Home > Αρθρα > Αφιέρωμα στον Νίκο Κωνσταντινίδη Από τη Μέριμνα Ποντίων Κυριών Δράμας

Αφιέρωμα στον Νίκο Κωνσταντινίδη Από τη Μέριμνα Ποντίων Κυριών Δράμας

Αφιέρωμα στον Νίκο Κωνσταντινίδη

Από τη Μέριμνα Ποντίων Κυριών Δράμας

 

Πριν λίγες μέρες συγγενείς και φίλοι, αποχαιρετίσαμε τον αγαπημένο ποιητή της Δράμας Νίκο Κωνσταντινίδη, «στον άλλο κόσμο της πικρής σιωπής».

Ένας ταπεινός εργάτης του λόγου, ένα γλυκύτατος άνθρωπος. Η ποίησή του ήταν η ζωή του και η ζωή του ποίημα πικρό. «Όλη η ζωή μου ήταν όνειρο φυγής, ανάμεσα σε κύματα και ανέμους».

Ταξίδεψε «στην νήσο των μακάρων, μακριά απ’ τα τελούμενα».

Κοιμάται πια σε ύπνο βαθύ και ασάλευτο στην αγκαλιά των δικών του ανθρώπων, στο χώμα της πόλης που έζησε και αγάπησε και τραγούδησε και μακάρι «σπίνοι να κελαηδούν και να γεμίζουν με το φληνάφημά τους την θλιμμένη γη».

Θα τον θυμόμαστε πάντα με αγάπη και ευγνωμοσύνη για ό,τι μας χάρισε.

 

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ

 

Στην πόλη αυτή περπάτησα,

στα ερημικά της στενοσόκακα.

Δεν είχε ποτέ αξιώσεις η πόλη αυτή

να δείξει άλλο πρόσωπο.

Σ’ άλλους χρόνος είχε πολλά πηγαία νερά,

λεύκες, ιτιές και πλατάνους.

Είχε ένα μεγάλο πλήθος πελαργών.

Τα δειλινά της ήταν γεμάτα χρώματα, άυλοι ανθόκηποι.

Ένα ρολόγι μεγάλο στητό σε πύργο ρύθμιζε τις ώρες.

Τίποτε άλλο.

Σ’ αυτήν την πόλη έζησα∙ δε σκέφθηκα να φύγω σ’ άλλη.

Εδώ γνώρισα τον έρωτα χωρίς στα χέρια να ‘χω τίποτε.

Μα τίποτε! Ήταν μεστό ποτήρι πίκρας.

Τον αναζήτησα στους ασήμαντους δρόμους της.

Εδώ, στη μικρή μας πόλη άπλωσα τα φτερά της φαντασίας.

Εδώ σχεδίασα το υπόλοιπο του βίου μου ταξίδι.

Εδώ με βρήκε ο χειμώνας όπως τα σπίτια κλειστά που

μένουν, αφού τα εγκατέλειψαν οι ένοικοί τους.

Εδώ στην πόλη αυτή μένω ακόμα.

Εδώ ξημερώνει-βραδιάζει, ξημερώνει-βραδιάζει.

Εδώ θλιμμένες αντηχούν φωνές, όταν ο ήλιος χάνεται στη δύση

και τ’ αστεράκι του βραδιού σκάει πασίφωτο

στο μυστικό λυκόφως.

Ήταν το πεπρωμένο μου, στην πόλη αυτή να ζήσω.

Χωρίς ενθάρρυνση, χωρίς να περιμένω να ‘ρθει εκείνο,

που τα φτερά του θ’ άνοιγε πλατιά σαν ένας αλμπατρός…

 

(Οπτική Γωνία 16)

 

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

 

Μέσα στο πλήθος το πλατύ των ποιητών

αιφνίδια μου ‘ρθε να χωθώ ανάμεσά τους,

να δώσω όλο το είναι μου χωρίς κανείς να το ζητήσει.

Φωνή που δεν ακούστηκε μακριά,

αδύνατη φωνή, ισχνή μέσα στην τύρβη των φωνών.

Ωστόσο αδιάφορος γι’ αυτό συνέχισα να τραγουδώ

σαν τον μικρό Γαβριά του ποιητή Ουγκώ,

που ξένοιαστος στη νύχτα και στην παγωνιά

με δυνατή φωνή, ανέμελος έστελνε το τραγούδι του

στα σκοτεινά στενά του Παρισιού.

……………………………………………………………..

Πέρασαν οι καιροί και τα τραγούδια μου μαράγκιασαν,

ξεράθηκαν όπως τ’ ανθόπλεκτα τσαμπιά της ακακίας,

όπως μια λάκα με νερό το καλοκαίρι,

όπως οι παπαρούνες στις γωνιές των χωραφιών,

άφαντο τ’ άλικο τους χρώμα.

Ό, τι κάνει αρχή να ζεί, γρήγορα πεθαίνει.

Η μοίρα όλων, και των πιο λεπτών στιγμών,

είναι ο θάνατος, ο χαμός, η ανυπαρξία, η αφάνεια.

τα τραγούδια τον ίδιο δρόμο ακολουθούν,

γίνονται σκόνη,

τ’αγέρι που φυσά τα παίρνει μακριά

και τα σκορπίζει.

 

ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ…

 

Όταν πεθάνω,

θέλω να με θάψουν

στο κοιμητήριο ενός χωριού που φθίνει∙

ν’ ακούω τον σπίνο,

ν’ ακούω τ’ αγέρι στα φυλλώματα.

Να βλέπω τον αποσπερίτη.

Απρόσμενο, σταλμένο από χέρι αόρατο

θά ‘ρθει κι αθόρυβο, σεμνό

την σιωπηλή θωριά θ’ ανοίξει των ανθών του ένα λουλούδι,

-πλάνο ένα πέρασμα-

μια μυστική φωνή,

που θ’ αντηχεί το δειλινό τριγύρω

όταν χλωμός θ’ αγγίζει ο ήλιος του φθινόπωρου

τις κορυφογραμμές του μακρινού ορίζοντα:

Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε

την πίκρια της ζωής…

 

(Οπτική γωνία 18)

 

Χρύσα Παπαδοπούλου

 

Η Πρόεδρος της Μέριμνα Ποντίων Κυριών Δράμας