Ο Υποχρεωτικός εμβολιασμός
για την προστασία από τον COVID – 19
και τα νομικά περιθώρια επιβολής του
Γράφει ο Αναστάσιος Μ. Πούλιος
Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Δράμας
Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει ενταθεί ο δημόσιος προβληματισμός για το εάν μπορεί να επιβληθεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός για την προστασία από την πανδημία που προκάλεσε ο κορονοϊός. Τόσο οι θετικές, όσο και οι αρνητικές, ως προς την υποχρεωτικότητα, τοποθετήσεις (αναφέρομαι στις τεκμηριωμένες και όχι στις αλλοπρόσαλλες «κραυγές» και τα «fake news» που έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο) εδράζονται στα δεδομένα που έως σήμερα ο νομικός πολιτισμός μας έχει κατοχυρώσει, σε σχέση με τα ατομικά αλλά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως αυτά καθιερώνονται και προστατεύονται από διατάξεις του Συντάγματος, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, την ενωσιακή νομοθεσία αλλά και άλλα νομοθετικά κείμενα του εσωτερικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου. Ενδεικτικά θα μπορούσε να αναφερθεί η διάταξη του άρθρου 2 του Συντάγματος σύμφωνα με την ερμηνεία της οποίας ο εμβολιασμός, χωρίς τη συναίνεση του ατόμου, η αθέλητη επέμβαση δηλαδή στο σώμα του, αντιβαίνει στον σεβασμό και στην προστασία της ανθρώπινης αξίας η οποία αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Από την άλλη πλευρά και πάλι ενδεικτικά, θα μπορούσε να γίνει αναφορά στο αρθ. 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι διατάξεις του οποίου προστατεύουν την «ιδιωτικότητα», η οποία αποτελεί μια έννοια με ευρύτατο περιεχόμενο και περιλαμβάνει πολλαπλές εκφάνσεις της σωματικής και κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου, μεταξύ των οποίων και τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα, όμως, στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου αυτού προβλέπονται οι προϋποθέσεις περιορισμού απόλαυσης του προστατευόμενου δικαιώματος, οι οποίες εφαρμόζονται σωρευτικά και είναι οι ακόλουθες: α) η ύπαρξη προηγούμενης νομοθετικής πρόβλεψης (αρχή νομιμότητας), β) η επιδίωξη συγκεκριμένου νόμιμου σκοπού (αρχή του σκοπού) και γ) η εξέταση του κριτηρίου της αναγκαιότητας περιορισμού του δικαιώματος σε μια δημοκρατική κοινωνία (αρχή αναλογικότητας), συνεπώς ο περιορισμός του δικαιώματος για προστασία της «ιδιωτικότητας» ως προς το ανθρώπινο σώμα, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να είναι ανεκτός ή ακόμη και επιβεβλημένος.
Στο πεδίο του εργατικού δικαίου στη χώρα μας, ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας, από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα ενώ γενικά βαρύνεται με τη γενική υποχρέωση πρόνοιας για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας του εργαζόμενου ως προς τις συνθήκες παροχής της εργασίας του, καθώς και με την τήρηση της ειδικής νομοθεσίας (βλ. άρθρο 662 ΑΚ, άρθρο 32 του Ν. 1568/1985, οδηγία 89/391/ΕΟΚ , άρθρα 7 παρ. 1, 5 και 6 του Π.Δ. 17/1996, Ν. 3850/2010).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 του Αστικού Κώδικα που ορίζει ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, απαιτείται σύμβαση, καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ` ακολουθίαν στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βουλήσεως, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, δυνάμει της οποίας οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία προς κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί τούτο να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη ή σε κανόνες δημοσίας τάξεως. Συνακόλουθα, ένας κοινά αποδεκτός, από τα συμβαλλόμενα μέρη, όρος, περιλαμβανόμενος σε μία σύμβαση εργασίας που θα όριζε τον εμβολιασμό του εργαζόμενου για την προστασία του ίδιου και των τρίτων, σε περίπτωση που το είδος της παρεχόμενης εργασίας, οι συνθήκες ή άλλοι παράγοντες τον επιβάλουν, εμπίπτει στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και σαφώς δεν αντίκειται σε κανόνα δημόσιας τάξεως ή στα χρηστά ήθη.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι :
α. Ο νόμος 4675/2020 που ψηφίστηκε εν μέσω της πανδημίας (ΦΕΚ 54/Α 2020) περί «πρόληψης, προστασίας και προαγωγής της υγείας» αναφέρει στο άρθρο 4, παρ. 3 β επί λέξει ότι «σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια»,
β. οι εργαζόμενοι σε χώρους όπου απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και μέτρα υγειονομικής ασφάλειας, όπως π.χ. αυτοί των υπηρεσιών υγείας, αποτελούν κατηγορία οι οποία βρίσκεται συνεχώς ανάμεσα σε ασθενείς, νοσηλεύει και θεραπεύει ασθενείς, εξαιρετικά ευαίσθητες δηλαδή κοινωνικές ομάδες, με σοβαρές πιθανότητες μετάδοσης κορωνοϊού αμφίπλευρα. Επομένως, για την προστασία της δικής τους υγείας, για την προστασία των τρίτων αλλά και της δημόσιας υγείας, ο εμβολιασμός των εργαζομένων σε υγειονομικές μονάδες πρέπει να θεωρείται απαραίτητος (βλ. συνέντευξη Ομ. Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Αντ. Μανιτάκη στο www.iatronet.gr),
γ. τόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας σχετικά πρόσφατα (ΣτΕ Δ΄Τμ 2387/2020), όσο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υπόθεση Vavřička και λοιποί κατά Τσέχικης Δημοκρατίας, αιτήσεις αριθ. 47621/13 κλπ.), αποφάνθηκαν ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των νηπίων στους βρεφονηπιακούς και νηπιακούς σταθμούς, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας γενικά των παιδιών.
Συνεπώς καθίσταται σαφές ότι σε εξαιρετική περίπτωση, όπως αυτή μιας πανδημίας, δύναται να θεσπιστεί, από δημόσιους – κρατικούς φορείς, η υποχρεωτικότητα εμβολιασμού συγκεκριμένων ομάδων του γενικού πληθυσμού, με κριτήρια είτε ηλικιακά, είτε επαγγελματικά είτε και άλλα, προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία. Αναλογικά, την ίδια υποχρέωση φέρουν και οι υπεύθυνοι των ιδιωτικών φορέων, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε ευαίσθητους τομείς, όπως αυτός τη υγείας, προκειμένου να συμβάλουν και αυτοί στην προστασία της δημόσιας υγείας. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι ορισμένα επαγγέλματα δημιουργούν εξαιρετικές υποχρεώσεις εμπιστοσύνης και αυξημένα καθήκοντα επιμέλειας. Ανάμεσα σε αυτά κυρίως οι ιατροί και εν γένει το νοσηλευτικό προσωπικό, έχουν χρέος να θεραπεύουν, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν ιδιαίτερα αυξημένο καθήκον λήψης μέτρων ώστε να μην καθίστανται οι ίδιοι φορείς κινδύνων.
Συνεπώς, πιθανή διάταξη η οποία θα περιλαμβάνει κανόνα που να υποχρεώνει εργαζόμενους ή επαγγελματίες συγκεκριμένης και προσδιορισμένης ομάδας σε εμβολιασμό, ή ενδεχόμενος συμβατικός όρος, ο οποίος να προβλέπει την υποχρέωση του εργαζόμενου π.χ. σε δομή παροχής υπηρεσιών υγείας, να προβεί εντός ευλόγου χρόνου, σε εμβολιασμό κατά του κορονοϊού (covid-19), εφόσον δεν υφίστανται βεβαιωμένοι σοβαροί λόγοι υγείας που να τον αποτρέπουν, δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη και σύμφωνα και με τα παραπάνω αναφερόμενα και τη διαμορφωμένη έως σήμερα νομολογία, είναι εξαιρετικά απίθανο να κριθεί καταχρηστικός σε ενδεχόμενη μελλοντική δικαστική κρίση (παρόμοια θέση του Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ και πρώην ευρωβουλευτή κ. Κ. Χρυσόγονου σε δήλωσή του στο sputniknews.gr) αλλά, έτι περαιτέρω, συμβαδίζει και με την προβλεπόμενη, αλλά πάντως ιδιαίτερη, εξαίρεση στην υποχρέωση της Πολιτείας για προστασία της ανθρώπινης αξίας και της «ιδιωτικότητας», όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω.