Γενοκτονία ή Εθνοκάθαρση;
Της Κ.Σ. Παπαδοπούλου, Γεωπόνου
«Μπαίνουν οι Τσέτες σφάζοντας
όσους δεν προφταίνουν τα καΐκια
στο λιμάνι, και έπεσε στη θάλασσα
κρατώντας κατάστηθα το βόλι»
Κωστής Μοσκώφ
19 Μαΐου 2017. Μια ακόμη επέτειος Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού. Πέρασαν είκοσι τρία χρόνια από τότε που καθιερώθηκε η 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας από τη Βουλή των Ελλήνων και όχι ως Αναγνώριση. Από τότε η Ελληνική Πολιτεία είναι παρούσα – απούσα. Κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της. Διαχρονικά από τότε έως σήμερα το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών τι έκανε, για να γνωστοποιηθή στα «Πολιτισμένα Κράτη» το ανοσιούργημα αυτό;
Αξίζει να αναφέρουμε ποιες είναι οι χώρες, οι πολιτείες των ΗΠΑ, διεθνείς θεσμοί και πόλεις, που έχουν αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Ποντίων έως τις 18 Μαΐου 2016:
Η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (IAGS International Association of Genocide Scholars) με βαρυσήμαντο ψήφισμά της στις 15 Δεκεμβρίου 2007 ανεγνώρισε τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Σε αναγνώριση προέβη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2006.
Η Κύπρος ήταν η πρώτη χώρα, που αναγνώρισε τη Γενοκτονία με απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 19 Μαΐου 1994 και έκτοτε τιμά τη μνήμη των θυμάτων.
Στις 11 Μαρτίου 2010 η Σουηδία προχώρησε στην αναγνώριση των Γενοκτονιών των χριστιανικών πληθυσμών Ελλήνων, Αρμενίων και Συροχαλδαίων, με απόφαση της Βουλής. Πέντε χρόνια αργότερα στις 24 Μαρτίου 2015 η Αρμενία έστειλε το μήνυμα με αντίστοιχη απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Αρμενικής Δημοκρατίας και στις 9 Απριλίου 2015 και η Ολλανδία αναγνώρισε τη Γενοκτονία.
Ακόμη τη Γενοκτονία αναγνώρισαν Πολιτείες των ΗΠΑ ως εξής: Νέα Υόρκη 19 Μαΐου 2002, Νιού Τζέρσεϊ 2 Σεπτεμβρίου 2002, Κολούμπια 8 Δεκεμβρίου 2002, Νότια Καρολίνα 10 Ιανουαρίου 2003, Τζόρτζια 3 Φεβρουαρίου 2003, Πενσυλβάνια 12 Δεκεμβρίου 2003, Φλόριντα 20 Απριλίου 2005, Κλήβελαντ 11 Μαΐου 2005, Ρόουντ Άιλαντ 2008, Ιντιάνα Δεκέμβριος 2014, Νότια Ντακότα 26 Φεβρουαρίου 2015, Δυτική Βιρτζίνια 24 Απριλίου 2016.
Πολιτείες της Αυστραλίας, που έχουν προβεί σε αναγνώριση είναι η Νότια Αυστραλία 30 Απριλίου 2009 και η Νέα Νότια Ουαλία το Μάιο του 2013 με αποφάσεις της Γερουσίας και της Βουλής.
Τέλος η πόλη του Τορόντο του Καναδά προχώρησε στην αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων στις 4 Μαΐου 2016.
Τελευταία στις 7 Οκτωβρίου 2016, ας είναι καλά οι ομογενείς μας, και η πόλη της Οτάβας που είναι πρωτεύουσα του Καναδά ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Εθνικού Κογκρέσου και προκήρυξε την 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου».
Παρά την υπονόμευση «από μέσα» η συγκομιδή δεν είναι και τόσο φτωχή. Αξίζει να αναφερθούν δυο σημαντικές εκδηλώσεις, που προγραμματίσθηκαν για αυτές τις ημέρες.
Η Διεθνής Συνομοσπονδία Ποντίων Ελλήνων οργανώνει εκδήλωση στη Βουλή των Λόρδων της Μεγάλης Βρετανίας στο Λονδίνο την Τετάρτη 24 Μαΐου. Υποστηρικτής της εκδήλωσης εκ μέρους της Βουλής των Λόρδων είναι ο Lord Stone of Blackheath, του οποίου το ενδιαφέρον για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της Ανατολής αυξάνει συνεχώς, ενώ ο ίδιος έχει μετατραπεί σε έναν από τους θερμότερους υποστηρικτές του αγώνα για την αναγνώρισή της στη Μεγάλη Βρετανία.
Υπό την αιγίδα της Αρχιεπισκοπής Κύπρου και της Προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας διοργανώθηκε στις 17 Μαΐου, από την Παγκόσμια Συντονιστική Επιτροπή Ποντιακής Νεολαίας και το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Διεθνές Συνέδριο με θέμα: «Πόντος-Κύπρος, μια Ιστορία, ένας Πόνος» στο Δημοτικό Θέατρο Λάρνακα. Ένα αόρατο νήμα πόνου και μαρτυρίου, αλλά και ένας υπαρκτός και διαρκής αγώνας για την ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας συνδέει τους δυο αυτούς τόπους.
Γενοκτονία ή Εθνοκάθαρση; Στον απαίδευτο πρώην υπουργό Παιδείας και τους συν αυτώ, που μιλούν για Εθνοκάθαρση συστήνω να μελετήσουν το άρθρο 2 της Σύμβασης «για την πρόληψη και την καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας», που ομόφωνα υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών στις 9/12/1948 και επικύρωσαν το Ελληνικό Κοινοβούλιο το 1954 και η Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας το 1965.
Εκεί λοιπόν ορίζεται ότι το Έγκλημα της Γενοκτονίας συνιστά κάθε μία από τις παρακάτω πράξεις, όταν διαπράττονται με πρόθεση καταστρεπτική, ολική ή μερική μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας:
α. εγκλήματα κατά μελών της ομάδας,
β. σοβαρές προσβολές κατά της φυσικής ή πνευματικής ακεραιότητας των μελών της ομάδας,
γ. εκ προθέσεως υποβολή των μελών της ομάδας, σε συνθήκες διαβίωσης, που οδηγούν στη φυσική τους καταστροφή, ολική ή μερική,
δ. μέτρα που τείνουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων των μελών της ομάδας και
ε. μεταφορά παιδιών της ομάδας και παράδοσή τους σε μέλη άλλης ομάδας.
Η Γενοκτονία αποτελεί έγκλημα κατά την ανθρωπότητας είτε διαπράττεται σε καιρό ειρήνης ή σε καιρό πολέμου και είναι απαράγραπτο.
Καταθέτω δυο από τα χιλιάδες φρικιαστικά συμβάντα μήπως και συγκινηθούν οι αρνητές της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Από τη θαυμάσια έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών «Έξοδος Τόμος Ε’» μαρτυρίες από τον Δυτικό Παράλιο Πόντο, που πραγματοποιήθηκε από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) με την ευγενική υποστήριξη, του Ιδρύματος Λεβέντη παραθέτω μια από τις 162 μαρτυρίες (σελ. 361).
«Βλέπω γύρω γύρω από την πλατεία ανθρώπους στη σειρά χωρίς να πατάνε στη γη».
Μαρτυρία Στέλιου Καραχισαρλή (Πτολεμαΐδα)
Κάποιο πρωί του 1916 από νωρίς βγήκα στο Κασαπά Μεϊτάν (=πλατεία Αγοράς) της Σαμψούντας για ψώνια. Λίγο αργότερα, όταν άπλωνε η μέρα, κατέβαιναν και από τα χωριά γύρω και η κυκλοφορία ήταν δύσκολη από το συνωστισμό. Για να αποφεύγω την ταλαιπωρία αυτή, συνήθιζα πάντα νωρίς να κάνω τα ψώνια μου, ως μαθητής, που ζούσα στη Σαμψούντα. Όπως ήμουν δε ντροπαλός ποτέ δεν κοίταζα γύρω μου ούτε και ψηλά.
Έτσι το πρωινό αυτό, καθώς βγήκα στην αγορά για ψώνια, βλέπω γύρω γύρω από την πλατεία ανθρώπους στη σειρά χωρίς να πατάνε στη γη. Απείχαν τα πόδια τους μισό μέτρο από το έδαφος. Το γεγονός αυτό με κίνησε την περιέργεια να σηκώσω το βλέμμα μου ψηλά, και τότε είδα πως οι άνθρωποι αυτοί ήταν κρεμασμένοι από πρόχειρες καρμανιόλες γύρω γύρω στην πλατεία.
Πόσοι ήταν από το φόβο μου δεν μπόρεσα να μετρήσω, ούτε ρώτησα να μάθω, πάντως πολλοί ήταν οι κρεμασμένοι. Τρομοκρατημένος από το φρικτό θέαμα γύρισα πίσω στο σπίτι μου και δεν βγήκα έξω επί τρεις μέρες χωρίς να ζητήσω να φάγω.
(Καταγραφή Αλέξης Ιωακειμίδης, 29/1/1956)
Το δεύτερο συμβάν στο Πάτλαμα της Κερασούντας ακόμη πιο απεχθές και αποτρόπαιο. Αρύομαι τα στοιχεία από το βιβλίο του Γεωργίου Λαμψίδη «Τοπάλ Οσμάν».
Το Πάτλαμα είναι μια πολίχνη κοντά στη θάλασσα, που απέχει ένα τέταρτο της ώρας από την Κερασούντα. Δεν θα είχε καμία αξία για την ιστορία μας, αν εκεί δεν υπήρχε μία εκκλησία: ο Άγιος Γεώργιος. Οι ιστορικοί που περιέγραψαν την τελευταία περίοδο του Ελληνικού Πόντου, δεν μπορούν να ξεχάσουν τον Άγιο Γεώργιο του Πάτλαμα για την φρίκη, την κατάντια, τον εξευτελισμό της αξιοπρέπειας, που υπέστησαν οι άνθρωποι στον ιερό εκείνο χώρο. «Και αυτοί οι δαίμονες της κολάσεως θα έφριττον ενώπιον της τοιαύτης σκηνής…» αναφέρει έντρομος ο Γ.Κ. Βαλαβάνης, που τα γεγονότα τα έζησε από πολύ κοντά.
Οι εκτοπισμοί και οι απελάσεις των Ελλήνων με τις οικογένειές τους δήθεν «λόγω πολεμικών αναγκών» βρίσκονταν στην έντασή τους. Πολλοί δραπέτευαν από τις συνοδείες και διασκορπίζονταν σε διάφορες πόλεις, ιδίως στην Κερασούντα. Κάθε μέρα οι Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν διέτρεχαν την πόλη και ξεκαθάριζαν πρόσφυγες, που ήταν εγκαταλειμμένοι στις αχυρώνες, στους σταύλους και στα καμπαναριά. Όσες από αυτές τις οικογένειες των προσφύγων κατόρθωνε να συλλάβει ο στρατός και η χωροφυλακή, τις μετέφερε αμέσως στον Άγιο Γεώργιο του Πάτλαμα.
Όμως ας αφήσουμε τον μακαριστό Μητροπολίτη Ζιχνών και Νευροκοπίου Αγαθάγγελο Τσαούση (κοιμήθηκε το 1965) να ανοίξει την αυλαία της τρομερής αυτής κολάσεως.
Δώδεκα οικογένειες από το χωριό Χόψα της Αργυρουπόλεως, που βρίσκονταν ανάμεσα στους χιλιάδες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Κερασούντα, αποφάσισαν να φύγουν κρυφά για τις ρωσικές γραμμές. Η απόφασή τους φυσικά ήταν εξαιρετικά παράτολμη γιατί και η απόσταση ήταν μεγάλη και οι κίνδυνοι στο δρόμο πολλοί. Όμως ο άνθρωπος προτιμά το παράτολμο, όταν δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από τον θάνατο.
Έτσι ένα πρωινό βροχερό και παγωμένο τον Απρίλιο του 1917 ξεκίνησαν οι δώδεκα οικογένειες για την σωτηρία ή το θάνατο χωρίς κανένα εφόδιο. Αφού ταλαιπωρήθηκαν μέσα στα χιόνια και το κρύο για μέρες και είδαν και αποείδαν, ότι οι ρώσοι, είχαν σταματήσει στον ποταμό Χαρσιώτη και δεν προχωρούσαν δυτικά, αποφάσισαν να τραβήξουν για το Καραχισάρ και ό,τι βρέξει.
Τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν, παρουσιάστηκαν μπροστά τους τζανταρμάδες και ζήτησαν την άδεια μετακινήσεώς τους. Όμως τέτοια άδεια δεν είχαν. Οι στρατιωτικές αρχές της Κερασούντας έδωσαν εντολή να επιστρέψουν οι οικογένειες αυτές συνοδεία τζανταρμάδων. Βάδιζαν όλη την ημέρα και προς το βράδυ έφτασαν στα πρώτα σπίτια της μαρτυρικής πόλεως, όπου οδηγήθηκαν στην αυλή των φυλακών και εκεί κούρνιασαν τρέμοντας, για να ησυχάσουν λίγο.
Ύστερα από δυο ώρες παρουσιάστηκε, μπροστά τους ένας αξιωματικός. Οι Έλληνες βρεγμένοι και νηστικοί, χάρηκαν όταν είδαν αξιωματικό. Έτρεξαν κοντά του, για να τον παρακαλέσουν να τους βάλει στη φυλακή, για να σωθούν! Όμως οι τεμενάδες και οι θερμές παρακλήσεις, που του κάνανε, δεν ωφέλησαν σε τίποτε. Ο Τούρκος αξιωματικός μόλις τους αντίκρισε, τους ρώτησε από πού είναι και όταν του είπαν ότι είναι από τα χωριά της Αργυρούπολης έγινε έξω φρενών και άρχισε να τους βρίζει και να τους απειλεί με τουφεκισμούς και με σφαγές. «Την πατρίδα σας δεν θα την ξαναδείτε» τους είπε με οργή. «Θα σας πετσοκόψει, όλους ο Τοπάλ Οσμάν». Τους έβρισε χυδαία, απώθησε τις γυναίκες, που τον παρακαλούσαν και έδειρε δυο-τρεις άνδρες, που τόλμησαν να του ζητήσουν μια στέγη να στεγνώσουν και να ζεσταθούν. «Θα σας στείλω, τους είπε, σε μια καλή στέγη, για να ησυχάσετε για καλά…»
Έγραψε ένα σημείωμα που το έδωσε στους χωροφύλακες και τους διέταξε να μεταφέρουν τους βρωμορωμηούς στο Πάτλαμα. Οι χωροφύλακες με τους υποκοπάνους άρχισαν να τους χτυπούν και να τους σπρώχνουν να βγουν έξω από το προαύλιο των φυλακών. Παρά τη συνεχιζόμενη βροχή και το σκοτάδι που τύλιξε τα πάντα, οι δυστυχισμένες οικογένειες σε άθλια κατάσταση ξεκίνησαν για το Πάτλαμα. Κάπως τότε πήραν θάρρος. Πίστεψαν πως στο Πάτλαμα θα έβρισκαν στέγη, τροφή και λίγη φωτιά να ζεσταθούν. Όμως η διάψευση των ονείρων τους ήρθε πολύ σύντομα. Μόλις έφθασαν στο Πάτλαμα οδηγήθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Η εκκλησία δεν ήταν μεγάλη, χωρούσε μόλις 200 ανθρώπους όρθιους. Αυτό δεν τους πείραξε, θα βολεύονταν μέσα στην εκκλησία – ήταν δεν ήταν 60 άτομα – και θα ξάπλωναν τουλάχιστον να ζεσταθούν και να στεγνώσουν.
Όταν μπήκαν στον αυλόγυρο της εκκλησίας, αντίκρισαν έναν τζανταρμά να στέκεται φρουρός στην πόρτα και να κρατάει με ένα μαντήλι τη μύτη του. Μόλις άνοιξε η πόρτα, τους έσπρωξε με τον υποκόπανο ο τζανταρμάς να μπουν γρήγορα μέσα.
Βρώμα, μπόχα, αλαλαγμοί και θρήνοι ήταν τα πρώτα που τους υποδέχτηκαν, μόλις άνοιξε η πόρτα της εκκλησίας. Βρώμα ακαθαρσιών, βρώμα πεθαμένων, βρώμα καπνιάς, βρώμα ανυπόφορη, σκοτάδι. Πατούσαν σπρωχνόμενοι από τους άλλους πίσω, πάνω σε ανθρώπινα σώματα, που άλλοι τους έβριζαν και άλλοι ήταν άφωνοι – ήταν πτώματα. Άνθρωποι ήταν κουλουριασμένοι παντού. Ήταν παντού το αδιαχώρητο. Πάνω από 300 άτομα – ζωντανοί και πεθαμένοι – ήταν κλεισμένοι σ’ αυτό το μικρό χώρο, που χωρούσε μόνον 200 και αυτούς όρθιους.
Παρ’ όλον ότι ήταν νύχτα, όλοι σχεδόν ήταν ξυπνητοί. Φώναζαν, έκλαιγαν. Παρακαλούσαν τους τζανταρμάδες να τους βγάλουν και να τους ρίξουν στη θάλασσα. Άλλοι παρακαλούσαν το Θεό να τους πάρει, να γλυτώσουν από αυτή την κόλαση. Άλλοι πάλι έβριζαν. «Συνεχώς έβριζαν και βλασφημούσαν».
Κοντά τους ήταν μια γριά, που πάλευε με τον θάνατο, από την πείνα… Σε λίγο σώπασε. Παρέκει ήταν ένας γέρος, που είχε δίπλα του μια νέα γυναίκα, την θυγατέρα του που ήταν αναίσθητη. Ο γέρος δεν ήξερε τι να κάνει, την κουνούσε, της μιλούσε. Αυτή τίποτε. Ύστερα, σαν να φωτίσθηκε από μια ιδέα, έβγαλε από το ένα πόδι του το τσαρούχι, που το έκοψε σε μικρά κομματάκια μ’ ένα μικρό μαχαιράκι και έδωσε ένα στην κόρη του.
- Συμέλα, να τρως.
Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της και άρχισε να μασάει αργά, αλλά με βουλιμία το κομμάτι του τσαρουχιού. Ζήτησε κι άλλο, κι άλλο. Τον γέρο τον πήραν είδηση άλλοι, οι οποίοι άρχισαν το ίδιο. Οι άνθρωποι μεταβλήθηκαν σε πεινασμένα τσακάλια, και καταβρόχθισαν τα τσαρούχια τους.
Η Κυριακή Τσαούση του Παύλου, συγγενής του μακαριστού Μητροπολίτη Αγαθαγγέλου Τσαούση ο οποίος μας δίνει αυτές τις φριχτές εικόνες, βλέποντας αυτά τα φοβερά είπε σιγανά:
- Καλά που ‘κι τρώγνε και τ’ αποθαμέν’τς.
Την πείνα την έκανε χειρότερη η απερίγραπτη ακαθαρσία μέσα στο Ναό. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να βγει για την φυσική του ανάγκη. Όσους πέθαιναν, τους έβαζαν μέσα στο Ιερό άταφους. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη.
«Τούρκος ιατρός ο Απτούλ Βεχάπ», αναφέρει ο Αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης στο βιβλίο του «Ο Πόντος ανά τους αιώνας» σελ. 183 περιγράφοντας την κόλαση του Πάτλαμα, «διαταχθείς προς τήρησιν των προσχημάτων να επισκεφθή τον ναόν και τους εν αυτώ και μη δυνηθείς να πλησιάση ένεκα της αναδυομένης πυκνής δυσοσμίας, απεστράφη εξ αποστάσεως και επανελθών εδήλωσεν, δι’ εκθέσεως προς τας Αρχάς της Κερασούντος, ότι εκεί είναι μακελλείον – μακτελχανέ. Η αγριότης δεν είχεν όρια».
Την επομένη με την ανατολή άνοιξε η πόρτα της κολάσεως. Οι εισελθόντες ήταν 12. Ο αριθμός 500 όμως δεν είχε συμπληρωθεί ακόμα. Είχε δοθεί διαταγή από τον στρατιωτικό διοικητή προς την χωροφυλακή, ότι μόλις συμπληρωθούν 500 άτομα οι έγκλειστοι να απελαθούν προς Τοκάτ. Ο αριθμός αυτός εύκολα μπορούσε να συμπληρωθεί σε μία και μόνον ημέρα, διότι οι πρόσφυγες ήταν πολλοί. Σκοπίμως όμως δεν τον συμπλήρωναν, για να αποδεκατισθούν από τις αρρώστιες και την πείνα. Ήταν σατανικό το σχέδιο του διοικητή. Ο αριθμός 500 δεν γινόταν να συμπληρωθεί, γιατί όσοι έμπαιναν άλλοι τόσοι πέθαιναν μέσα στο Ναό.
Η συνέχεια της διήγησης μου είναι δύσκολη.
Πόσοι έζησαν από την κόλαση του Πάτλαμα; Πολύ λίγοι. Γιατί ενώ καθημερινά έφερναν νέους, οι νεκροί αραίωναν τις τάξεις των ζωντανών. Ο Πανάρετος Τοπαλίδης γράφει ότι περίπου 3000 Έλληνες βρήκαν το θάνατο εντός του Ναού του Πάτλαμα.