θάνατό του όπως τον αποδέχεται και ο ίδιος. Εξάλλου, όπως είπε, κάνοντας μια σύνδεση με την πραγματικότητα, και στην πραγματική μας ζωή μπορούμε να θεωρούμε τον εαυτό μας νεκρό χωρίς να είναι.