Ίδρυση νέων Τ.Ε. στα σχολεία Α’θμιας και Β’θμιας Εκπαίδευσης Δράμας
Πρωτοπόρα η Δράμα στα Τμήματα
Ένταξης στο Δημοτικό και ουραγός
στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
► Μιλάνε στον «Π.Τ.» οι δύο προϊστάμενες των Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και ο προϊστάμενος του ΚΕΣΥ Δράμας
Του Θανάση Πολυμένη
ΑΥΤΟ ΤΟΝ καιρό και με τη λήξη του σχολικού έτους, οι Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Δράμας, έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία ίδρυσης νέων Τμημάτων Ένταξης, σε όλες τις βαθμίδες Εκπαίδευσης. Από τα Νηπιαγωγεία, τα Δημοτικά, τα Γυμνάσια και τα Λύκεια.
Για πρώτη φορά, μετά από αρκετά μεγάλο διάστημα, στο Νομό Δράμας ιδρύονται νέα Τμήματα Ένταξης (ΤΕ), καθώς ο αριθμός των γονέων που αιτούνται μέσω του Κέντρου Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης Δράμας (ΚΕΣΥ Δράμας), ώστε να συμμετέχουν στα Τμήματα Ένταξης, αυξάνονται.
Στα Τμήματα Ένταξης (Τ.Ε.), μπορούν να φοιτούν μαθητές με διάφορες μορφές αναπηρίας και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς πρόκειται για ειδικά οργανωμένα και κατάλληλα στελεχωμένα Τ.Ε. που λειτουργούν μέσα στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με δύο διαφορετικούς τύπους προγραμμάτων. Πρόκειται για κοινό και εξειδικευμένο πρόγραμμα, αλλά και εξειδικευμένο ή εξατομικευμένο πρόγραμμα διευρυμένου ωραρίου, που καθορίζεται με πρόταση του οικείου ΚΕΣΥ για τους μαθητές με σοβαρότερης μορφής ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, οι οποίες δεν καλύπτονται από αντίστοιχες με το είδος και το βαθμό αυτοτελείς σχολικές μονάδες.
Αυτές τις ημέρες, οι δύο Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της Π.Ε. Δράμας, ζητούν από τα Δημοτικά Συμβούλια των Δήμων του Νομού, τις θετικές γνωμοδοτήσεις τους, προκειμένου να προχωρήσουν στην ίδρυση νέων Τμημάτων Ένταξης (Τ.Ε.).
Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση
Αναφορικά με την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση Δράμας, η αρμόδια Διεύθυνση έχει ζητήσει την ίδρυση συνολικά 9 νέων Τμημάτων Ένταξης (Τ.Ε.) σε Νηπιαγωγεία και Δημοτικά Σχολεία.
Όπως μας εξηγεί η προϊσταμένη κα. Χαραλαμπίδου, «έχουμε ετοιμάσει τις προτάσεις μας, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την ίδρυση νέων Τμημάτων Ένταξης (Τ.Ε.)».
Σύμφωνα με την ίδια, στις νέες προτάσεις περιλαμβάνονται: το 2ο Νηπιαγωγείο Καλαμπακίου, το 9ο Νηπιαγωγείο Δράμας, το Νηπιαγωγείο Αρκαδικού και το 8ο Νηπιαγωγείο.
Τα Δημοτικά Σχολεία είναι το 2ο Δημοτικό Δράμας, το 16ο Δράμας, 2ο Δημοτικό Σχολείο Καλαμπακίου, Δημοτικό Σχολείο Νέας Αμισού και το 1ο Δημοτικό Σχ. Προσοτσάνης.
Όπως τονίζει η ίδια, «αυτή την ώρα υπάρχουν ήδη ιδρυμένα και λειτουργούντα Τμήματα Ένταξης (ΤΕ) ενώ έχουμε πρόταση για τρεις αιτήσεις σε Νηπιαγωγεία, όπου είναι λίγο πιο ιδιόρρυθμη η κατάσταση εκεί. Στα Νηπιαγωγεία τα παιδιά πάνε από ένα έως δύο χρόνια, οπότε θα πρέπει να υπάρχουν και γνωματεύσεις για να ιδρύσεις ένα Τ.Ε. Στο σύνολο, ζητάμε την ίδρυση 9 νέων Τ.Ε. σε Νηπιαγωγεία και Δημοτικά».
Ερωτώμενη για το ποια παιδιά μπορούν να συμμετέχουν στα Τ.Ε. η κα. Χαραλαμπίδου σημειώνει: «Στα Τ.Ε., μπορούν να συμμετέχουν παιδιά που έχουν γνωμάτευση από το ΚΕΣΥ, ή που βρίσκονται σε μια τέτοια διαδικασία, με την σύμφωνη γνώμη των συντονιστών και του Συλλόγου Διδασκόντων. Στόχος όλων αυτών των Τ.Ε., είναι να υποστηρίξει τη λειτουργία της σχολικής μονάδας και φυσικά όταν υπάρχει και εξειδικευμένος εκπαιδευτικός γι’ αυτό είναι και πιο εύκολο να γίνει και διάγνωση κάποιων θεμάτων που μπορεί να έχει ένας μαθητής στη σχολική μονάδα».
Στην ερώτηση αν τα παιδιά αυτά απασχολούνται πάντα από ξεχωριστούς εκπαιδευτικούς ή ακολουθούν το κοινό πρόγραμμα της τάξης, απαντά: «Για τα παιδιά αυτά, η κάθε γνωμάτευση ορίζει και το πρόγραμμα και τις ώρες που θα φοιτούν στο Τ.Ε., αλλά και να μπορεί να πηγαίνει κάποιες ώρες στην τάξη και να είναι μαζί του ο εκπαιδευτικός και να στηρίζει το κάθε παιδί. Είναι ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Υπάρχει εκπαιδευτική ομάδα στο ΚΕΣΥ, η οποία αυτή αποφασίζει και προτείνει και το πρόγραμμα. Και πάλι, το παιδί παρακολουθείται και από τον εκπαιδευτικό της τάξης, και από τον εκπαιδευτικό του Τμήματος Ένταξης (Τ.Ε.) και παίρνει και την άποψη από όλο το Σύλλογο Διδασκόντων. Γιατί ένας μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο έρχεται σε επαφή και με άλλες ειδικότητες, αλλά επίσης η συμπεριφορά του στην τάξη έχει σχέση και με την συμπεριφορά του στα διαλείμματα, στις εκδρομές κ.α. Άρα και ο Σύλλογος Διδασκόντων θα εκφέρει γνώμη και για τις προτάσεις και για την εξέλιξη. Γιατί μπορεί ένας μαθητής να εξελιχθεί, να ξεπεράσει κάποια θέματα και μετά γίνεται επαναξιολόγηση».
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Αναφορικά με τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, η προϊσταμένη κα. Βαμβούρη, επισημαίνει ότι μέχρι σήμερα «είχαμε μόνο 3 Τ.Ε. σε τρία σχολεία: στο 6ο Γυμνάσιο, στο Γυμνάσιο Καλαμπακίου και στο 1ο ΕΠΑΛ» και σημειώνει ιδιαίτερα ότι, «η Δράμα στα Τ.Ε. στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ήταν ουραγός μέχρι σήμερα, όπως μου έχει βεβαιώσει και ο προϊστάμενος του ΚΕΣΥ Δράμας κ. Αλβανόπουλος. Γι’ αυτό και κάναμε πλέον προσπάθειες να ιδρύσουμε άλλα 6 νέα Τ.Ε. στο Νομό». Στο σύνολο πάντως του Νομού υπάρχουν περίπου 65 μαθητές που εντάσσονται στα Τμήματα Ένταξης».
Το ΚΕΣΥ Δράμας
Ο «Πρωινός Τύπος», μίλησε επίσης χθες και με τον προϊστάμενο του Κέντρου Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης Δράμας (ΚΕΣΥ) κ. Αλβανόπουλο. Όπως μας εξηγεί αρχικά, «έχουμε τρεις βαθμίδες επί της ουσίας, που οι δύο είναι ενσωματωμένες σε μία. Μιλώντας δηλαδή για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, εννοούμε και την προσχολική εκπαίδευση με τα Νηπιαγωγεία και τα Δημοτικά Σχολεία. Και μετά έχουμε στη Δευτεροβάθμια».
Ο κ. Αλβανόπουλος σημειώνει ότι, «Τμήματα Ένταξης προβλέπονται για όλες τις βαθμίδες των σχολείων. Εμείς έχουμε τη χαρά και την τύχη, να έχουμε πολύ καλή στελέχωση στα Τ.Ε. των Δημοτικών Σχολείων, καθώς έχουν σχεδόν όλα από παλαιότερα, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο με τα Νηπιαγωγεία και πολύ περισσότερο με τα Γυμνάσια και τα Λύκεια».
Όπως μας εξηγεί ο κ. Αλβανόπουλος, «αυτά τα Τ.Ε. έχουν σχέση με την Ειδική Αγωγή. Παλαιότερα – τώρα δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα – υπήρχε μια πολύ μεγάλη άρνηση από τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση να αγκαλιάσει τις δομές της Ειδικής Αγωγής. Και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μην ιδρυθούν τέτοια τμήματα, γιατί θεωρούσε ότι με τον τρόπο αυτόν θα στιγματιζόταν το σχολείο. Αυτό όμως σήμερα δεν συμβαίνει. Και ενώ στη Δημοτική Εκπαίδευση ήμασταν πρωτοπόροι σε όλη την Ελλάδα, σε σημείο να μας κατηγορούν παλαιότερα γιατί έχουμε τόσα πολλά Τ.Ε., στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είμαστε ουραγοί. Νομίζω ότι είμαστε από τους τελευταίους νομούς στην Ελλάδα, με τόσα λίγα Τ.Ε. στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση».
Ο κ. Αλβανόπουλος, διευκρινίσει ότι «μέσα στη Δράμα, σε όλα τα σχολεία της Δευτεροβάθμιας – Γυμνάσια και Λύκεια – έχουμε μόνο δύο Τ.Ε. Και εδώ παρατηρείται το εξής οξύμωρο. Τελειώνει το παιδί από ένα Τ.Ε. από το Δημοτικό σχολείο και όταν έρχεται η ώρα να πάει στο Γυμνάσιο, του λέμε ότι δυστυχώς δεν έχουμε. Γιατί είναι μόνο το 6ο Γυμνάσιο και το 1ο ΕΠΑΛ που έχουν Τ.Ε. Και αυτό είναι κατάντια για τη Δράμα. Γι’ αυτό κινητοποιήσαμε τους πάντες και προσπαθούμε να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση. Αυτή τη στιγμή έχουν προχωρήσει οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και τα αιτήματα βρίσκονται στο Υπ. Παιδείας. Έχω μιλήσει με τον διευθυντή κάθε Σχολείου της Δευτεροβάθμιας και διαπίστωσα ότι έκαναν αίτηση σχεδόν όλα τα σχολεία».
Και όπως σημειώνει ιδιαίτερα ο ίδιος, «το θέμα όμως είναι, ότι τώρα πλέον, οι κρουνοί έχουν κλείσει για οικονομικούς λόγους. Ενώ παλαιότερα ό,τι προτείναμε γινόταν. Τώρα επειδή χρειάζεται και μια οικονομική ενίσχυση, περνάει από δύσκολες κρίσεις».
Ερωτώμενος για το πόσοι μαθητές φοιτούν συνολικά στα Τ.Ε. του Νομού Δράμας, ο κ. Αλβανόπουλος δίνει ιδιαίτερη βάση στα γενικά στατιστικά στοιχεία. Όπως εξηγεί, και σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά πρότυπα, «όλοι παραδέχονται ότι το 12% του μαθητικού πληθυσμού, είναι παιδιά που έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή αναπηρία. Στο ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες υπάγεται για παράδειγμα η δυσλεξία. Μια εκπαιδευτική ανάγκη που δεν συνοδεύεται από εξωτερικά χαρακτηριστικά.
Αυτά όλα τα παιδιά, που είναι στην ουσία 12 κατηγορίες αναγνωρισμένες από το Υπ. Παιδείας, αντιστοιχούν στο 12% του μαθητικού πληθυσμού, ηλικίας από 4 έως 18 ετών.
Εμείς όμως βέβαια δεν έχουμε το 12% στη Δράμα. Που σημαίνει ότι υπάρχουν παιδιά που έχουν δυσκολίες, οι οποίες όμως δεν έχουν αναγνωριστεί από εμάς, γιατί δεν υπάρχει ανάλογη αίτηση του γονέα. Ο γονέας κάνει αίτηση με δική του βούληση».
Στη διαπίστωση ότι, ουσιαστικά έχουμε ήδη στα Σχολεία έναν αρκετά μικρότερο αριθμό, από αυτόν που είναι στην πραγματικότητα απαντά: «Βεβαίως! Και αυτό δεν είναι δραμινή πρωτοτυπία, αλλά συμβαίνει σε όλους τους Νομούς της χώρας. Απέχουμε πολύ από το 12% των παγκόσμιων προτύπων».
Ερωτώμενος αν παρουσιάζεται μια συνεχής αύξηση από γονείς που υποβάλουν αιτήσεις προς το ΚΕΣΥ της Δράμας, ο κ. Αλβανόπουλος επιβεβαιώνει και τονίζει: «Ναι, είναι αλήθεια. Οι γονείς σήμερα είναι πιο ενημερωμένοι, περισσότερο συνειδητοποιημένοι, προστρέχουν σ’ εμάς μόλις δουν τις δυσκολίες, ενώ τώρα με την πανδημία έχουμε να αντιμετωπίσουμε και ζήτημα που ξεφεύγουν από το στενό πλαίσιο της αξιολόγησης και πάμε προς την συμβουλευτική και την υποστήριξη. Είχαμε πολλά αιτήματα για συμβουλευτική και υποστήριξη παιδιών και οικογενειών, που πάρα πολλές ώρες καθήμενοι μπροστά στον υπολογιστή, ανέπτυξαν άλλες δυσκολίες. Για παράδειγμα η κατάθλιψη και η εξάρτηση από τον υπολογιστή. Να μας λένε πολλές μητέρες, ότι δεν μπορούσαν να σηκώσουν τα παιδιά τους το πρωί να πάνε στο σχολείο, όταν άνοιξαν και μετά. Μιλάμε για παιδιά 10 ετών. Μάλιστα να αναφέρω ότι έχουμε και αρκετά ζητήματα κακοποίησης».
Στην ερώτηση όσον αφορά το ζήτημα της κάλυψης των κενών με εκπαιδευτικούς, ο προϊστάμενος του ΚΕΔΥ Δράμας διευκρινίζει: «Ενώ η πάγια τακτική του Υπουργείο Παιδείας είναι να καλύπτει πρώτα αυτές τις ανάγκες, παρά άλλες ανάγκες για παράλληλη στήριξη, φέτος έγινε το αντίθετο. Δόθηκε δηλαδή μεγαλύτερη έμφαση στην παράλληλη στήριξη και κάποια Τ.Ε. έμειναν κενά από προσωπικό. Αλλά αυτό έγινε φέτος μόνο. Νομίζω ότι ήταν βούληση του Υπ. Παιδείας να δώσει έμφαση στην συνεκπαίδευση των παιδιών μέσα στην ίδια τάξη. Γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει να γίνουν πολλά πράγματα στον τομέα αυτό. Το Υπ. Παιδείας προς το παρόν προσπαθεί να καλύψει τους αριθμούς, τα κενά. Αλλά το θέμα είναι όταν καλυφθούν τα κενά, τι δουλειά θα κάνει αυτός ο άνθρωπος. Αυτό ακόμα δεν το έχουμε δει».
Επισημαίνει τέλος ο κ. Αλβανόπουλος, ότι «εκείνο που αξίζει να σημειώσουμε, είναι ότι έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, πολύ, οι περιπτώσεις των παιδιών με αυτισμό. Είναι κάτι πρωτόγνωρο αυτό. Και σύμφωνα με την βιβλιογραφία, αυτό συμβαίνει γιατί είμαστε περισσότερο ενημερωμένοι, η κοινωνία αποδέχεται περισσότερο τα παιδιά αυτά, ότι πριν τα κρύβανε, και τώρα μπορούμε και βλέπουμε περισσότερο και τις ήπιες περιπτώσεις, οι οποίες παλαιότερα περνούσαν απαρατήρητες».