Εμπρός πατριώτες, πίσω προδότες
Του Δημήτρη Μαυρόπουλου
Το σύνθημα της προμετωπίδας του άρθρου, «εμπρός πατριώτες, πίσω προδότες», είναι παράφραση ενός γνωστού περιφερόμενου συνθήματος, με τις συνομολογημένες παραλλαγές του, «πίσω φασίστες, εμπρός σύντροφοι», «πίσω ρουφιάνοι, εμπρός σύντροφοι», έως το πρόσφατο ευφάνταστο υπερρεαλιστικό «εμπρός σύντροφοι, πίσω γορίλες», ομάδων που θέλουν, καθώς είναι εντελώς ανυποψίαστες και ασπόνδυλες, να χαρακτηρίζονται «αναρχικοί», αφενός αμελέτητες όσον αφορά στους ιδρυτές του κινήματος, επαναστάτες, όπως οι Μπακούνιν, Κροπότκιν, Μαλατέστα, συγγραφείς, όπως ο Μαξ Στίρνερ, λογοτέχνες, όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Καμύ, και φιλοσόφους, όπως ο Νίτσε, αφετέρου λειτουργώντας άθελά τους, κάποιοι πληροφορημένοι ισχυρίζονται σκόπιμα, ως βαλβίδα εκτόνωσης, βολική δικαιολογία, άλλοθι, του μιαρού ολιγαρχικού πολιτικού συστήματος και του ένοχου κατεστημένου.
Η Ιστορία εκδικείται, αργά ή γρήγορα, ακόμη και σε επίπεδο συνθημάτων τους κιβδηλοποιούς, ανίερους εμπόρους του Ναού.
Πρόσφατα ακούστηκε, για τις ανάγκες αντιμετώπισης της εθνικής μειοδοσίας και του έκδηλου δημοκρατικού ελλείματος, εμπρός από γραφείο αλλοπρόσαλλου κυβερνητικού βουλευτή, το εξής, παραφρασμένο σύνθημα, από τον καιρό των «αγανακτισμένων»: «ούτε στη …. ούτε πουθενά, τσακίστε τους προδότες σε κάθε γειτονιά».
Όμως, η τιμωρία των σφετεριστών των ιστορικών αλλαγών είναι, ότι συντριπτικά οι συμμετέχοντες στα συλλαλητήρια δεν εμφορούνται από τις ιδέες του προπαγανδισμένου ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της, τάχατες, κοινωνικής «προόδου», αλλά από τις έννοιες της πατρίδας, της παράδοσης, της μεταφυσικής, του καθήκοντος, της σύνεσης, της ανθρωπιάς.
Τα συλλαλητήρια, κατά το προηγούμενο έτος 2018, αλλά και αυτό της Κυριακής 20 Ιανουαρίου 2019, που διενεργήθηκε στην άνευρη και αλλοτριωμένη Αθήνα, όσον αφορά στην προδοτική συμφωνία των Πρεσπών για το, δήθεν, ονοματολογικό της ΠΓΔΜ, απέδειξαν, ότι οι Έλληνες δεν είναι παθητικοί καταναλωτές της Ιστορίας, αλλά δημιουργοί της.
Η διάσταση, ασύγκριτη, δυσμενής, μεταξύ καταναλωτή – παραγωγού, κατ’ επέκταση δημιουργού της Ιστορίας, αποδόθηκε από τον Ουίνστων Τσώρτσιλ, τον ευφυή και επιδέξιο κατά τ’ άλλα Εγγλέζο πολιτικό, γενικώς επιζήμιο για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, όταν υποστήριζε, ότι «Τα Βαλκάνια παράγουν περισσότερη Ιστορία απ’ όση μπορούν να καταναλώσουν».
Φαίνεται, ότι είχε υπόψιν του τον Σέρβο ευπατρίδη Γαβρίλο Πρίνσιπ, που εκτέλεσε τον Διάδοχο Φραγκίσκο Φερδινάνδο της Δυαδικής Μοναρχίας στο Σεράγεβο το 1914, αφορμή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ή τον Ιωάννη Μεταξά που αντέταξε το «ΟΧΙ» στον φλύαρο Ιταλό επιβουλέα.
Η επιτακτική πολιτική του Τσώρτσιλ, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για την άρση της ουδετερότητας της χώρας μας και την κατά συνέπεια απεμπόληση των όποιων ψηγμάτων εθνικής ανεξαρτησίας της, συνεπικουρούμενη από την καταστρεπτική κοντόφθαλμη πολιτική του ΕΑΜ ΕΛΑΣ, πυρήνας του το ΚΚΕ, και των πολιτικών οργανώσεων δορυφόρων του στην διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, που εξυπηρετούσαν τη σοβιετική – ρωσική εξωτερική πολιτική, οδήγησε στην, συν τοις άλλοις, προδοσία της Μακεδονίας, με την 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ., την δράση του ΝΟΦ, κ. ά., απόηχος των οποίων είναι η επάρατος συμφωνία των Πρεσπών.
Με τις δυναμικές κινητοποιήσεις, διακριβώνεται, ότι αφενός το εθνικό προηγείται έναντι του κοινωνικού, αφετέρου ότι το εθνικό ενώνει, ενώ το κομματικό χωρίζει.
Επιπλέον, επιβεβαιώνεται, ότι «χάσμα μέγα εστήρικται», κατά την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, μεταξύ λαού και κοινοβουλευτικών κομμάτων και βουλευτών, εφόσον η συντριπτική και πλειοψηφική ενότητα του λαού, όπως αντικατοπτρίζεται στα συλλαλητήρια και τις δημοσκοπήσεις, εμφανίζεται ως, πολύ – διάσπαση των κομμάτων και των εκπροσώπων τους στο κοινοβούλιο.
Μολονότι, ο σοφός λαός λέει, ότι «όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει», εντούτοις οι λιγοστοί αρτηριοσκληρωτικοί, δογματικοί αντισυλλαλητηριακοί υποστηρίζουν, ότι οι πάμπολλοι συλλαλητηριακοί δεν γνωρίζουν, για ποιο λόγο διαδηλώνουν.
Οπωσδήποτε, πρώτον, τίθεται το ερώτημα ποιός και με ποιο ηθικό πρόταγμα τούς εγκαλεί στην τάξη, τους συλλαλλητηριακούς, και δεύτερον, αναμφισβήτητο και βεβαιωμένο είναι, ότι η πολιτική έκφραση των αντισυλλαλητηριακών, π. χ. ο πρωθυπουργός και οι συν αυτώ, είναι αδιάβαστοι, ανιστόρητοι και απαίδευτοι.
Τούτοι, ποτέ δεν έχουν προσφύγει στον Ησίοδο, τον Ηρόδοτο, στον Ελλάνικο, στον Πλούταρχο, τον Αρριανό, κ. ά., δεν έχουν καταδεχθεί να επισκεφτούν τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας.
Αν επρόκειτο περί μαθητών θα έπρεπε να επαναλάβουν την τάξη, όχι όμως ένεκα επίδοσης, αλλά λόγω ελλιπούς φοιτήσεως στα ελληνικά γράμματα που εκφράζεται ως απόδοση σε αυτά.
Και επ’ αυτού, δεν χρειάζεται κανείς να προσφύγει στον Σταβρόγκιν των «Δαιμονισμένων» του Ντοστογιέφσκι, για να δικαιολογήσει κι όχι να αιτιολογήσει αυτούς, τους ευάριθμους αντισυλλαλητηριακούς που, δείχνουν, να μην κατανοούν και κατά συνέπεια, αναστέλλουν, να επιχειρούν: «Αν ο Σταυρόγκιν πιστεύει, δεν πιστεύει ότι πιστεύει. Αν δεν πιστεύει, δεν πιστεύει ότι δεν πιστεύει».
Βέβαια, προσάπτουν την κατηγορία σε αυτόν τον αυθόρμητο, αγνό, θαυμάσιο κόσμο των συλλαλητηρίων, ότι οι κινητοποιημένοι χαρακτηρίζονται από αφέλεια, απλότητα, γενικώς υποτιμάται η νοημοσύνη τους. Αλλά «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», άλλωστε, αυτός ο κόσμος ξεπηδάει μέσα από την ατόφια γλώσσα του Μακρυγιάννη, αυτός ο κόσμος αγιογραφείται στα έργα του Κόντογλου, αυτός ο κόσμος αποδίδεται αδρά στα πρόσωπα των ηρώων του Παπαδιαμάντη, αυτός ο κόσμος ιδρώνει, μοχθεί και ματώνει για να κρατηθεί η πατρίδα ακέραια και αξιοπρεπής.
Κι αν ενίοτε οι συλλαλητηριακοί κατηγορούνται, συλλήβδην, για την, τυχαία, βιαιότητα που εμφανίζεται στις συγκεντρώσεις, αυτοί που το υποστηρίζουν, φαφλατάδες, αμετροεπείς και επιλήσμονες, υπερθεμάτιζαν, κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά, ποιητικά, αλληγορικά, κατά το παρελθόν με την προβολή της, προσφιλούς, μαρξικής πρότασης, ότι «η βία είναι η μαμή της ιστορίας».
Έτσι, οι έχοντας το «σημάδι του Κάιν» κάνουν αυτοδικαιωμένοι καλή χρήση της βίας, οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπη βίωσαν βαθιά μέσα στο πετσί τους τα ψυχιατρεία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις εξορίες, το ανελέητο κυνήγι μαγισσών, ενώ, αντίθετα, οι υπόλοιποι είναι άξιοι να καταδίδονται, όταν εξεγείρονται, όπως ο Γεώργιος Γρίβας, ο θρυλικός Διγενής, που τον «έδινε», κοινώς τον ρουφιάνευε, από τον ραδιοφωνικό σταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας» ο Νίκος Ζαχαριάδης στους Εγγλέζους ιμπεριαλιστές στον καιρό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ.
Τα απευκταία επεισόδια έξω από το ελληνικό κοινοβούλιο, η έκδηλη πρόθεση των διαδηλωτών να εισβάλουν εντός του ιστορικού κτιρίου, οι αποδοκιμασίες της κυβέρνησης και των βουλευτών, επιβεβαιώνουν την διαμορφωθείσα αντίληψη περί Βαστίλης, σύμβολο της τυραννίας κατά το προοίμιο της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, όσο αναντίστοιχη και υπερβολική είναι η σύγκριση και αναφορά με τα ιστορικά γεγονότα.
Γνωρίζουν καλά οι ανθρωποφύλακες της ελευθερίας και του δικαίου, ότι την «ύβριν» διαδέχεται η «Νέμεσις», τα δε «οψώνια της αμαρτίας θάνατος».
Δυστυχώς για τον ελληνικό λαό, την τραγωδία την βιώνει, ως ενεργό υποκείμενο, στη ζωή κι όχι στο θέατρο, ώστε να μπορεί να λυτρωθεί με ασφάλεια, αναίμακτα.
Παραπέρα, όλα τα συλλαλητήρια τα εποπτεύουν τα ΜΑΤ, επεμβαίνουν κατασταλτικά σε αυτά, τα οποία μετονομάστηκαν και φέρουν άλλες ονομασίες, π.χ. «ΥΑΤ», κατά το «άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».
Το παράδοξο και δυσεξήγητο είναι, ότι οι άνδρες τους φέρουν στον δεξιό βραχίονα τον «ήλιο της Βεργίνας», ολοφάνερα καταχρηστικά, την ώρα που μάχονται με χημικά τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι αμύνονται του μακεδονικού εμβλήματος, για να μην το οικειοποιηθεί ο παραχαράκτης γείτονας, που υποστηρίζεται από τους ανθέλληνες πάτρωνές του.
Για να γίνει το πράγμα παράλογο, οι άνδρες των ΜΑΤ φέρουν στο δεξιό βραχίονα την ελληνική σημαία, αυτήν που ο εθνομάρτυρας Κωνσταντίνος Κατσίφας υπερασπίστηκε στην χειμαζόμενη Βόρειο Ήπειρο εντελώς μόνος, εντός βίαιου, εχθρικού περιβάλλοντος, σώζοντας την τιμή της Ελλάδας και κάνοντας υπερήφανους τους Έλληνες.
Εφόσον οι αντιδημοκράτες, ολοκληρωτιστές κρατούντες, δεν σεμνύνονται την πατρίδα, δεν υπολήπτονται το λαό, ακόμη και τη σκιά του δημοψηφίσματος τρέμουν, ας ξέρουν ότι η Ιστορία άλλους θα τους συναριθμήσει στα οστεοφυλάκια κι άλλους στα θησαυροφυλάκια, άλλους στα μνημεία κι άλλους στους σκουπιδοτενεκέδες.