Ο γλωσσολόγος Χάρης Συμεωνίδης μιλάει στον «Πρωινό Τύπο»
Ένας Δραμινός διδάσκει
στις ΗΠΑ τη γλώσσα
των Γκουαρανί της Παραγουάης!!!
Το να μιλάς μία ξένη γλώσσα διευρύνει τους ορίζοντές σου
και τον τρόπο που βλέπεις την πραγματικότητα
Του Θανάση Πολυμένη
Ο ΧΑΡΗΣ Συμεωνίδης, είναι ένας άνθρωπος που υποστηρίζει ότι, «με επιμονή, υπομονή και πολλή δουλειά, φτιάχνεις την τύχη σου». Και όχι μόνο το υποστηρίζει, αλλά το έχει κάνει και πράξη. Σήμερα, ο Χάρης Συμεωνίδης, ξεκινώντας κάποτε από τη Δράμα, έφτασε να είναι καθηγητής Γλωσσολογίας και να κατέχει μόνιμη έδρα στο Πανεπιστήμιο του Κεντάκι στις ΗΠΑ, στο Τμήμα Ισπανικών Σπουδών.
Παράλληλα, από το 2010, είναι βασικός συνεργάτης καθηγητής ενός μεταπτυχιακού προγράμματος για ξένες φιλολογίες στο πανεπιστήμιο Middlebury του Βερμόντ του Μπουένος Άιρες.
Ο κ. Συμεωνίδης, ευγενώς δέχθηκε να μιλήσει στον «Πρωινό Τύπο» απαντώντας στις ερωτήσεις μας. Όπως επισημαίνει μάλιστα μεταξύ άλλων, «οι ευκαιρίες και τα όνειρα σήμερα δεν βρίσκονται απαραίτητα στα στενά σύνορα μίας χώρας αλλά ίσως κάπου έξω. Η σημερινή εποχή μας χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση που σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε ελαστικοί κι ανοιχτοί στις προκλήσεις».
Την ευκαιρία να φύγει από τη Δράμα στο εξωτερικό και να σπουδάσει αγγλικά, του τη δίνει ένας θείος του που έμενε στη Γερμανία. Τελικά, μαθαίνει να μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά και γκουαρανί!
[Και φυσικά η ελληνική γλώσσα μεταβάλλεται κι αλλάζει. Δε θα έλεγα ότι αλλοιώνεται. Η κάθε γλώσσα μεταβάλλεται κι αλλάζει. Όταν μία γλώσσα σταματά να μεταβάλλεται, σημαίνει ότι έχει πεθάνει. Το μέλλον της ελληνικής γλώσσας θα καθοριστεί από τους ίδιους του ομιλητές της.]
Ο Χάρης Συμεωνίδης, είναι από τους ανθρώπους που αποδεικνύουν ότι, η επιμονή, η υπομονή και η πολλή δουλειά, φέρνουν αποτελέσματα και σε οδηγούν στο δρόμο που επέλεξες να διαλέξεις. Και όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «οι νέοι μπορούν να βρουν αυτό που τους αρέσει πραγματικά, αλλά το δύσκολο στην όλη διαδικασία είναι να το ακολουθήσουν γιατί αυτό απαιτεί θυσίες. Πολλοί άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν θυσίες γιατί αυτό σημαίνει να «ξεβολευτούν» από τις ευκολίες που τους προσφέρει ο οικογενειακός κύκλος αλλά η ίδια τους η χώρα».
κ. Συμεωνίδη, πότε φύγατε από την γενέτειρα πόλη, τη Δράμα και πώς τελικά καταλήξατε στις ΗΠΑ και στο Τμήμα Ισπανικών Σπουδών;
«Μετά τις πανελλήνιες εξετάσεις το 1986 δεν πέτυχα στις σχολές Αγγλικής Φιλολογίας που επιθυμούσα τόσο να περάσω. Δεν ήθελα επίσης να πάω στις σχολές στις οποίες είχα περάσει και μίλησα με τους γονείς μου εκφράζοντάς τους την επιθυμία να πάω στο εξωτερικό για να πραγματοποιήσω το όνειρο μου να σπουδάσω Αγγλική Φιλολογία. Μέσα μου ήθελα πολύ να σπουδάσω έξω από την Ελλάδα για να ζήσω μία άλλη πραγματικότητα την οποία γνώριζα μέσα από την τηλεόραση. Έβλεπα πανεπιστήμια τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τις υποδομές των ελληνικών πανεπιστημίων. Οι γονείς μου δέχτηκαν κι αρχίσαμε να βλέπουμε πανεπιστήμια του εξωτερικού, ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία.
Δυστυχώς, όμως, τα δίδακτρα στη Μεγάλη Βρετανία ήταν πολύ υψηλά εκείνα τα χρόνια γιατί δεν υπήρχε ακόμη η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οπότε βρεθήκαμε σε αδιέξοδο γιατί ήταν αδύνατο για τους γονείς μου να μπορέσουν να με στηρίξουν οικονομικά στη Μεγάλη Βρετανία. Εκείνο το καλοκαίρι ήρθε για διακοπές στην Ελλάδα, όπως κάθε χρόνο, ο αδερφός της μητέρας μου που ζούσε χρόνια στη Γερμανία. Βλέποντας ότι κάποιος από την οικογένεια μας ήθελε να σπουδάσει, προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει να σπουδάσω στη Γερμανία αν το ήθελα.
Πρέπει να αναφέρω ότι τα παιδιά του, αν και είχαν την δυνατότητα να σπουδάσουν, δεν το έκαναν και το όνειρο του θείου μου ήταν να σπουδάσει κάποιος από την οικογένειά μας. Μετά από έρευνα του θείου μου σε γερμανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα στην περιοχή που ζούσε, βρήκε το πανεπιστήμιο το οποίο είχε καλή φήμη και είχε και την σχολή Αγγλικής Φιλολογίας, συγκεκριμένα το Πανεπιστήμιο του Μύνστερ (Westfälische Wilhelms-Universität Münster)».
Ποιο ήταν εκείνο το χαρακτηριστικό σημείο που σας προσέλκυσε στη γλωσσολογία και στην εκμάθηση των γλωσσών;
«Ως παιδί ήξερα ότι ήθελα να κάνω κάτι με τα αγγλικά τα οποία ήταν η πρώτη γλώσσα που έμαθα στην Ελλάδα. Έβλεπα ξένες ταινίες και σειρές στην τηλεόραση, κρύβοντας τους υπότιτλους με μία πετσέτα γύρω από την τηλεόραση για ν’ ακούω τ’ αγγλικά και να μην επηρεάζομαι από τις υπότιτλους. Μεγάλωνα με το όνειρο ν’ ασχοληθώ με ξένες γλώσσες γενικά, αν και στην Ελλάδα είχα μάθει μόνο αγγλικά σε φροντιστήριο και γαλλικά στο σχολείο. Το αντικείμενο της γλωσσολογίας προέκυψε κατά τη διάρκεια των σπουδών. Στη Γερμανία τουλάχιστο οι σπουδές της φιλολογίας εμπεριέχουν τους κλάδους της λογοτεχνίας και της γλωσσολογίας. Λόγω του ότι είχα την έφεση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, διαπίστωσα ότι η γλωσσολογία ήταν ο κλάδος της φιλολογίας που μου ασκούσε περισσότερη γοητεία. Επίσης όντας ξένος σε μία ξένη χώρα και με φοιτητές Γερμανούς, στα μαθήματα της γλωσσολογίας που ήταν άγνωστα σε όλους, διαπίστωσα ότι μπορούσα να ανταγωνιστώ τους άλλους φοιτητές».
Τι ήταν εκείνο που σας έκανε να ασχοληθείτε ιδιαίτερα με την γλώσσα των Γκουαρανί; Πόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει σε σχέση με τα ελληνικά για παράδειγμα; Πόσο διαφορετικές είναι οι δομές των δύο γλωσσών;
«Τελειώνοντας το μάστερ με άριστα, δεν ήξερα τι ακριβώς θα έκανα. Τότε μου πρότεινε ο καθηγητής με τον οποίο είχα γράψει την εργασία μου να κάνω διδακτορικό μαζί του στα Ισπανοεβραϊκά της Θεσσαλονίκης. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσα να συνδυάσω το γνωστικό μου αντικείμενο και το θέμα του διδακτορικού με την χώρα μου. Το τελευταίο έτος του διδακτορικού είδα μία ανάρτηση στο τμήμα για ένα μάθημα για την γλώσσα «Γκουαρανί», την οποία δεν γνώριζα. Η ανάρτηση ανέφερε ότι ήταν μία γλώσσα που μιλούσαν ως επί το πλείστον στην Παραγουάη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η έρευνα και το ενδιαφέρον μου συγκεντρωνόταν στην Ισπανία: η διπλωματική εργασία του μάστερ ήταν για μία ισπανική γραμματική του 15ου αιώνα και το διδακτορικό για τα Ισπανοεβραϊκά, τα ισπανικά των Εβραίων που είχαν εκδιωχθεί από την Ισπανία μετά τον 15ο αιώνα.
Λόγω του ενδιαφέροντος μου για τις γλώσσες γενικά, το είδα σαν πρόκληση να έρθω σε επαφή με μία γλώσσα τελείως διαφορετική από αυτές που γνώριζα μέχρι τότε. Γράφτηκα και ξεκίνησα τα μαθήματα. Τα Γκουαρανί είναι μια πολύ δύσκολη γλώσσα με μία δομή διαφορετική από τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Ξεκινήσαμε γύρω στους 12 φοιτητές και τελειώσαμε μόνο τρεις. Όταν τελείωσε το μάθημα, είχα τελειώσει μόλις και το διδακτορικό μου. Τότε λοιπόν προκηρύχτηκε μία θέση ερευνητή σ’ ένα ερευνητικό πρόγραμμα γλωσσολογικού χάρτη της περιοχής στη Λατινική Αμερική όπου ομιλείται αυτή η γλώσσα. Η προϋπόθεση ήταν να έχεις διδακτορικό και να γνωρίζεις αυτή τη γλώσσα.
Ήμουν ο μόνος σ’ όλη τη Γερμανία που πληρούσε αυτές τις προϋποθέσεις. Οπότε έκανα αίτηση και πήρα τη θέση ξεκινώντας την έρευνα σε ένα μέρος του κόσμου που γνώριζα μέχρι τότε μόνο μέσα από τα βιβλία και την τηλεόραση. Ξεκίνησε ένα ταξίδι έρευνας και ζωής πηγαίνοντας δύο φορές τον χρόνο στην Παραγουάη και τις περιοχές της Αργεντινής και της Βραζιλίας γύρω από την Παραγουάη όπου μιλάνε Γκουαρανί. Σ’ αυτά τα ταξίδια καταγράφαμε την γλώσσα κάνοντας συνεντεύξεις σε κατοίκους της περιοχής μένοντας εκεί μέχρι και 6 βδομάδες τουλάχιστον δυο φορές τον χρόνο».
Τα ισπανικά είναι η τρίτη ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο και είναι αλήθεια ότι ασκεί μια γοητεία σε πολλούς. Θα μπορούσατε ίσως να μας προσδιορίσετε από πού ξεκινάει αυτή η γοητεία;
«Τα ισπανικά είναι όντως η τρίτη ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο. Είναι επίσης η τρίτη πιο διαδεδομένη γλώσσα στην παραγωγή πληροφοριών στα μέσα ενημέρωσης και επίσης η τρίτη γλώσσα με τους περισσότερους χρήστες στο διαδίκτυο, μετά από τα κινέζικα και τα αγγλικά. Ισπανικά δε μιλάνε μόνο στην Ισπανία, αλλά και στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής (Μεξικό, Κούβα, Αργεντινή, Γουατεμάλα, Ελ Σαλβαδόρ, Παναμά, Εκουαδόρ, Περού, Χιλή, Κολομβία, Ονδούρα, Δομινικανή Δημοκρατία, Νικαράγουα, Πουέρτο Ρίκο, Βενεζουέλα, Βολιβία, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Κόστα Ρίκα).
Σημαντικό ποσοστό ισπανοφώνων υπάρχει επίσης και στις πρώην ισπανικές αποικίες της Αφρικής. Η Ισπανική γλώσσα ασκεί φοβερή γοητεία σε πολλούς λόγω της πολυπολιτισμικότητας των χωρών στις οποίες μιλούνται τα Ισπανικά. Το κοινό που έχουν όλες αυτές οι χώρες είναι η γλώσσα. Ο πολιτισμός δε που υπάρχει σε κάθε χώρα είναι τόσο διαφορετικός όπως και ο τρόπος που μιλάνε Ισπανικά σ’ αυτές τις χώρες. Ένας άλλος παράγοντας που καθορίζει σημαντικά την πολιτιστική κληρονομιά του κάθε ισπανόφωνου κράτους και το κάνει μοναδικό σε σχέση με κάποιο άλλο είναι η επίδραση των αυτόχθονων πολιτισμών – όσων έχουν επιβιώσει ή και όχι».
Όταν κάποιος μιλάει αρκετές γλώσσες, όπως εσείς, και μάλιστα διδάσκει μια διαφορετική από τη μητρική του γλώσσα, πώς αισθάνεται; Για να το πούμε διαφορετικά, σε ποια γλώσσα σκέφτεστε όταν αγαπάτε, όταν αισθάνεστε, όταν θέλετε να εκφράσετε συναισθήματα;
«Αυτή είναι μία ερώτηση που μου την κάνουν συχνά. Καταρχήν το να μιλάς μία ξένη γλώσσα διευρύνει τους ορίζοντές σου και τον τρόπο που βλέπεις την πραγματικότητα. Κάθε γλώσσα έχει πίσω της έναν ολόκληρο πολιτισμό. Πολλοί νομίζουν ότι η ενασχόληση και η εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας σημαίνει γραμματική και συντακτικό. Αυτό ισχύει όσον αφορά τη δομή μίας γλώσσας. Όμως, μέσα από την ξένη γλώσσα σου ανοίγεται ένα παράθυρο σ’ έναν άλλο πολιτισμό, στον τρόπο που κάθε πολιτισμός αντιλαμβάνεται τον κόσμο που ζούμε.
Υπάρχει και η θεωρεία που λέει ότι κάποιος που μιλάει πολλές γλώσσες αναπτύσσει πολλαπλές προσωπικότητες. Αυτό δεν θεωρώ ότι ισχύει. Από την προσωπική μου εμπειρία μπορώ να πω ότι δεν έχω διαμορφώσει διαφορετικές προσωπικότητες αλλά διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης της πραγματικότητας, πράγμα το οποίο προκύπτει από την εκμάθηση της νοοτροπίας κάθε λαού. Είναι διαφορετικός, για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο χαίρεται ή εκφράζει την λύπη του ένας Έλληνας από έναν Γερμανό. Όσον αφορά τώρα τη γλώσσα στην οποία σκέφτομαι, κτλ., έχει να κάνει με τη γλώσσα που χρησιμοποιώ περισσότερο τη συγκεκριμένη στιγμή».
Λένε ότι, όταν μια γλώσσα φθείρετε και πεθαίνει, ακολουθεί μαζί της και ένας πολιτισμός. Πώς θα σχολιάζατε εσείς αυτή την κατάσταση;
«Όντως, όταν μία γλώσσα πεθαίνει, πεθαίνει μαζί της μέρος κάποιου πολιτισμού. Πολλές φορές, όμως, στοιχεία κάποιου πολιτισμού του οποίου η γλώσσα φθείρεται ή και πεθαίνει, μπορούν να εισχωρήσουν στη γλώσσα ή και τον πολιτισμό ενός άλλου λαού, αν συνυπάρχει στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Αυτό έχει συμβεί με πολλές γλώσσες αυτόχθονων πολιτισμών στη Λατινική Αμερική που λόγω της αποικιοκρατίας και της επιβολής της ισπανικής γλώσσας και του ισπανικού πολιτισμού, έχουν χαθεί αλλά έχουν αφήσει πολλά στοιχεία τους στις σημερινές διαλέκτους της ισπανικής γλώσσας. Η φθορά και ο θάνατος κάθε γλώσσας σημαίνει και μια μεγάλη απώλεια κι ενός πολιτισμού, πράγμα που είναι λυπηρό».
Ποιο θεωρείτε ότι είναι σήμερα το μέλλον της ελληνικής γλώσσας; Αλλάζει, μεταβάλλεται, αλλοιώνεται;
«Η ελληνική γλώσσα είναι μία από τις λίγες γλώσσες που έχουν επιζήσει μέσα από τους αιώνες. Είναι αξιοθαύμαστο και κάτι που όλους τους Έλληνες μας κάνει περήφανους. Και φυσικά η ελληνική γλώσσα μεταβάλλεται κι αλλάζει. Δε θα έλεγα ότι αλλοιώνεται. Η κάθε γλώσσα μεταβάλλεται κι αλλάζει. Όταν μία γλώσσα σταματά να μεταβάλλεται, σημαίνει ότι έχει πεθάνει. Το μέλλον της ελληνικής γλώσσας θα καθοριστεί από τους ίδιους τους ομιλητές της. Δυστυχώς, όμως, όπως κάθε γλώσσα στον κόσμο, δέχεται καθημερινά επιδράσεις ως επί το πλείστον από την αγγλική γλώσσα. Υπάρχει μια ανεξέλεγκτη χρήση αγγλικών λέξεων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης λόγω του ότι ως λαός είμαστε λίγο ξενομανείς».
Σε προηγούμενη συνέντευξή σας αναφέρετε ότι παροτρύνετε τους φοιτητές σας να κάνουν στη ζωή τους, πράγματα που τους αρέσουν, που τους ευχαριστούν, γιατί μόνο τότε θα είναι ολοκληρωμένοι άνθρωποι και θα νιώθουν ευτυχισμένοι. Μόνο τότε θα είναι καλά με τον εαυτό τους και τους γύρω τους. Πόσο εύκολο είναι να βρουν οι νέοι αυτό που τους αρέσει πραγματικά και να το ακολουθήσουν;
«Όταν ασχολείσαι με κάτι που πραγματικά σου αρέσει, μπορείς να είσαι επιτυχής. Όταν κάνεις κάτι που δε σ’ ευχαριστεί, αυτό έχει επιπτώσεις στο αποτέλεσμα αλλά και στη ψυχική ισορροπία του καθένα. Οι νέοι μπορούν να βρουν αυτό που τους αρέσει πραγματικά αλλά το δύσκολο στην όλη διαδικασία είναι να το ακολουθήσουν γιατί αυτό απαιτεί θυσίες. Πολλοί άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν θυσίες γιατί αυτό σημαίνει να «ξεβολευτούν» από τις ευκολίες που τους προσφέρει ο οικογενειακός κύκλος αλλά η ίδια τους η χώρα. Οι ευκαιρίες και τα όνειρα σήμερα δεν βρίσκονται απαραίτητα στα στενά σύνορα μίας χώρας αλλά ίσως κάπου έξω. Η σημερινή εποχή μας χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση που σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε ελαστικοί κι ανοιχτοί στις προκλήσεις. Άλλωστε η τεχνολογία είναι ένας μεγάλος μας σύμμαχος. Η επιτυχία και η προσωπική ευτυχία του καθενός προϋποθέτει επιμονή και υπομονή».
Επισκέπτεστε συχνά την Ελλάδα, τη Δράμα. Τι θα θέλατε να αλλάξετε ή να έχει αλλάξει; Θα γυρνούσατε ποτέ πίσω για πάντα αν υπήρχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις;
«Επισκέπτομαι τη Δράμα μία φορά το χρόνο. Οι δικοί μου ζουν εκεί. Έχω επίσης πολλούς φίλους. Το να επιστρέψω πίσω για πάντα μετά από 33 χρόνια πιστεύω ότι δε είναι εφικτό. Έχω συνηθίσει σε άλλους ρυθμούς και διαφορετικό τρόπο ζωής. Από τη στιγμή που έφυγα από τη Δράμα, άλλαξε και η Δράμα, άλλαξα κι εγώ».
Μετανιώσατε ποτέ για ό,τι αφήσατε πίσω σας στη Δράμα;
«Πάντα είναι στενάχωρο το ν’ αφήνεις πίσω σου γνώριμες καταστάσεις αλλά κι αγαπημένα πρόσωπα. Δεν έχω μετανιώσει, όμως, ποτέ γι’ αυτά που άφησα πίσω στην Δράμα γιατί έχω γνωρίσει τόσα πολλά άλλα τα οποία με βοήθησαν να πραγματοποιήσω τα όνειρα μου. Πρέπει να κάνεις πάντα θυσίες στη ζωή για να πετύχεις κάποιους στόχους σου. Η δική μου προσωπική θυσία ήταν ν’ αφήσω πίσω μου αγαπημένα μου πρόσωπα».