Ο εθνικός ύμνος μαρτυρεί την καταγωγή
Του Δημήτρη Μαυρόπουλου
Ιστορικά, τα έθνη προηγούνται, τα κράτη έπονται, όπως συνέβη με το ελληνικό.
Η πηγή ακατάπαυστα τροφοδοτούσε την εκβολή, μολονότι ο ρους, η πορεία του ποταμού άλλαζε κατεύθυνση και διαστάσεις.
Τα πρώτα, τα έθνη, αναφέρονται στη βιολογία, σημείο αναφοράς είναι το αίμα, τα δεύτερα, τα κράτη, άπτονται της κοινωνιολογίας, σημείο αναφοράς είναι ο νόμος.
Αλλά και στην περίπτωση που νεότευκτα κράτη επιχείρησαν να σφυρηλατήσουν εθνική συνείδηση, όπως η Η. Π. Α., κατά τον 18ο αιώνα στον αντιαποικιακό αγώνα τους εναντίον της μητρόπολης τους, της Μεγάλης Βρετανίας, οι εθνικές καταβολές ήταν παρούσες, εν προκειμένω η ταυτότητα και η παράδοση των Άγγλων, των Ιρλανδών, κ. ο. κ..
Κάθε κράτος ορίζεται από το λαό, το έδαφος και την εξουσία, ακόμη και στην περίπτωση που δεν είναι ανεξάρτητο, ουσιαστικά ή φαινομενικά, οικονομικά ή στρατιωτικά ή πολιτικά, π.χ. τέτοια είναι η περίπτωση της Ελλάδας κατά την τετραπλή κατοχή το 1941 – 1944, με τις κατοχικές κυβερνήσεις,
Η επωνυμία του κράτους, δηλαδή το συνταγματικό του όνομα, η οποία έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με το πολιτικοκοινωνικό και οικονομικό καθεστώς, το εθνόσημο, η σημαία του και ο ύμνος του το κάνουν αναγνωρίσιμο στο εξωτερικό και ταυτοποιητικό σημείο αναφοράς στο εσωτερικό.
Σίγουρα, τα κράτη μιμούνται το ένα το άλλο στην έτι περισσότερο και βαθύτερη σφυρηλάτηση της εθνικής τους ταυτότητας και συνοχής, που στόχο έχει, συν τοις άλλοις, την ευημερία των πολιτών, την εξασφάλιση της ειρήνης, τη δόξα της πατρίδας.
Τούτο, είναι εμφανές στην περίπτωση της ανέγερσης σύγχρονων μνημείων αφιερωμένων στον «Άγνωστο Στρατιώτη», των οποίων πρωτοστάτης, πρώτος διδάξας υπήρξε η Γαλλία μετά τον Α’ Π.Π..
Οι συμμετέχοντες, είτε φίλοι είτε αντίπαλοι, στον παγκόσμιο πόλεμο, ακολούθησαν το παράδειγμα της Γαλλίας στην ανέγερση αυτών των μνημείων, επί παραδείγματι η Βασιλική Γιουγκοσλαβία, της οποίας το μνημείο του «Άγνωστου Στρατιώτη» ανεγέρθηκε την περίοδο 1934 – 1938 από τον γνωστό γλύπτη Ιβάν Μέστροβιτς στο λόφο Άβαλα, λίγο έξω από το Βελιγράδι, μνημείο που το κοσμούν «Καρυάτιδες», γυναίκες με εθνικές φορεσιές από όλα τα μέρη του κράτους.
Εν προκειμένω, όσον αφορά στα ελληνικά πράγματα το μνημείο εμπρός στην Πλατεία Συντάγματος, το πλαισιώνουν οι εγχάρακτες θουκυδίδειες προτάσεις που επιβεβαιώνουν και αιτιολογούν το εγχείρημα της ανέγερσής του – «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» και «Μία κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών» -, καθώς και οι συμπεριληπτικοί τόποι που διαιωνίστηκαν στη συλλογική εθνική συνείδηση και αποτυπώθηκαν στους δέλτους της Ιστορίας, ανευρίσκονται στη δεξιά και αριστερή κλίμακα, καθώς και πέριξ του οπλίτη, όταν το κράτος επιχείρησε να αγκαλιάσει το έθνος, με άλλα λόγια οι τότε αυτόχθονες τους ονομαζόμενους ετερόχθονες, οι ελεύθεροι τους αλύτρωτους, η μητρόπολη την περιφέρεια, η Ιστορία την Γεωγραφία, ο απογειωμένος πόθος της Μεγάλης Ιδέας: «Αργυρόκαστρο», «Πέντε Πηγάδια», «Δορύλαιο», κ. ά.
Εκεί αναγράφονται και οι, εκάστοτε συγκυριακές, μετουσιωμένες υποχρεώσεις της χώρας, ένεκα αφενός απώτερων γεωστρατηγικών υποχρεώσεων της ή της θέσης της σε παγκόσμιους, πολιτικούς ή στρατιωτικούς οργανισμούς, π. χ. «Χερσών» και «Κορέα».
Από την άλλη, η συμμετοχή ελληνικού στρατού σε εκτός της μητρόπολης χώρο, π. χ. στο «Ρίμινι» και στο «Ελ Αλαμέιν», ενείχε ηθική υποχρέωση και απέρρεε από την κοινή συμβατική συμπόρευση με τους τότε συμμάχους της.
Αξιοπρόσεκτο, όσον αφορά εμάς που κατοικούμε στη μακεδονική ακρώρεια, είναι ότι εγχαράσσεται και ο τόπος μας: «Νευροκόπι» και «Περιθώριον».
Η σημειολογία και αισθητική του μνημείου ενισχύεται με το ακοίμητο κανδήλι, η αφή έγινε με το φως της Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας, το παραλληλεπίπεδο κενοτάφιο, τις χαλύβδινες ασπίδες, ωσάν αυτές που απέστειλε ο Αλέξανδρος ο Μέγας στον Παρθενώνα, μετά τη μάχη στον Γρανικό ποταμό – «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων» -, που μυητικά, σαγηνευτικά διαπραγματεύεται ο Καβάφης στο ποίημά του «Στα 200 π. Χ.», το γλυπτό με τον πεσόντα οπλίτη.
Όμως, ο «Άγνωστος Στρατιώτης» συνιστά ένα ακίνητο υλικό μνημείο, εντοπισμένο παρελθόν σε παρόντα χρόνο, ενώ αντίθετα ο «εθνικός ύμνος» συστήνει διηνεκές μνημείο λόγου, ένα ου – τοπικό και υπερχρονικό μέλλον.
Ο ελληνικός εθνικός ύμνος υιοθετημένος στα χρόνια του Γεωργίου Α’, η βασιλεία του οποίου στηρίχθηκε στο «ισχύς μου η αγάπη του λαού», είναι απόσταγμα της ποίησης του Διονυσίου Σολωμού και θα μπορούσε να συγκεφαλαιωθεί αφενός με τους επίσης σολωμικούς στίχους «Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!», όσον αφορά στη αξίωση της εθνικής ανεξαρτησίας και αφετέρου, με μια πικρή αίσθηση, ακόμη έως σήμερα, με τον παλαμικό στίχο «Τ’ άτι σου ακόμα μας πατά, Μπραΐμη!», όσον αφορά στη διεκδίκηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ήδη, στους δύο πρώτους στίχους της δεύτερης στροφής, «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη / των Ελλήνων τα ιερά», εμφαντικά τονίζεται το ζήτημα της αδιαμφισβήτητης ιστορικής συνέχειας.
Στη βάση των παραπάνω, επιχειρώ να εξετάσω τον «εθνικό ύμνο» της γείτονος χώρας, της πάλαι ποτέ Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, εντός της οποίας επί 46 χρόνια εγκαταβίωνε η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», όταν το 1991 ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, ο οποίος έφερε τον τίτλο «Ε, Σλάβοι!».
Ο «ύμνος» που υιοθετήθηκε από την νεότευκτη εξουσία της τιτοϊκής, σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, ήταν έργο του Σλοβάκου ρωμαιοκαθολικού ιερέα, ποιητή και ιστορικού Σάμο Τόμασικ(1813 – 1887), γράφτηκε την εποχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας το 1843 και ίσχυσε έκτοτε ως ύμνος της πανσλαβιστικής κίνησης.
Στους οπαδούς του πανσλαβισμού συγκαταριθμούνται ο συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι(1821 – 1881), ο ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ο λόγιος Βουκ Σταφάνοβιτς Κάρατζιτς(1787 – 1864), αναμορφωτής της σερβικής γλώσσας και ο Μιχαήλ Μπακούνιν(1814 – 1876), εκ των ηγετών του αναρχισμού.
Ο Σλοβάκος δημιουργός του, διαβλέποντας την μεγάλη αλλοτρίωση των Σλάβων που εγκαταβίωναν εντός της δυαδικής μοναρχίας της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, έως του σημείου της αφομοίωσης από τον γερμανικό ωκεανό, συνέθεσε τους παρακάτω στίχους, οι οποίοι έκτοτε, με κάποιες μικρές παραλλαγές, τραγουδιούνταν από τους λαούς της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, Σέρβους, Κροάτες, Σλοβένους, τους Σλάβους των Σκοπίων, καθώς και από τους μειονοτικούς Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου και τους Ούγγρους της Βοϊβοντίνα.
Να τονίσω, ότι έως το 1945 οι Σέρβοι, οι Κροάτες και οι Σλοβένοι είχαν τον δικό τους ύμνο τόσο στο πλαίσιο του Βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων όσο και από το 1929, όταν το κράτος μετονομάστηκε σε Βασιλική Γιουγκοσλαβία, μετά το πραξικόπημα του Βασιλέα Αλέξανδρου Α’(1888 – 1934).
Μάλιστα, η Σερβία το 2006 υιοθέτησε τον προπολεμικό της ύμνο, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Θεέ της δικαιοσύνης», στο τέλος του οποίου οι συμμετέχοντες κάνουν το σημείο του σταυρού με τον ορθόδοξο τρόπο.
Ο ύμνος «Ε, Σλάβοι!» είχε τρεις εκδοχές, αυτή στη σερβοκροατική γλώσσα, στα σλοβενικά και της σλαβικής γλώσσας, του σλαβικού ιδιώματος της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας».
Μεταφράζω τους στίχους του ύμνου:
«Ε, Σλάβοι, ακόμα ζει /
το πνεύμα των παππούδων σας, /
ενώ για τον λαό χτυπάει /
η καρδιά των γιων τους. //
Ας ζει, ας ζει το πνεύμα των Σλάβων, /
θα ζήσει αιώνια. /
Μάταια απειλείται από το ναυάγιο της αβύσσου, /
μάταια απειλείται από τη φωτιά του κεραυνού. //
Aς είναι τώρα και πάνω μας, /
Τα πάντα ανακατεύονται από τη μπόρα, /
ο βράχος σπάζει, η δρυς σχίζεται /
βαθιά σπάζει, /
ας σείεται η γη, /
εμείς στεκόμαστε σταθεροί /
σαν τις μεγάλες πλευρές της κλεισούρας. /
Καταραμένος να είναι ο προδότης /
της πατρίδας του(τρις)».
Η υιοθέτηση του ύμνου «Ε, Σλάβοι!» από τους πολίτες της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» σήμαινε αν μη τι άλλο την στενή φυλετική τους καταγωγή και την αιμάτινη σχέση που τους συνέδεε με τους υπόλοιπους Σλάβους της Γιουγκοσλαβίας και φυσικά με τους εκτός αυτής της χώρας Σλάβους.
Άλλωστε, κατοικούσαν σε χώρο που μικρό ποσοστό εδάφους ήταν μέρος της ιστορικής Μακεδονίας του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η κακοδαιμονία γύρω από το όνομα, την εθνικότητα, τη γλώσσα και τις πολυποίκιλες διεκδικήσεις των γειτόνων, εδράζονται, κυρίως, στην ενδοτική στάση που τήρησε επ’ αυτού του ζητήματος το Κ.Κ.Ε. στο μεσοπόλεμο και τον Εμφύλιο Πόλεμο και αφετέρου στην προσχηματικότητα των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων μετεμφυλιακά απέναντι στην εκτρωματική τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία.
Ο ιστορικός και Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. στο μεσοπόλεμο Γιάννης Κορδάτος, διαγράφηκε από αυτό το 1927, έγραψε εν ευθέτω χρόνω, ότι «Το άκρον άωτον του παραλογισμού του Κ.Κ.Ε. ήταν το σύνθημα της αυτονομίας της Μακεδονίας… Ο κομμουνισμός στην Ελλάδα παρουσιάστηκε σαν σύμμαχος του βουλγαρικού σωβινισμού…».
Η συμφωνία των Πρεσπών και η σκόπιμη οριακή της επικύρωση από το ελληνικό κοινοβούλιο αφενός απέδειξε πόσο λίγο εκτιμάται η επιστημονική, ιστορική αλήθεια και επίσης το μεγάλο έλλειμα δημοκρατίας που υπάρχει στη χώρα.
Όσοι, χύνουν κροκοδείλια δάκρυα, ότι τάχατες η Μακεδονία θυσιάστηκε, σαν την Ιφιγένεια στην Αυλίδα, για τα Μνημόνια ή το ΝΑΤΟ ή ακόμα χειρότερα για να προστατευτεί η χώρα από την επιθετικότητα της Τουρκίας ψεύδονται, ελάχιστοι αυταπατώνται.
Μήπως, λειτουργούν ως προαγωγοί, λόγω συμφερόντων, και βαπτίζουν το κρέας ψάρι, λόγω δειλίας;
Το αν είναι «προδότες» την απάντηση αυθόρμητα και άμεσα μπορούν να τη λάβουν από την Ιστορία και τα ετυμολογικά λεξικά, ο λαός απλώς δανείζει τη φωνή του.
Άλλωστε εκτός από το ΝΑΤΟ στο παρελθόν υπήρχε και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και η ΚΟΜΕΚΟΝ, στον υπαρκτοσοσιαλιστικό κόσμο, όπου τόσο τα κράτη όσο και τα έθνη και οι λαοί ήταν απεικάσματα, είδωλα ελευθερίας, ανεξαρτησίας, αυτονομίας, δικαιοσύνης και διακαώς αναμενόταν από αυτά η ώρα και η στιγμή της λύτρωσης.
Στα συλλαλητήρια για τη προάσπιση της Μακεδονίας, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, κάθε ηλικίας και επαγγέλματος, ανταποκρίθηκαν αυτοβούλως, αυθόρμητα, ενθουσιαστικά, κινητοποιήθηκαν από το κάλεσμα της συνείδησής τους, ταλαιπωρήθηκαν στις εσχατιές της ελληνικής γης, προπηλακίστηκαν βάναυσα και κατέβαλλαν τον οβολό τους για τη μεταφορά τους, όπου αυτό χρειάστηκε.
Ούτε υποχρεώθηκαν, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα ήταν δούλοι κι όχι ελεύθεροι, ούτε χρεώθηκαν, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα ήταν είτε συμφεροντολόγοι, υλιστές του χειρίστου είδους, είτε άβουλοι, δεσμεύτηκαν γενναία στην υπόθεση της υπεράσπισης της Μακεδονίας.
Δεν αποδέχτηκαν να γίνουν φερέφωνα των πολιτικών κομμάτων και της ζημιογόνας, εθνοκτόνας πολιτικής τους γραμμής.
Ως εκ τούτου, δεν εγκρίνουν να τους γίνονται υποδείξεις από δρομολογημένα «άκαπνους», κατά συρροή «ύποπτους», μοιραία «διχαστικούς», οιωνοί «δικτατορίσκους».
«Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική».