10 Απριλίου 1941. Οι Γερμανοί στη Δράμα.
Οι ώρες αγωνίας των συμπολιτών μας
Έρευνα -Επιμέλεια
Ιωάννης ΣΤ. Σταυρίδης
6 Απριλίου 1941. Οι Γερμανοί που έχουν αιματοκυλίσει την Ευρώπη, στρέφουν τα αιμοβόρα «αισθήματά» και κατά της Ελλάδας, αφού προηγουμένως έχουν συνθηκολογήσει με τους Βουλγάρους.
Κύριος στόχος τους, να περάσουν στην Ελλάδα από το Νευροκόπι και δια μέσου Γρανίτη – Δράμας να καταλάβουν όλη την Αν. Μακεδονία.
Το οχυρό Λίσσε αποτελεί τμήμα της Γραμμής Μεταξά και βρίσκεται σε μικρή απόσταση ανατολικά από το χωριό Οχυρό και περίπου 2 χλμ. από τη πόλη του Νευροκοπίου, μέσα στο λόφο που υψώνεται στην πεδιάδα του Νευροκοπίου. Το οχυρό ονομάστηκε Λίσσε από την παλιά ονομασία του παρακείμενου χωριού, το οποίο έλαβε την ονομασία Οχυρό. Έγινε δηλαδή ανταλλαγή ονομάτων.
Οι οχυρώσεις του αποτελούνται από τέσσερις ομάδες στοών (Χελώνες) σε όλη την έκταση του λόφου, με υπόγειες στοές που ξεπερνούν τα 950 μέτρα συνολικά. Δύο από τα συμπλέγματα στοών επικοινωνούν με υπόγειες διαβάσεις, ενώ τα άλλα δύο αποτελούν αυτόνομες αμυντικές εγκαταστάσεις.
Το Οχυρό διέθετε πολυβολεία, εγκαταστάσεις για διαμονή και αποθήκευση, δεξαμενές νερού, ηλεκτρογεννήτριες, οπλισμό και θέσεις για στρατιωτικά οχήματα. Η δύναμη του Οχυρού Λίσσε αποτελούνταν από 12 αξιωματικούς και 457 οπλίτες.
Λόγω της απαραίτητης μυστικότητας και της ανάγκης για καμουφλάζ, οι εγκαταστάσεις του Οχυρού είναι δυσδιάκριτες από την εξωτερική πλευρά και η πρόσβαση σε αρκετές από τις εισόδους του είναι δύσκολη. Επισκέψιμη σήμερα είναι μόνο μια Χελώνη.
10 Απριλίου 1941: Στρατιώτες της φρουράς του Ρούπελ αποχωρούν συντεταγμένα από το οχυρό, μετά την παράδοσή του Η περηφάνια στα πρόσωπά τους καταδεικνύει
στους παριστάμενους Γερμανούς ότι δεν ηττήθηκαν.
Στα οχυρά αυτά ο Ελληνικός Στρατός πολέμησε γενναία εναντίον των Γερμανικών και Βουλγαρικών μεραρχιών στις 6 έως 9 Απριλίου του 1941. Παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες και επιθέσεις των εισβολέων, τα οχυρά δεν καταλήφθηκαν και παραδόθηκαν τελικά στις 10 Απριλίου 1941, μετά την συνθηκολόγηση της Ελλάδος. Πολλά ελληνικά τμήματα αποχώρησαν συντεταγμένα και με τον οπλισμό τους. Οι Γερμανοί απέδωσαν τιμές στους ήρωες των οχυρών κατά την παράδοσή τους. Μετά το τέλος της πολιορκίας, οι Γερμανοί θέλησαν να μάθουν τα μυστικά της κατασκευής των οχυρών από τους ίδιους τους Έλληνες που απέκρουσαν με επιτυχία όλες τις επιθέσεις τους. Ο ταγματάρχης Γεώργιος Δετοράκης, διοικητής του οχυρού Λίσσε, αρνήθηκε κάθε συνεργασία.
Σε ανάμνηση αυτής της μάχης και για να τιμηθούν οι νεκροί, έχει ανεγερθεί ένα μικρό Μουσείο. Το Μουσείο έχει ανακαινισθεί το 2002 και είναι ανοιχτό για το κοινό.
Τα εκθέματα του Μουσείου περιλαμβάνουν οπλισμό (πιστόλια, πολυβόλα, όλμους, χειροβομβίδες κλπ.) που ανήκουν στον Ελληνικό και Γερμανικό στρατό, στολές, μετάλλια και προσωπικά αντικείμενα στρατιωτών και αξιωματικών. Επίσης, στο προαύλιο υπάρχουν κανόνια του Ελληνικού στρατού, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την υπεράσπιση των οχυρών.
Είσοδος ενός οχυρού
Το Οχυρό του Λίσσε είναι ανοικτό στους επισκέπτες κάθε σαββατοκύριακο και εκδηλώσεις μνήμης λαμβάνουν χώρα την 6η Απριλίου κάθε χρόνο.
Το μνημείο προς τιμή των πεσόντων σήμερα στα Οχυρά.
10 Απριλίου 1941. Τα Γερμανικά στρατεύματα εισέρχονται στη Δράμα, για να ακολουθήσουν μετά από λίγο οι σύμμαχοί τους Βούλγαροι οι οποίοι θεωρούν πως η Αν. Μακεδονία γίνεται πλέον δική τους. Είναι ένα μεγάλο τους όνειρο που κρατά από τους Βαλκανικούς πολέμους. Η παράδοση των εδαφών της Αν. Μακεδονίας στη Βουλγαρία, αποτελεί ένα «δώρο» των Γερμανών για τις υπηρεσίες τους προς αυτούς.
6 με 10 Απριλίου 1941. Τέσσερις μέρες αγωνίας για τους Δραμηνούς. Τα μαντάτα από το μέτωπο ελάχιστα, αλλά η ελπίδα πάντα ζωντανή. Τα Ελληνόπουλα δε διστάζουν να έρθουν αντιμέτωπα με τους Γερμανούς. Τους καθηλώνουν στο Νευροκόπι. Οι μάχες συνεχίζονται μέχρι να πάρουν το σήμα, πως η Ελλάδα έχει συνθηκολογήσει με τους Γερμανούς για την παράδοσή της.
Πως έζησαν όμως αυτές τις μέρες οι Δραμηνοί;
Μια εικόνα μας δίνει δημοσίευμα του «ΠΡΩΙΝΟΥ ΤΥΠΟΥ» τον Απρίλιο του 1952, που υπογράφει ο Πέτρος Χρηστίδης.
Πέρασαν από τότε ένδεκα ολόκληρα χρόνια. Και όμως αξέχαστες μένουν οι τελευταίες τέσσαρες ελεύθερες ημέρες της Δράμας, που πέρασαν σύντομα, μέσα σε μια δραματική εναλλαγή γενονότων.
Το θάρρος και η άγνωστη ελπίδα, η καρτερία και η αβεβαιότης, η εγκατάλειψις και η απόγνωσις, ήσαν τα κύρια συναισθήματα που κυριαρχούσαν στην ψυχή των Δραμηνών. Με ήρεμον αποφασιστικότητα παρακολουθούσαν τα γεγονότα, βέβαιοι ενδόμυχα για το μοιραίο αποτέλεσμα, που κανείς δεν τολμούσε να εξωτερικεύση. Πάντοτε, υπήρχε μια λάμψι ελπίδος.
Ο απλούς εορτασμός της Εθνικής επετείου τότε, η μεταστροφή και αλλαγή της πολιτικής της Σερβίας, αι θετικαί πληροφορίαι περι συγκεντρώσεως Γεμανικών στρατευμάτων στην Βουλγαρία και καθόδου αυτών προς τα Ελληνικά σύνορα, ήσαν χαρακτηριστικαί ενδείξεις για την άμεσο εξέλιξη της καταστάσεως.
Κυριακή πρωϊ – 6 Απριλίου 1941. Οι κάτοικοι της Δράμας ενώ περιμένουν να ακούσουν τα σήμαντρα των Ναών που θα καλούσαν αυτούς να παρακολουθήσουν την Θεία Λειουργία, αφυπνίζονται από τους στυγνούς ήχους των σειρήνων και σπεύδουν στα πρόχειρα αντιαεροπορικά καταφύγια και ορύγματα.
Ταυτόχρονα τα ραδιόφωνα μεταδίδουν την είδησι ότι από της 5ης πρωινής ώρας Γερμανικαί Δυνάμεις προσβάλλουν τα σύνορα, τα οποία υπερασπίζουν γενναίως τα παιδιά της Ελλάδος.
Ύστερα από λίγη ώρα φάνηκε στον ορίζοντα το πρώτο γερμανικό βομβαρδιστικό, πετώντας σχετικώς χαμηλά και προερχόμενο εκ βορρά. Αφ’ ου πέρασε επάνω από τον Κεντρικό Συνοικισμό και την Αγ. Τριάδα κατηυθύνετο προς την περιοχή των Στρατώνων Πεζικού – Πυροβολικού. Όλοι κρατούσανε την αναπνοή. Αυτό όμως πέρασε και με ελαφρά κλίσι συνέχισε την πτήσιν του προς νοτιοανατολικά. Μόλις χάθηκε προς νοτιανατολικά. Μόλις χάθηκε στον ορίζοντα τρεις δυνατές εκρήξεις εδόνησαν την ατμόσφαιρα. Το αεροπλάνο εβομβάρδισε μια αμαξοστοιχία στον Σταθμό της Αδριανής με αποτέλεσμα την καταστροφή ενός οχήματος με στρατιωτικά κλινοσκεπάσματα και υγειονομικό υλικό και την αποτέφτωσι άλλων δύο με χόρτο.
Κατά τας 10 πέρασε άλλο αεροπλάνο που έρριψε προκηρύξεις συντεταγμένες σε Ελληνική γλώσσα, που προφανώς είχον εκτυπωθή εις την Βουλγαρίαν. Αι προκηρύξεις καλούσαν τους Έλληνας στρατιώτας να εγκαταλείψουν τους αξιωματικούς και τον οπλισμό και να προστρέξουν στους Γερμανούς, οι οποίοι κατήρχοντο – όπως έγραφεν η προκήρυξις – ως φίλοι και θαυμασταί του Ελληνικού Πολιτισμού. Αυτές ήσαν αι μοναδικές προκηρύξεις που έρριψαν οι Γεμανοί στην Ελλάδα.
Η απάντησις δόθηκε αμέσως από τους Έλληνας μαχητάς με την κατάρριψι στην περιοχή του Οχυρού δύο εχθρικών αεροπλάνων. Τρεις Γερμανοί αεροπόροι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και μετεφέρθησαν στην Δράμα, φιλοξενηθέντες εις ένα θάλαμο του Τμήματος Ασφαλείας, όπου αμέσως απεμονώθησαν. Η είδησις ικανοποίησε το Εθνικό αίσθημα των κατοίκων. Το απόγευμα οι αιχμάλωτοι αεροπόροι μετήχθησαν προς Θεσσαλονίκην.
Αι ειδήσεις δια την άμυναν των οχυρών της περιοχής Νευροκοπίου ήσαν ευχάριστοι και ενθαρρυντικαί. Με άλους τρεις συναγερμούς, πέρασε η πρώτη ημέρα της Γερμανικής επιθέσεως δια την Δράμα.
Πρωί Δευτέρας – 7 Απριλίου. Ο ανοιξιάτικος ήλιος φώτιζε τον κάμπο της Δράμας.
Ο κόσμος ξεχύθηκε στην κεντρική Πλατεία Ελευθερίας, στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου και έξω από τα Διοικητήρια (συγκρότημα Νομαρχίας – Δικαστηρίων – Διοικήσεως Χωροφυλακής – Ασφαλείας) περιμένοντας με αγωνία να πληροφορηθή την εξέλιξι της καταστάσεως και να αντιληφθή την πραγματικότητα.
Επλησίαζε το μεσημέρι όταν από τον δρόμο των Στρατώνων Πεζικού εφάνηκαν μερικά αυτοκίνητα με στρατιώτας. Στην εμφάνισι των ο κόσμος ανεθάρρησε και υπεδέχθη τους χακοφορεμένους νέους με χειροκροτήματα και ζητωκραυγές.
Όλοι υπέθεσαν ότι επρόκειτο περί ενισχύσεως της φρουράς των οχυρών της πόλεως. Ελάχιστον ήξευραν την αλήθεια. Τα αυτοκίνητα έκαμψαν την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, πέρασαν την Πλατεία και χάθηκαν προς τον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Ήταν οι στρατιώται των οροθετικών φυλακίων της πέραν του Νέστου περιοχής Σιδηρονέρου, που συνεπτύσσοντο, συμφώνως με σχετική διαταγή.
Η ημέρα πέρασε γρήγορα χωρίς κανένα άλλο σημαντικό περιστατικό.
Η Τρίτη – 8 Απριλίου ξεμέρωσε κατσουφιασμένη. Ο ουρανός ήταν θολός από τα σύννεφα και σιγανή βροχή εράντιζε την μαρτυρική γη. Μία εμπιστευτική εντολή του Νομάρχου προς τους δημοσίους υπαλλήλους να παραμένουν εν επιφυλακή εις τα γραφεία των επρόδιδε πολλά.
Το απόγευμα διεκομίσθησαν από τα οχυρά εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον οι πρώτοι τραυματίαι. Ο κόσμος με συμπάθεια υπεδέχετο τα πρώτα ηρωϊκά θύματα.
Στον περίβολο των Δικαστηρίων συνεκεντρώθησαν μερικά τετράτροχα. Κανείς δεν υποπεύετο εις τι θα εχρησιμοποιούντο. Και ενώ οι κάτοικοι ησύχαζον – την τελευτίαν ελευθέραν, αλλ’ εφιαλτικήν νύκτα – αι Αρχαί της πόλεως και όλαι αι Δημόσιαι Υπηρεσίαι, ολίγον μετά τα μεσάνυκτα εγκατέλειπον την Δράμαν με κατεύθυνσιν προς Καβάλαν και εκείθεν προς τα Νησιά.
Προτού αναχωρήσουν συνεκεντρώθησαν εις το προαύλιον των Διοικητηρίων όλα τα εμπιστευτικά και απόρρητα αρχεία, τα οποία και έκαυσαν. Αι φλόγες, που έβγαιναν από την καύσι των χαρτιών εφώτισαν την σκοτεινιασμένη νύκτα και εδημιούργησαν την εντύπωσι ότι τα Δικαστήρια εκαιοντο Αυτό διεθόθη με ταχύτητα αστραπής σε όλη την πόλη και οι κάτοικοι αφυπνίζοντο έντρομοι γιατί παράλληλα είχε διαδοθή ότι και οι Γερμανοί είχαν φθάσει.
Μόλις ξημέρωσε η Τετάρτη 9 Απριλίου, ο κόσμος ξεχύθηκε στους κεντρικούς δρόμους και την Πλατεία Ελευθερίας μουδιασμένος. Μικραί στρατιωτικαί περίπολοι με επικεφαλής δεκανείς ή λοχίας διέσχιζαν την πόλιν προς τήρησιν της τάξεως, την οποίαν κανεις απολύτως δεν εσκόπευε να διασαλεύση. Γιατί όλοι κατείχοντο από το αίσθημα της εγκαταλείψεως. Η πόλις εστερείτο των Αρχών της. Ο λαός κυρίαρχος του εαυτού του, επαιθέρχησε στην προσταγή της Πατρίδος. Πολλοί στην απόγνωσι των απεφάσιζαν να φύγουν, νομίζοντες τότε ότι κάποιο τμήμα της Χώρας θα έμενε ελεύθερο. Και ήρχισε η έξοδος των κατοίκων που εσχημάτιζαν μια φάλαγγα στον δρόμο προς την Καβάλα. Πάλι οι κάτοικοι της μαρτυρικής Δράμας έπερναν τον δρόμο της προσφυγιάς, που κι’ αυτοί δεν ήξευραν πόσο θα διαρκέση.
Όσοι έμειναν στην πόλη έκαμαν βιαστικοί λίγες προσπάθειες. Από το αρτοποιείο του Θ. Κελέκη, που εχρησιμοποιείτο ως στρατιωτικό, μοιράστηκαν δωρεάν στον κόσμο τα αποθέματα αλεύρων και άρτου. Και από άλλες στρατιωτικές αποθήκες μοιράστηκαν στον κόσμο τρόφιμα και άλλα είδη.
Από όσους ξεκίνησαν το πρωί, μερικοί κατώρθωσαν να φθάσουν στην Καβάλα και να φύγουν με διάφορα πλωτά μέσα στην άλλη Ελλάδα, αλλά επέστρεψαν γιατί στις 2 το μεσημέρι οι Γερμανοί είχαν καταλάβει στην Καβάλα. Τα τελευταία πλοία που απέπλευσαν, σχεδόν την στιγμή που οι πρώτοι Γερμανοί μοτοσυκλετισταί εφάνησαν στο «Γεντίκ», ήσαν το πλωτό Νοσοκομείο «Αττική» που ύστερα από δύο ημέρες βυθίστηκε από Γερμανικό στούκας κοντά στην Εύβοια και ένα φορτηγό 1900 τόννων, το «Νόρα», αν θυμάμαι καλά, που έφθασε με άλλους λίγους πρόσφυγες, στρατιώτες και τους ναύτες του Λιμεναρχείου Καβάλας, στους Ωραιούς.
Την άλλη ημέρα οι Γερμανοί έμπαιναν στην Δράμα και σε λίγες ημέρες τους ακολουθούσαν και οι Βούλγαροι.
Και η έξοδος των κατοίκων συνεχίζετο, γιατί όλοι προέβλεπον τα τραγικά γεγονόταν του Σεπτεμβίου. Η Δράμα, με τον δραματικό φωτοστέφανο του μαρτυρίου της, συνεχίζει την ιστορικήν της παράδοσι.
ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ