Αναπαλλοτρίωτη η πατρίδα
Του Δημήτρη Μαυρόπουλου
Αν, τότε και τώρα, ο κοσμοπολιτισμός ως αντίληψη αφορούσε, εικάζω, τις άρχουσες τάξεις, άλλωστε εκπήγαζε από αυτές, κάποτε και σήμερα, ο διεθνισμός ως ιδεολογία ανάγεται, υποθέτω, στις καταπιεσμένες, καταπιεζόμενες τάξεις, εξάλλου εκπορευόταν από ευάριθμες ομάδες διανοουμένων, επαναστατών.
Οπότε, ανέκαθεν, η πατρίδα αποτελούσε το αντίβαρο στη ζυγαριά της ιστορικής κίνησης και της κοινωνικής προόδου.
Όσον αφορά στον κοσμοπολιτισμό, η άρχουσα τάξη δεν ήταν πάντα και κυρίαρχη, είναι η περίπτωση της «τρίτης τάξης», της αστικής, πριν την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης του 1789.
Ενώ, όσον αφορά στο διεθνισμό, οι καταπιεσμένες, καταπιεζόμενες τάξεις επιχειρούσαν να γίνουν κυρίαρχες, είναι η περίπτωση της ρωσικής επανάστασης τον Οκτώβριο του 1917.
Η ηδονή του κοσμοπολιτισμού και η ιδέα του διεθνισμού, καθώς και η εξ αυτών σωματική απόλαυση και διανοητική ευχαρίστηση, απέβλεψαν να υπερβούν τη γη, το αίμα, δηλαδή τη φύση, και την απορρέουσα από αυτές ελευθερία, δηλαδή την ευθύνη, προτάσσοντας τη ρύθμιση του νόμου στις σχέσεις.
Στην πρώτη κατάσταση, στην συμπεριληπτική του κοσμοπολιτισμού και παραπληρωματική του διεθνισμού, κυρίαρχος ήταν ο αυτοκαθορισμός, η αυτοθέσμιση, μοιραίος στόχος η ασφάλεια, η ησυχία.
Στη δεύτερη κατάσταση, στο αυτούσιο, στο αυθεντικό του πατριωτισμού, θεμελιώδης ήταν ο ετεροκαθορισμός, η ετεροθέσμιση, απώτερος σκοπός η ελευθερία.
Εν τούτοις, κοσμοπολιτισμός και διεθνισμός, αφενός πάντα αφορούσαν προτεραιότητα ολιγάριθμων, παρέμειναν πρόταξη ευαρίθμητων, δεν κατάφεραν να υπερβούν την εστία, την απτή πραγματικότητα, και τον βωμό, την μεταφυσική πραγματικότητα.
Εν ολίγοις, να κοινωνήσουν με το υπέρλογο μεθυστικό, το αέναο υπερβατικό, το ανιδιοτελές θυσιαστικό, το εύχαρες αισθητικό.
Την αιωνιότητα, ο κοσμοπολιτισμός και ο διεθνισμός, αποπειρώντο να την προσκτήσουν με τη θνητότητα, γεωμετρικά με την ευθεία, κυρίαρχο το δικαίωμα στο «ενθάδε».
Ενώ, πίστη και πατρίδα δεσμεύονταν από την αθανασία, γεωμετρικά με τον κύκλο, δηλαδή υπέβαλλαν τη θυσία, κυρίαρχη η υποχρέωση στο «επέκεινα».
Κανένα καθεστώς που εστιάζεται και εδράζεται στην νεοτερικότητα, το πολλά υποσχόμενο υπαρκτοσοσιαλιστικό τότε, όπου δεσμευότανε στη διάθεση της αφθονίας των αγαθών και στη διαχείριση της σπάνιδος των προϊόντων, το οικτρά αποτυχημένο καπιταλιστικό σήμερα, όπου υπόσχεται τη διάθεση της αφθονίας των προϊόντων και τη διαχείριση της σπάνιδος των αγαθών, δεν κατάφερε να ακυρώσει το γενέθλιο τόπο, να αποποιηθεί το «νόστιμον ήμαρ», να απομακρύνει από την εναγώνια αναζήτηση της απάντησης του «θανάτω θάνατον πατήσας».
Πυξίδα στη διασάφηση της θέσης του πατριωτισμού έναντι του κοσμοπολιτισμού και του διεθνισμού, η δημοφιλία των τραγουδιών που κυριαρχούν, πρόσκαιρα, αποδεικνύεται και διαχρονικά, δηλώνουν αλλά και υποκρύπτουν, την προτεραιότητα της πατρίδας ως αδημιούργητης δημιουργίας, κάτι σαν το «πρώτον κινούν ακίνητον» του Αριστοτέλη, έναντι των κατασκευών.
Φτιαγμένα οικοδομήματα, όπως είναι τα καθεστώτα, υπαρκτοσοσιαλιστικά και κεφαλαιοκρατικά, γεννήματα της νεοτερικότητας, που από το 1990 συνωθούνται στην παγκοσμιοποίηση, δηλαδή στην άρση του έθνους, στην κατάργηση του συνόρου, στην αμφισβήτηση της ταυτότητας, ανδρός και γυναικός, στον υποσκελισμό της παράδοσης, στον αποχρωματισμό της ιδιοπροσωπίας, στην προτεραιότητα του ιδιωτικού χώρου έναντι του δημόσιου χώρου, στην αντικατάσταση της κυριαρχίας του έθνους και του λαού, με αυτό της πολυπολιτισμικότητας και των πολυεθνικών εταιρειών, σε οικονομικό επίπεδο, και των Μ.Κ.Ο., σε πολιτικό επίπεδο.
Οπότε, τα τραγούδια σπάνια είναι μια διαμαρτυρία στην επέλαση της νεοτερικότητας, όταν δεν την αμφισβητούν ευθέως, εμπεριέχουν και συσσωματώνουν το ανορθολογικό, το υπεραισθητό, αλλά τόσο οικείο, επιθυμητό και συναισθηματικά προσεγγίσιμο στον γηγενή, που παρουσιάζεται άλλοτε ως «πολίτης», κάποτε ως «σύντροφος».
Στην Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, λοιπόν, το δημοφιλέστερο ροκ συγκρότημα «Μπιέλο Ντούγκμε»(Bjelo Dugme – Άσπρο κουμπί) αποτόλμησε το 1986, έξι έτη μετά το θάνατο του Στρατάρχη Τίτο, να ηχογραφήσει το μουσικό άλμπουμ, με την σουρεαλιστική εικόνα στο εξώφυλλό του από την κινεζική «πολιτιστική επανάσταση», με τον τίτλο «Φτύσε και τραγούδησε, Γιουγκοσλαβία μου!», που εμπεριείχε το ομώνυμο τραγούδι.
Το τραγούδι, όχι μόνο συναγωνιζόταν τον «εθνικό ύμνο», «Ε! Σλάβοι», που ίσχυε την εποχή εκείνη, αλλά και όλα τα παρτιζάνικα τραγούδια που είχαν σχέση υποστηρικτική με την Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας.
Εξυμνούσε, λοιπόν, μια πατρίδα, που δεν ήταν άλλη από μητρυιά, αλλά τελικά ήθελε να ενέχει θέση μητέρας, για να υπάρξει ως πολιτικό καθεστώς.
Να μερικοί από τους στίχους του τραγουδιού:
«Φτύσε και τραγούδησε, Γιουγκοσλαβία μου! / Μητέρα και μητρυιά, / θλίψη μου και παρηγοριά, / καρδιά μου, γερασμένη σκύλα μου, / κυδώνι μου από το ράφι,/ νύφη μου, ομορφιά μου, / φτωχή βασίλισσά μου, / Γιούγκο, Γιούγκιτσε, / αυτό το ψωμί, να το σπάζω, Γιουγκοσλαβία μου, / για σένα και τις καλύτερες ημέρες, / άλογα ασέλωτα, / εδώ, αυτουνού που δεν μεγαλώνουν τα δόντια, / ε, τον θρηνεί η μάνα του, / εδώ, ποτέ δεν θα βρεθεί κλωστή, / όποιος δεν μαθαίνει να ουρλιάζει, / η Γιουγκοσλαβία στα πόδια, / τραγούδα για να σ’ ακούσουν, / όποιος δεν ακούει το τραγούδι, / θα ακούσει τη θύελλα,…».
Αν και υπήρξε, επίσης, ένα λαοφιλές τραγούδι με τίτλο «να ζήσει η Γιουγκοσλαβία», τραγουδήθηκε από την δημοφιλή Λέπα Μπρένα την «ημέρα της νεολαίας» το 1985, εντούτοις, η πατρίδα ταυτιζότανε με τον ήδη νεκρό ηγέτη – «Εδώ γεννήθηκε ο Στρατάρχης Τίτο / το υπερήφανο όνομά μας / σαν ήρωα όλος ο κόσμος τον ξέρει / ευλογημένη η χώρα που τον έχει / θα τον θυμούνται αιώνια, να ζήσει η Γιουγκοσλαβία» – και επιχειρούταν, μέσω των στίχων, ματαίως, το μνήμα, με τον ενταφιασμένο ηγέτη, να γίνει μνήμη συλλογική, ενωτική, εμβολή στο μέλλον.
Φυσικά, το πείραμα της Γιουγκοσλαβίας, μίας πολυεθνικής κοινότητας με κομμουνιστικό καθεστώς διακυβέρνησης δεν απέτυχε, διότι δεν υλοποίησε χυδαία την πρόταση «Στους Μουσουλμάνους τις γυναίκες, στους Κροάτες ο στρατός, στους Σέρβους την εξουσία».
Ούτε βέβαια γιατί πατήθηκε ο ερωτικός, κατά τα άλλα, όρκος «Σύντροφε Τίτο, εμείς σου ορκιζόμαστε, ότι από τον δρόμο σου δεν θα λοξοδρομήσουμε», αλλά γιατί προσέκρουε, καταρχάς, στην ριζωμένη αίσθηση της πατρίδας και, κατ’ επέκταση, στη βαθιά και ανομολόγητη επιδίωξη της ελευθερίας.
Μα και στη γειτονική Βουλγαρία, στο καιρό που την πρωτοκαθεδρία είχε το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με επιθετικό προσδιορισμό το «βουλγαρικός», ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο πολιτικό κόμμα ήδη με την επωνυμία του, Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, αλλοτριωνόταν, πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Στράτη Μυριβήλη, προτασσόταν η αγάπη προς την πατρίδα κι όχι τα διεθνιστικά φληναφήματα, που εξυπηρετούσαν απροκάλυπτα και βάναυσα τη σοβιετική εξωτερική πολιτική και την κομματική νομενκλατούρα που διαμορφώθηκε.
Ο δημοφιλής Εμίλ Δημητρόφ τραγούδησε το πλέον πασίγνωστο άσμα, το οποίο, ίσως, μόνο με αυτό της αδικοχαμένης Πάσα Χριστόβα «Ένα βουλγάρικο τριαντάφυλλο» μπορεί να συγκριθεί, όπου εξυμνούταν η πατρίδα και ο νόστος όσων την είχαν βίαια στερηθεί:
«Πόσες νύχτες δεν κοιμήθηκα / πόσους δρόμους περπάτησα / να επιστρέψω / πόσα τραγούδια τραγούδησα / πόσες θλίψεις έζησα / να επιστρέψω / στην όμορφη χώρα μου / μητέρα, πατέρας και γυναίκα / να αγκαλιάσω. / Κάτω από τον γενέθλιο ουρανό / με περιμένει το παιδί μου / να επιστρέψω / Πατρίδα μου, Βουλγαρία μου / αγάπη μου, Βουλγαρία μου / νοσταλγία μου, Βουλγαρία μου / σε σένα επιστρέφει αιώνια η αγάπη μου / ακόμα κι αν κάπου στον κόσμο / πεθάνω άγνωστος / θα επιστρέψω / στην όμορφη χώρα μου / στη χλόη και στη γη / να επιστρέψω / ας γίνω ανθισμένο κλωναράκι / γνωστός άνεμος / να με αγκαλιάσει / στο γενέθλιο τόπο μου / να με συναντήσουν με τραγούδια / αφού επιστρέψω… ».
Μα και στην χώρα μας ένα τραγούδι εντοπισμένο στην ίδια θεματολογία, την ίδια περίπου εποχή πάνω κάτω, γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα. Ο Μανώλης Ρασούλης με το τραγούδι του «Αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ», γραμμένο το 1984, θα υμνήσει το γενέθλιο τόπο, τη νοσταλγία για την Ελλάδα, εν τέλει την αλλοτρίωση του Έλληνα.
«Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ / και βαθιά σ’ ευχαριστώ / γιατί μ’ έμαθες και ξέρω / ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ / να πεθαίνω όπου βρεθώ / και να μη σε υποφέρω».
Εν τέλει, ούτε οι διαλυτικές ιδεολογίες, όπως είναι ο κοσμοπολιτισμός και ο διεθνισμός και τα φθονερά αποσπόρια τους, ούτε οι αποκρουστικές κοσμοπόλεις, κατά τον όρο του Όσβαλντ Σπένγκλερ, από την «Παρακμή της Δύσης», ούτε ο πλανερός καταναλωτισμός, κατάφεραν, να μείνει άφωνη η μοιρολογίστρα εμπρός στον νεκρό, να αλλοτριώσουν τον έρωτα της μητρικής γλώσσας, να σβήσουν τη δροσιστική αύρα της θάλασσας, να διαλύσουν τον ιερό καπνό από το αναμμένο τζάκι στην καπνοδόχο, να σιγήσουν τον απόηχο από την καλλίφωνη καμπάνα, να κάνουν να ξεχαστεί το πικρό ψωμί της φτώχειας και της ξενιτιάς, να αποξενώσουν τη μάνα για να πάψει ν’ αγκαλιάζει τρυφερά το παιδί της και να του σιγοψιθυρίζει «σπλάχνο μου» και «ρίζα μου», να στεγνώσουν τον ιδρώτα από το πρόσωπο του ανθρώπου που μοχθεί, να κάνουν να λησμονηθεί το αίμα που πότισε τη γη για την υπεράσπισή της.
Στην δίνη της απρόβλεπτης ζωής, οι ήρωες, οι σοφοί και οι άγιοι της πατρίδας, θα σταυρώνουν αναστάσιμα τη γέννηση και το θάνατο και θα στεφανώνουν σαν τον ήλιο και τον ίσκιο τη γυμνή ύπαρξη του ανθρώπου.