Home > νέα > Ένα ιστορικό ίδρυμα του μοντέρνου κινήματος αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου-Διάλεξη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας για το Ινστιτούτο Καπνού

Ένα ιστορικό ίδρυμα του μοντέρνου κινήματος αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου-Διάλεξη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας για το Ινστιτούτο Καπνού

Διάλεξη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας για το Ινστιτούτο Καπνού

Ένα ιστορικό ίδρυμα

του μοντέρνου κινήματος

αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου

Τρακοσοπούλου-Τζήμου: «Το μοναδικό στην Ελλάδα, Ινστιτούτο Καπνού, το οποίο λειτουργεί ως ερευνητικό κέντρο,

με στόχο την βελτίωση της καλλιέργειας και της επεξεργασίας του καπνού»

 

Του Θανάση Πολυμένη

ΤΟ ΒΡΑΔΥ της Δευτέρας 24 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δράμας «η διάλεξη της Δευτέρας» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας.

Το θέμα της διάλεξης ήταν το Ελληνικό Ινστιτούτο Καπνού στη Δράμα, Ίδρυση – Αρχιτεκτονική ανάλυση και προοπτικές αξιοποίησης, από την κα. Κορνηλία Τρακοσοπούλου-Τζήμου, Δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός, Επίτιμη Προϊσταμένη Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας, τέως διδάσκουσα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.

TRAKOSOPOYLOY TZHMOY

Σχετικά με το θέμα, η κα. Τρακοσοπούλου-Τζήμου, αναφέρθηκε με δηλώσεις της στον «Πρωινό Τύπο», επισημαίνοντας αρχικά, ότι το Ινστιτούτο Καπνού «είναι ένα ίδρυμα του Μεσοπολέμου, το οποίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον από πολλές πλευρές. Όχι μόνο από αρχιτεκτονική άποψη γιατί είναι ένα λαμπρό κτίριο του μοντέρνου κινήματος του Μεσοπολέμου, αλλά είναι εξαιρετικό και από άποψη τεχνολογίας και καινοτομίας. Γιατί είναι το πρώτο στην Ελλάδα, είναι το μοναδικό Ινστιτούτο Καπνού, το οποίο λειτουργεί ως ερευνητικό κέντρο, με στόχο την βελτίωση της καλλιέργειας και της επεξεργασίας του καπνού».

Η κα. Τρακοσοπούλου-Τζήμου, σημείωσε ιδιαίτερα ότι, τα κτίρια του Ινστιτούτου Καπνού, κατασκευάστηκαν «στην περίοδο του 1925 και μετά, στην ουσία μετά την Συνθήκη της Λωζάνης, όπου ήρθαν πολλοί πρόσφυγες στη Δράμα, ένας τεράστιος πληθυσμός, ο οποίος πρόσφερε φθηνά εργατικά χέρια για τα καπνεργοστάσια και πρόσφερε κόσμο για την καπνοκαλλιέργεια. Όμως δεν  υπήρχε καμία πολιτική για τον  καπνό.

Τα ανατολικά καπνά ήταν σπουδαία. Οι ποικιλίες που δούλευαν εδώ στην περιοχή ήταν μοναδικές, στο Νικηφόρο, στο Δοξάτο, στην Προσοτσάνη, αλλά δεν υπήρχε προώθηση, υπήρχε φοβερός ανταγωνισμός και το κράτος έπρεπε να λύσει αυτό το πρόβλημα.

Βέβαια, εκείνοι που το έλυσαν πρώτοι δεν ήταν το δημόσιο, αλλά οι Σύλλογοι Προστασίας του Ελληνικού Καπνού, που έγιναν με πρωτοβουλία των διαφόρων σωματείων που οργανώθηκαν σε μεγάλα καπνεμπορικά κέντρα όπως στην Καβάλα, στον Βόλο, στο Αγρίνιο και στην Ξάνθη. Αυτοί ήταν που είχαν την πρωτοβουλία και αυτοί ήταν που ξεκίνησαν να ιδρυθεί ένα κέντρο για τη βελτίωση του καπνού, ώστε να είναι ανταγωνιστικός.

Ο καπνός εκείνη την εποχή έφερνε πλούτο. Η εξαγωγή του έφερνε πάρα πολλά λεφτά στο δημόσιο, όσο κανένα άλλο προϊόν, από την άποψη ότι παλαιότερα ήταν η σταφίδα».

Αναφορικά με το πώς επελέγη ο χώρος, η κα. Τρακοσοπούλου – Τζήμου επισημαίνει: «Εδώ υπάρχει μια τομή και ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Αν σκεφτείτε ότι για πρώτη φορά, το δημόσιο επιλέγει ένα ερευνητικό κέντρο μακριά από κέντρα εξουσίας, ούτε δίπλα στη Θεσσαλονίκη, ούτε δίπλα στην Αθήνα. Βέβαια οι συνθήκες ήταν τέτοιες που το επέτρεψαν αυτό.

Φεύγοντας ο μουσουλμανικός πληθυσμός αφήνει εκτάσεις στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Βρίσκουν έκταση, την οποία αγοράζουν βέβαια, κάτι που δεν ήταν εύκολο εκείνη την εποχή να βρει κατάλληλη έκταση για ερευνητικό κέντρο. Να έχεις δηλαδή ύδρευση και νερό, ήταν κοντά οι πηγές της Ντράνοβας, μεγάλη έκταση για καλλιέργειες γιατί ως ερευνητικό κέντρο έπρεπε να έχει καλλιέργεια στο κτήμα του και πολλά άλλα».

Η κα. Τρακοσοπούλου-Τζήμου, αναφέρεται και στη σημερινή κατάσταση των κτιρίων του Ινστιτούτου Καπνού, τα οποία «είναι ανενεργά» και τονίζει: «Ευτυχώς που μέσα στο κεντρικό κτίριο λειτουργεί ένα κομμάτι του ΕΘΙΑΓΕ για τον καπνό που κάνει έλεγχο στα προϊόντα καπνού στη Βόρεια Ελλάδα, για τον προσδιορισμό νικοτίνης, υπάρχει η Σχολή Κρεοπωλών και πολλές εθελοντικές μονάδες, όπου κανένας απ’ αυτούς βέβαια δεν ασχολείται με την συντήρηση του κτιρίου».