Όταν οι άνθρωποι έπρατταν το καθήκον τους
Του κ. Δημητρίου Μαυρόπουλου
Κατά κανόνα, ο άπρακτος, ο αναβλητικός, και ο δειλός, ο άνανδρος, όταν θέλουν να δικαιολογήσουν τη στάση τους, δηλαδή την αδράνεια και την λιγοψυχία τους αντίστοιχα, ταυτίζουν τον εαυτό τους με τον κόσμο, την αρχή με το τέλος, το κίνητρο με το σκοπό, την επιθυμία με την πραγματικότητα.
Κατ’ εξαίρεση, η στασιμότητα και ο φόβος μπορεί να εντοπίζονται στην αφελή, ατελή συλλογιστική σκέψη ή στην ακρωτηριασμένη, ελλιπή εμπειρία του ατόμου, όταν, επί παραδείγματι, ταυτίζεται ο οίκος με την πόλη, ο συγγενής με τον συμπολίτη.
Το πλέον χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα των παραπάνω διαπιστώσεων, είναι από τους «Βίους παράλληλους» του Πλουτάρχου.
Ενώ ο Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου, παρεμπιπτόντως, τότε δεν υφίστατο Βόρειος και Νότιος Ήπειρος, αλλά ο χώρος ήταν ενιαίος γεωγραφικά, διότι, πρωτίστως, ήταν αδιαίρετος εθνολογικά, πολιτιστικά, γλωσσικά, δηλαδή ήταν χώρα, ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει στην Ιταλία, αυτός στη Δύση, όπως ο Αλέξανδρος στην Ανατολή, συζητάει με τον Κινέα.
Ο Θεσσαλός φιλόσοφος, ρήτορας και πολιτικός, υπήρξε σύμβουλος του Πύρρου.
Μέσω μιας σειράς ερωτήσεων και αντίστοιχων απαντήσεων, ενός επαγωγικού συλλογισμού, ο φιλόσοφος επιθυμεί να αποτρέψει την εκστρατεία στην ιταλική χερσόνησο.
Σε τι λοιπόν, θα χρησίμευε μία νίκη εναντίον των Ρωμαίων, ρωτάει ο Κινέας.
Στην κατάκτηση της πλούσιας Ιταλίας, απαντάει ο Πύρρος.
Κι όταν κατακτηθεί η Ιταλία;
Θα ακολουθήσει η Σικελία, είναι η απάντηση.
Άρα, όλα θα οριστικοποιηθούν εκεί, αποφαίνεται ο Κινέας, προδήλως αναμένοντας τη συνέχεια.
Φυσικά, όχι.
Το ένα κατόρθωμα θα διαδεχθεί το άλλο.
Θα κυριευθεί η Μακεδονία και θα κυβερνηθεί η Ελλάδα, ανταπαντά ανυποψίαστα και αβίαστα ο Πύρρος.
Ωραία λοιπόν, η επιτυχία των τιθέμενων στόχων σε τι θα αποβλέψει, ερωτά ακούραστα, καταιγιστικά ο Κινέας.
Ο Πύρρος ξεδιπλώνει τη σκέψη του: στην εξοικονόμηση χρόνου, για ανάπαψη και γιορτάσι, με ένα γεμάτο από κρασί ποτήρι.
Σίγουρα, ο Βασιλιάς, δεν περίμενε την απάντηση του συμβούλου του, ότι δηλαδή και χωρίς κόπους και θυσίες, απώλειες, τη στιγμή εκείνη απολαμβάναν την ξεκούραση και διασκέδαζαν με οινοποσία!.
Οπωσδήποτε, ο πόλεμος είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου, κατά το ηρακλείτειο «πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς».
Ο δε φιλειρηνισμός ως κίνημα, αποδείχτηκε ιστορικά, ότι εξυπηρετούσε τους ισχυρούς.
Φυσικά, εξαιρώ μία ισχνή «αριστοκρατία του πνεύματος» και δεν συζητάω για διανοητές, όπως ο Μπέρναρντ Ράσελ.
Βεβαίως, υφίσταται και η δόξα, η οποία δεν ταυτίζεται ούτε με την φιλοδοξία ούτε με την κενοδοξία μήτε και την ματαιοδοξία.
Θα έλεγα, ότι πέρα από κάθε προσδοκώμενη νίκη ή αναπάντεχη ήττα, από κάθε επιδιωκόμενη επιτυχία και απρόβλεπτη αποτυχία, κείται η δόξα.
Πρωτίστως, η ελευθερία, σε αυτήν στοχεύουν οι λίγοι και υποψιασμένοι, εκκινά από τον εαυτό και καταλήγει στον κόσμο, αλλά δευτερευόντως και η ασφάλεια, σε αυτήν αποβλέπουν οι πολλοί και ανυποψίαστοι, προέρχεται από τον κόσμο και τερματίζει στον εαυτό, υποστασιάζονται από τον πόλεμο.
Εν τέλει, η θυσία, του εαυτού, του χρόνου, της ενέργειας, του έχειν, εξασφαλίζει τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη.
Ειδικά, οι θιασώτες του δεύτερου ιδανικού, της ασφάλειας, οφείλουν να γνωρίζουν και να προβληματίζονται από το ομηρικό: «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες».
Η παραπάνω προεισαγωγή μου, στοχεύει να πλαισιώσει την παρουσιάση της αμφιβολίας ενός Έλληνα στρατιώτη στο αλβανικό μέτωπο το 1940, όταν διερωτώταν, πράγματι διστακτικά, ίσως λογικά αποφαινόμενος, δέσμιος της οικογενειακής του κατάστασης, άρα της πρότερης εμπειρίας του, γιατί να γίνεται ο πόλεμος, γιατί να υποφέρουν, γιατί να σκοτώνονται οι άνθρωποι. Απώτερα, ο στρατιώτης είχε υπόψιν την κατάσταση της ειρηνικής ζωής.
Απανωτά, λοιπόν, πολλά «γιατί», που αναζητούσαν οριστικά, κάποια ή ένα «επειδή».
Μολονότι, ο προβληματισμός του στρατευμένου έχει δοθεί λογοτεχνικά και αποτυπώθηκε σε ένα Αναγνωστικό του παλαιού καιρού, δέχομαι, αυτονόητα, ότι υφίστατο πραγματικά.
Ήταν Ιανουάριος του 1941 και το ψύχος άγγιζε τους 10 βαθμούς υπό του μηδενός.
Λόχος στρατιωτών φυλάσσει υψώματα του Μπόγραδετς.
Ομάδα μιας διμοιρίας αναλάμβανε, με επικεφαλή κάποιον λοχία, ονόματι Στυλιανό, καταγόμενο από τη Μυτιλήνη, να στήνει ενέδρες στον εχθρό.
Η ομάδα ανήκε σε διμοιρία που πολέμησε στην πολύνεκρη μάχη του Ιβάν – Μοράβα και παρήλασε από την κεντρική οδό της Κορυτσάς.
Επιπλέον, πέραν του εμπειροπολέμου, ο λόχος δεν είχε αποδεκατιστεί από κρυοπαγήματα και ασθένειες.
Ο λοχαγός τούς εμπιστευόταν και οι ίδιοι ήταν υπερήφανοι για την αποστολή τους.
Παραφωνία αποτελούσε στρατιώτης, ονόματι Στρατής, ο οποίος ήταν γιος χήρας.
Κάποια στιγμή, ο αμφισβητίας στρατιώτης, όχι όμως και αντιρρησίας, διατυπώνει προς τον συνάδελφό του, δάσκαλο την εποχή της ειρήνης, πέραν των επαναλαμβανόμενων «γιατί», για τον πόλεμο, την εικασία «Τι θα εγίνετο, εάν αφήναμεν τους Ιταλούς να περάσουν εις την Ελλάδα…».
Εκ των υστέρων, εμείς γνωρίζουμε σήμερα τι έγινε, διότι ακολούθησε η τετραπλή κατοχή, με όλα τα επισωρευμένα δεινά της, ενώ αντίθετα ο αμφισβητίας μπορούσε μόνον να εικάσει το μέλλον, το οποίο το εκλάμβανε θετικά.
Η «βλάσφημη» αντίρρηση, κατά τον δάσκαλο, πνίγηκε στους πυροβολισμούς της επακολουθήσασας μάχης.
Εν τέλει, με το «εφ’ όπλου λόγχη» και την ιαχή «αέρα», αιχμαλωτίστηκε ο εχθρός του φυλακίου.
Κάπου, όμως, ο αμφισβητίας θεάθηκε να κοιτά επίμονα ένα καρτ ποστάλ.
Η δειλή και ντροπαλή φωνή του πρόδιδε τα άγνωστα στους άλλους αισθήματα που τον διακατείχαν.
Στο καρτ ποστάλ εικονιζόταν ο Παρθενώνας, επί του οποίου κυμάτιζε μία ιταλική σημαία και κάτω έγραφε λατινικά: «Ζήτω η Ιταλική Αυτοκρατορία».
Ο δάσκαλος αφενός θα ανακεφαλαιώσει τι θα γινόταν αν επιτρεπόταν στον εχθρό να εισέλθει ανενόχλητος, ειρηνικά στο πάτριο έδαφος, η ιταλική σημαία θα κυμάτιζε στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως, και αφετέρου προτρέπει τον συνάδελφό του να σκεφτεί και τι άλλο θα ακολουθούσε, όπως και αναπότρεπτα συνέβη μετά την επέμβαση των γερμανικών στρατευμάτων.
Ο δάσκαλος τον λυπήθηκε, διότι διέκρινε στον Στρατή τη ντροπή, για τις πρότερες αμφιβολίες του, και ταυτόχρονα για τον δικαιολογημένο θυμό του.
Πιθανόν, αφενός η εμπειρία που προερχόταν από την κατάσταση της μονογονεϊκής οικογένειας του, γιος μίας μάνας χήρας, και αφετέρου η ευπιστία, η αφέλεια, ότι ο εχθρός ήθελε να είναι ή να γίνει φίλος, αλλιώς ο λύκος ως σκύλος να φυλάξει τα πρόβατα, τον έκανε προς στιγμήν να αμφιβάλει.
Σε καμία περίπτωση, ο λόγος του στρατευμένου δεν ήταν απόρροια της διαπαιδαγώγησής του και δη της σχολικής του εκπαίδευσης, διότι εκείνο που διδασκόταν ήταν το πνεύμα της φιλοπατρίας, της ελευθερίας και του ηρωισμού.
Η ανάνηψη ήρθε νοητά, με την επικείμενη θέα του μέλλοντος.
Γνώση και πίστη, πραγματικότητα και μεταφυσική, δομούν τον άνθρωπο και νοηματοδοτούν το «είναι», προδιαγράφουν το «γίγνεσθαι».