Καλώς Ανέστης,
Γλυκύτατό μου Έαρ
ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
Γλυκύτατε Ναζωραίε μου, Συ που κατέβηκες στη γη για να σώσεις το ανθρώπινο γένος από τα ανομήματά του, ξανάρθες για μια ακόμη φορά. Ήρθες όμως τούτη τη φορά, ανταμώνοντας το ανθρώπινο γένος όχι μεταμελημένο, μα βουτηγμένο στο αίμα. Η φωτιά και το σίδερο όχι μόνο ξεθώριασαν την αγάπη από τις ανθρώπινες ψυχές, αλλά τις διαποτίσανε με χολή και όξος ωσάν εκείνα που δοκίμασες Εσύ πάνω στον σταυρό.
Η αγάπη, που τόσο μελιστάλακτα διακήρυξες κατά την τριετή παραμονή Σου πάνω στον γέρικο πλανήτη, έγινε όνειρο απατηλό. Παραχώρησε τη θέση της στην άμετρη κακία, που διαφεντεύει στις ψυχές μας και τις κάνει ευτελές άθυρμα.
Η πλεονεξία έγινε άπληστη και καθοδηγεί χαιρέκακα την ψυχή μας. Η ανθρώπινη ζωή έχασε την αξία της. Μα πότε άραγε είχε αξία; Πότε ο άνθρωπος έπαψε να είναι λύκος για τον συνάνθρωπό του καθώς διακηρύξανε σοφότατα οι βάρβαροι Λατίνοι;
Μα και οι Ερινύες πήραν των ομματιών τους και μετοικήσανε σ’ άλλον πλανήτη. Είδαν κι απόειδαν πως οι άνθρωποι πάθανε ανοσία. «Ο εν ημών ένθετος θείος λόγος» κατέστη άθυρμα ευτελές. Και τη θέση του την πήρε η πανίσχυρη ρήση: «Ο θάνατός σου η ζωή μου!». Και αυτό για κάποια όβολα, που τέρπουν τις αισθήσεις, τις κατώτερες πτυχές της γήινης και φθαρτής σάρκας, που αργά ή γρήγορα επιστρέφει στην παντοτρόφα μάνα γη, εκεί όπου γεννήθηκε.
Ψυχούλες αθώες, που δεν χάρηκαν τη ζωή, όσο σύντομη και αν είναι αυτή, καθίστανται θύματα της ανθρωποφαγίας.
Τι άλλο μπορούσες να κάμεις, Γλυκύτατε Ναζωραίε μου από το να διακηρύξεις κατά τρόπο ξέχειλο αγάπη ειλικρινή «Ειρήνη υμίν!», που χείρα Εωσφόρου την μετέτρεψε σε αφαίρεση ζωής ανθρώπων, που ηδονίζεται χαιρέκακα να θεάται κουφάρια άταφα, θύματα της αφροσύνης και της πλεονεξίας;
Τόσο ασύνετο είναι το ανθρώπινο γένος, που κατέστησε αυτοσκοπό την κοιλιοδουλεία; Χώμα είναι και στο χώμα αργά ή γρήγορα επιστρέφει. Τι αφήνει πίσω του; Ελάχιστα την καλοσύνη και πιότερο τη συμφορά, που τον κηλιδώνει, που τον καθιστά άχθος αρούρης, χωρίς μνήμη, αλλά ως άνεμο περαστικό, που καταλαγιάζει στα ερμάρια της λήθης.
Συγγνωστά ενεργώντας και μετέχοντας φαρισαϊκά στο θείο μαρτύριο Σου προσεύχεται επίπλαστα «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», τη στιγμή που δίπλα του ο αιμοχαρής Άρης καταμετράει αμέτρητα κουφάρια, αγαλλόμενος για τα επιτεύγματά του.
Καλοδεχούμενη, Γλυκύτατε Ναζωραίε, η Ανάστασή Σου, που λίκνο Σου υπήρξε η ταπεινή φάτνη της Βηθλεέμ. Για μια ακόμη χρονιά μασκαρεμένοι θα πανηγυρίσουμε την «εκ νεκρών Ανάστασή σου!», όμως πόσο σίγουρο θα είναι, αν τούτος ο πανηγυρισμός θα συνοδεύεται από ειλικρίνεια; Πόσο σίγουρο θα είναι, αν θα παύσει να ακούγεται η κλαγγή των όπλων; Ή μήπως οι λίγες ώρες του αγγελικού αγγέλματος «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών!» θα είναι μια σύντομη εκεχειρία για την τέλεση εκατόμβων στον βωμό του άπληστου και ηδονιζόμενου με ανθρώπινο αίμα Μολώχ;
Αμέτρητοι κι ασήκωτοι οι σταυροί των προσφιλών Σου τέκνων θα μπήγονται στα σπλάχνα της μάνας γης, που απλόχερα μας προσφέρει τα αγαθά της. Άλλα και πόσα τέκνα Σου με βαθιά την πίστη στη θεότητά Σου δεν θα αξιωθούν το καλό κατευόδιο «εν κόλποις Αβραάμ», αλλά θα καταστούν τροφή των αδηφάγων όρνεων;
Και όλα τούτα προς δόξαν του τελειοτέρου των δημιουργημάτων, που Εσύ έπλασες εν τη μεγαλοψυχία Σου!