Σύντομη αναφορά στις αρχαιότητες
του Νομού Δράμας
(από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι και τα ρωμαϊκά)
Της Σταυρούλας Σαμαρτζίδου, αρχαιολόγου – Επιστημ.
Βοηθού Αρχαιολ. Μουσείου Καβάλας.
Για κάθε περίοδο της ιστορίας μας, τα αρχαιολογικά ευρήματα μαζί με τις γραπτές πηγές αποτελούν τους πιο πολύτιμους οδηγούς μας, στην προσπάθεια της γνώσης του παρελθόντος και συγχρόνως βασικές πηγές της ιστορίας της τέχνης.
Στην Αν. Μακεδονία και ειδικότερα στην περίπτωση του νομού Δράμας, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες μαζί με τις πληροφορίες των αρχαίων ιστορικών, μας φανερώνουν μια συνέχεια ζωής και πολιτιστικής εξέλιξης από τα προϊστορικά χρόνια ως τα Βυζαντινά.
Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός προϊστορικών εγκαταστάσεων έχει επισημανθεί κυρίως κατά τη διάρκεια επιφανειακών ερευνών και σε δοκιμαστικές ή συστηματικές ανασκαφές. Στις τελευταίες ανήκει η ανασκαφή στην «τούμπα» των Σιταγρών στις χρονιές 1968 – 1971, ενώ περιορισμένη στρωματογραφική ανασκαφή έγινε στα 1965 στην «μικρή τούμπα» Πετρούσας. Οι πιο πρόσφατες ανασκαφές σε προϊστορικές θέσεις έγιναν κατά το 1977-1978 στα χωριά Εξοχή και Ποταμοί καθώς και το Καλοκαίρι του 1979 στη βιομηχανική ζώνη της Δράμας.
Οι μέχρι σήμερα γνωστές θέσεις στο νομό Δράμας αντιπροσωπεύουν τις δύο βασικές περιόδους της προϊστορίας, τη Νεολιθική και την εποχή του Χαλκού και πολύ λίγο την εποχή του Σιδήρου, που βασικά εδώ θεωρείται ακόμα προϊστορική, γιατί η πρώτη ιστορική πληροφορία της περιοχής αναφέρεται στους χρόνους της ελληνικής αποίκησης στην Αν. Μακεδονία.
Είναι φανερό από τον αριθμό των νεολιθικών θέσεων ότι η εύφορη πεδιάδα της Δράμας, ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Φαλακρού, Μενοικίου και Παγγαίου, πρόσφερε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας και το έναυσμα για την νεολιθική επανάσταση, που έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να ελέγχει τα εφόδια της τροφής του.
Οι 11 γνωστοί νεολιθικοί οικισμοί της πεδιάδας της Δράμας βρίσκονται σε μικρούς λόφους ή «τούμπες» στα χωριά Πετρούσα, Μυλοπόταμος, Ξηροπόταμος, Μαγαλόκαμπος, Καλός Αγρός, Σιταγροί, Καλαμπάκι, Δοξάτο καθώς και στη πόλη της Δράμας, νότια από το σημερινό νεκροταφείο. Την πληρέστερη προϊστορική στρωματογραφία από όλες τις νεολιθικές θέσεις της Αν. Μακεδονίας και Θράκης την συναντάμε στον οικισμό των Σιταγρών, όπου η συστηματική ανασκαφή έδωσε συγχρόνως και τις σημαντικότερες πληροφορίες για τη γεωργία κτηνοτροφία της περιοχής. Έτσι, η μελέτη και η παρουσίαση και μόνο αυτού του οικισμού μπορεί να μας δώσει μια σχεδόν πλήρη εικόνα της νεολιθικής αγροτικής ζωής στην πεδιάδα της Δράμας (4.400 – 2.700 π.Χ.).
Σύμφωνα λοιπόν με τις ανασκαφικές μαρτυρίες, τα πλουσιότατα δηλ. ευρήματα σπόρων στον οικισμό, τις σημαντικότερες καλλιέργειες δημητριακών αποτελούσαν το σιτάρι και από τα όσπρια το λαθούρι και η φακή. Κουκούτσια από άγρια σταφύλια φανέρωσαν το παλιότερο μέχρι στιγμής εύρημα καλλιεργημένης αμπέλου στην περιοχή του Αιγαίου.
Για την κτηνοτροφία στην ίδια περιοχή πολύτιμες πληροφορίες έδωσαν τα ειδώλια ζώων και κυρίως οστά ζώων της ανασκαφής, που εξέτασή τους έδειξε την εξημέρωση και εκτροφή μεγάλου αριθμού χοίρων κυρίως για το κρέας τους, καθώς και αρκετών βοοειδών και προβάτων για πολλαπλές χρήσεις.
Στον ίδιο οικισμό κατά την νεολιθική περίοδο διαπιστώθηκαν, μια πρωταρχική φάση εμπορίου κοσμημάτων από όστρεο ( SPONDYLUS), μια πρώτη άμεση μαρτυρία για την ύπαρξη υφαντικής σε αποτύπωμα υφάσματος στη βάση αγγείου, καθώς και μια πρώτη χρήση χαλκού, αλλά και για πολύ μικρά αντικείμενα.
Από τον οικισμό των Σιταγρών καθώς και από την τούμπα Δοξάτ-τεπέ του Δοξάτου, προέρχεται και μια πολύ σημαντική σειρά ειδωλίων, που η ποικιλία και η πρωτοτυπία τους μας αφήνουν να συμπεράνουμε ότι κατά την διάρκεια της νεώτερης νεολιθικής περιόδου, η Αν. Μακεδονία και ιδιαίτερα η πεδιάδα της Δράμας, αποτελούσε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα ειδωλοπλαστικής.
Η νεολιθικής εποχή υπήρξε μια περίοδος μεταβολών και εξελίξεων.
Ωστόσο το εμπόριο μαζί με κάποια χειροτεχνική εξειδίκευση και μαζί με την φυσιολογική αύξηση του πληθυσμού δημιούργησε τις συνθήκες που έκαναν δυνατή την έναρξη της εποχής του χαλκού.
Ένας σημαντικός αριθμός οικισμών αντιπροσωπεύει και αυτή την περίοδο στον Ν. Δράμας και κυρίως την πρώτη εποχή της Χαλκοκρατίας. Έτσι, έχουν εντοπισθεί γενικά περίπου οικισμοί με ευρήματα χρονολογημένα στην εποχή του χαυ στα χωριά Πετρούσα, Μυλοπόταμος, Σιταγροί, Καλός Αγρός, Άνω Συμβολή, Μικροπόταμος, Ξηροπόταμος, Δοξάτο, Καλλίφυτος, Νικηφόρος, Πλατανιά και Ποταμοί (πεδιάδα Νέστου) καθώς καΙ στη πόλη της Δράμας. Σε πολλούς, η εποχή της Χαλκοκρατίας αποτελεί εξέλιξη της νεολιθικής περιόδου, ενώ σε άλλους δεν διαπιστώθηκε νεολιθικό υπόστρωμα.
Και πάλι τα σημαντικότερα ευρήματα (κεραμική, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα) αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές του οικισμού των Σιταγρών, που ερημώθηκε πριν από το τέλος της πρώιμης εποχής του χαλκού ( 2.000 π.Χ.).
Άγνωστη πριν λίγα χρόνια στην περιοχή της Δράμας, η ύστερη εποχή της χαλκοκρατίας αντιπροσωπεύεται σήμερα με τα ευρήματα έξι προϊστορικών οικισμών (ανάμεσα στις θέσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω). Οπωσδήποτε πολλά καινούργια στοιχεία θα προσθέσουν και οι υπό δημοσίευση ανασκαφές των Ποταμών και της Εξοχής.
Στην αμέσως επόμενη περίοδο, δηλ. στην εποχή του σιδήρου, ανήκει σύνολο ταφικών τύμβων που εντοπίσθηκαν στη περιοχή της βιομηχανικής Ζώνης της Δράμας και αποτελούν την μόνη θέση της εποχής αυτής. Στους 3 τύμβους που ανασκάφηκαν βρέθηκαν ταφές – καύσεις, ταφές σε τεφροδόχα αγγεία και σε πιθάρια μαζί με διάφορα κτερίσματα. Μοναδική, από όσο γνωρίζουμε, είναι η ταφή ζώου (σκύλου) σε πιθάρι που βρέθηκε σε έναν από τους ανασκαμμένους τύμβους μαζί με ταφές-καύσεις ανθρώπων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αγγεία των τύμβων, τοπικά θρακικά μαζί με επείσακτα από την νότια Ελλάδα, ενώ για πρώτη φορά φαίνεται καθαρά στους τύμβους η άμεση σχέση των ευρημάτων της Ανατολικής Μακεδονίας με τα αντίστοιχα της Κεντρικής και ιδιαίτερα των προϊστορικών τύμβων της Βεργίνας.
Οι πρώτοι Μακεδόνες εγκαταστάθηκαν στην Αν. Μακεδονία μετά το 479 π. Χ. όταν κατακτήθηκε από τον Αλέξανδρο Α΄ ή Βησαλτία. Εκατόν σαράντα χρόνια αργότερα ο Φίλιππος Β΄ κατέλαβε και την υπόλοιπη περιοχή της Αν. Μακεδονίας μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου. Λείψανα από την κλασσική περίοδο της περιοχής της; Δράμας έχουν καταγραφεί από παλιούς μελετητές ( HEUSEY, Μερτζίδης), αλλά καταγράφηκαν ή χάθηκαν κατά την διάρκεια των πολέμων κι της κατοχής. Κάπως περισσότερες αρχαιολογικές μαρτυρίες υπάρχουν για την ελληνιστική περίοδο.
Ο περιορισμένος αριθμός και η σποραδικότητα των ευρημάτων στην ίδια την πόλη της Δράμας οφείλεται κυρίως στην μεγάλη επίχωση που δημιουργήθηκε πάνω από τα στρώματα της κλασσικής και ελληνιστικής εποχής, από την μεταφορά και συσσώρευση χωμάτων από χειμάρους και τη συνεχή εγκατοίκηση του χώρου κατά τους Ρωμαϊκούς και Βυζαντινούς χρόνους. Έτσι π.χ. στη δοκιμαστική ανασκαφική έρευνα που έγινε από την Αρχαιολογική υπηρεσία το 19 στο προαύλιο του ναού των Ταξιαρχών, βρέθηκε επίχωση πέντε μέτρων. Από τα πράγματα λοιπόν, είναι παραπάνω από πολύτιμο για την ιστορία της πόλης κάθε αρχαιολογικό στοιχείο που υπάρχει ή που διαπιστώνεται και οπωσδήποτε απαραίτητη η συμβολή όλων.
Τα επιγραφικά μνημεία της εποχής αυτής μας δίνουν κυρίως πληροφορίες για τη θρησκεία και τις λατρείες της περιοχής. Ήδη από τον Στ. Μερτζίδη και από επιγραφές που δεν σώθηκαν ως τις μέρες μας είναι γνωστές οι λατρείες Ίσιδος, Απόλλωνα, Ηρακλή και Διόνυσου. Ιδιαίτερα σημαντική φαίνεται η λατρεία του Διόνυσου που φημισμένο άλλωστε μαντείο που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο (VI, 111) και τον Ευριπίδη ( Ρήσος, στ. 971-4) , στην κορυφή του Παγγαίου.
Την ύπαρξη ιερού του Διόνυσου στην περιοχή της Δράμας ήδη από πρώτα ελληνιστικά χρόνια βεβαίωσε νέα αναθηματική επιγραφή των χρόνων αυτών, καθώς και 4 αναθηματικές επιγραφές στον Διόνυσο από βάθρα και προτομή γενειοφόρου θεού, των ύστερων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, που βρέθηκαν τυχαία σε μπάζα από άγνωστο οικόπεδο της πόλης το 1970.
Την τοπική λατρεία του Διόνυσου σ’ όλη την περιοχή μαρτυρεί ένα ακόμα εύρημα, ένα μαρμάρινο κεφάλι γενειοφόρου θεού, πιθανότατα Διόνυσου, στην Καλλιθέα της Δράμας.
Σημαντικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο για την ιστορία της πόλης αποτελεί και η ανακάλυψη κατά το 1977, σε μεγάλο βάθος καμαροσκεπούς τάφου στην οδό Τροίας. Η θέση του μας δίνει την δυνατότητα να τοποθετήσουμε και την ελληνιστική πόλη στα όρια περίπου της μεσαιωνικής.
Ο τάφος, χαρακτηριστικός «μακεδονικός», με «δρόμο» βαθμιδωτό, προθάλαμο και κυρίως θάλαμο, διατήρησε στον κτιστό προθάλαμο αρκετά φθαρμένες τοιχογραφίες με βούκρανα, ρόδακες, δενδρύλλια σχηματοποιημένα και την παράσταση ταύρου και αγελάδας πάνω από την είσοδο του κυρίως θαλάμου. Στον λαξευτό κυρίως θάλαμο αποκαλύφθηκαν 3 ταφές σε σχήμα Πι και βρέθηκε σημαντικός αριθμός κτερισμάτων, παρόλη τη σύληση του τάφου. Από τα αγγεία του τάφου χαρακτηριστικά είναι τα πολλά δακρυδόχα, ενώ βρέθηκαν και αρκετά λυχνάρια, κρατήρες και κάνθαρος. Τα κοσμήματα, όσα διέφυγαν την σύληση, παρουσιάζουν χαρακτηριστικές ομοιότητες με τα σύγχρονά τους στην Αμφίπολη. Έτσι, βρέθηκε περιδέραιο από χρυσό σύρμα και ημιπολύτιμο λίθο, που καταλήγει στα άκρα σε κεφαλές ζώων, «ενώτια» (σκουλαρίκια) μορφής ερωτιδέα και ρόδακα, ελάχιστα χρυσά φύλλα από στεφάνι. Τα νομίσματα, χάλκινα και αργυρά, τα περισσότερα Αμφιπόλεως και Θεσσαλονίκης, αλλά και αρκετά Ρόδου, Ιστιαίας και Μακεδονικά χρονολογούν τον τάφο στον 2ο π.Χ. αί. και υποδηλώνουν τις σχέσεις και τις εμπορικές ανταλλαγές της πόλης με άλλες γειτονικές ή και απομακρυσμένες περιοχές κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου.
Στην υπόλοιπη περιοχή του Νομού Δράμας, επισημάνθηκε επίσης νεκροταφείο ελληνιστικών χρόνων ανάμεσα στις κοινότητες Αγγίτη, Μικρόπολης, Γραμμένης και Χαριτωμένης, ενώ στη Γραμμένη βρέθηκαν και τάφοι των ύστατων ελληνιστικών χρόνων.
Στην ελληνιστική εποχή ανήκουν και τα πρόσφατα ευρήματα κοντά στο χωριό Καλαμώνας, όπου σε χαμηλό γήλοφο με νεκροταφείο, πιθανότατα μικρού γειτονικού οικισμού, συλήθηκαν από αρχαιοκαπήλους δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι. Δυστυχώς μόνο υπολείμματα των κτερισμάτων μας έδωσαν την δυνατότητα να τους χρονολογήσουμε. Η ανασκαφή που ακολούθησε, αποκάλυψε κοντά στους τάφους ταφές-καύσεις, κάλυμμα σαρκοφάγου και ένα μεγάλο χώρο με συγκεντρωμένους μαρμάρινους δόμους μνημείου, στον τόπο ακριβώς όπου πελεκήθηκαν χωρίς να χρησιμοποιηθούν τελικά. Αρκετοί από του δόμους έμειναν ημίεργοι. Δίπλα τους βρέθηκε πρόχειρο εργαστήρι μολύβδου για την κατασκευή των συνδέσμων των δόμων. Η ανασκαφή σταμάτησε προσωρινά. Προγραμματίζονται ωστόσο νέες ανασκαφικές έρευνες σε ελληνιστικούς οικισμούς της περιοχής, όπου πιθανότατα ανήκει και το νεκροταφείο.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, η ευρύτερη περιοχή των Φιλίππων έγινε γνωστή σε όλο τον αρχαίο κόσμο μετά τη γνωστή μάχη, το 42 π.Χ. Η στρατηγική και οικονομική σημασία της περιοχής έκαναν τον Αντώνιο, που ήταν και ο πρώτος οικιστής της ρωμαϊκής αποικίας, να εγκαταστήσει εδώ αμέσως μετά την μάχη τους παλαίμαχους ( veterani) στρατιώτες του της 28ης λεγεώνας.
Η δεύτερη πιο πολυάνθρωπη αποίκιση έγινε 12 χρόνια αργότερα, από τον Οκταβιανό Αύγουστο, που θεωρήθηκε ο ιδρυτής της αποικίας και έφερε ένα πλήθος νέων αποίκων που διασκορπίσθηκε σε όλα τα χωριά και μέχρι τα ακραία όρια της πεδιάδας.
Σε έναν από τους παλαίμαχους αποίκους της Ρωμαϊκής αποικίας, τον TI CLAUDIUS MAXIMUS, αναφέρεται και η επιτύμβια στήλη που βρέθηκε, το 1965, στο χωριό Γραμμένη. Η λατινική επιγραφή της στήλης, μας δίνει μια λεπτομερή καταγραφή αξιωμάτων στο ρωμαϊκό στρατό και σημαντικές πληροφορίες για τη δομή και λειτουργία του. Ο Ρωμαίος της επιγραφής τιμάται ιδιαίτερα διότι αποκεφάλισε τον βασιλιά των Δακών Δεκέμβαλο – μεγάλο ανταγωνιστή της Ρώμης – και παρέδωσε το κεφάλι του στον αυτοκράτορα Τραϊανό. Η σκηνή της σύλληψης του Δεκέμβαλου απεικονίζεται και στο ανάγλυφο που υπάρχει πάνω από την επιγραφή, ενώ ένα δεύτερο μικρότερο ανάγλυφο κάτω από το πρώτο περιέχει τα «παράσημα» που απονεμήθηκαν στον TI. CLADIUS MAXIMUS κατά τους πολέμους ενάντια των Δακών και των Πάρθων.
Τα σύνορα της ρωμαϊκής αποίκησης, που είχε βασικά αγροτικό χαρακτήρα, έφτασαν μέχρι τις πλαγιές των βουνών που πλαισιώνουν την πεδιάδα των Φιλίππων. Σημαντικούς μάρτυρες της έκτασης της ρωμαϊκής αποίκησης στη περιοχή του Νομού Δράμας αποτελούν οι επιγραφές που βρέθηκαν: α) στην πεδιάδα της Δράμας β) στη περιοχή Προσοτσάνης γ) στη περιοχή Πλατανιάς. Παντού τα επιγραφικά κείμενα παρέχουν αρκετά σίγουρες ενδείξεις της εξάρτησής τους από τους Φιλίππους. Με βάση αυτές τις ενδείξεις ο P. COLLART υποστήριξε της ένταξη και των τριών παραπάνω περιοχών στην συνολική έκταση της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, αναιρώντας παλιότερη υπόθεση του PERDRIZETπου καταχωρούσε την περιοχή της Πλατανιάς στη Θράκη. Την υπόθεση του collartισχύει και η ύπαρξη ισχυρού τείχους στην κορυφή λόφου στη θέση «Καλέ», 3 χιλιόμετρα βόρεια της Πλατανιάς που αποτελούσε πιθανότατα στα ρωμαϊκά χρόνια ακρόπολη κώμης σχετικής με την αποικία των Φιλίππων.
Άλλες σημαντικές οχυρές ακροπόλεις μέσα στα όρια της ρωμαϊκής αποικίας συναντάμε στο Κεφαλάρι και στον Ξηροπόταμο, όπου βρέθηκε και τμήμα ρωμαϊκού πιθανότατα υδραγωγείου, ενώ οικισμός ρωμαϊκής εποχής που δείχνει την επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας πέρα από τα βουνά που κλείνουν την πεδιάδα, υπήρχε πιθανότατα στη περιοχή των Ποταμών, όπου κατά το 1966 ανασκάφηκαν κυρίως ταφικοί τύμβοι.
Η αποικία εκτός από το διοικητικό της κέντρο και το λιμάνι ( Νεάπολη) είχε έναν άγνωστο αριθμό «κωμών» και μικρών οικιστικών μονάδων και αγροικιών. Η αφθονία των αρχαίων ερειπίων και των ευρημάτων της ρωμαϊκής εποχής στο νομό Δράμας – κτιρίων, επιγραφών, σαρκοφάγων, κιονοκράνων, τάφων, ακροπόλεων –μας οδηγεί να χαρακτηρίσουμε σαν «κώμες» (VICI) πολλές περιοχές του νομού όπου αυτά ανήκουν, όπως το Κεφαλάρι, Πλατανιά, Μικρομηλιά, Χαριτωμένη, Καλαμπάκι, Αργυρούπολη, Κύργια, Γραμμένη, Ξηροπόταμο. Βέβαια δεν είναι γνωστή η οικιστική τους μορφή και οργάνωση και έτσι είναι ελάχιστες οι γνώσεις μας για την ζωή των αγροτών της περιοχής.
Σχετικά με τις οδικές αρτηρίες στα ρωμαϊκά χρόνια, ένα τμήμα από την κύρια αρτηρία, την Εγνατία οδό, διέσχιζε την πεδιάδα της Δράμας.
Περνούσε κατά τον R. COLLART κοντά στο χωριό Συμβολή, διέσχιζε την γνωστή μεγάλη γέφυρα στη θέση Κούροβο, στρέφονταν προς τα ανατολικά και περνώντας από τα χωριά Μαυρολεύκη, Κλαμπάκ (όπυ βρέθηκε μιλλιάριο), Αγ. Αθανάσιο και πλάι από τα έλη έφθανε στους Φιλίππους.
Στην πεδιάδα της Δράμας βρίσκονταν και ο γνωστός από το «Οδοιπορικό των Ιεροσολύμων» σημαντικός σταθμός της Εγνατίας AD DUODECIM, 12 ρωμαϊκά μίλια πριν τους Φιλίππους. Ο P. COLLART τον τοποθετεί στην περιοχή της Μαυρολεύκης. Επίσης σταθμός, δευτερεύοντος όμως δρόμου, ήταν γνωστός από τον «Πευτιγγεριανό πίνακα» daravescos, που τον ταυτίζουν με τη σημερινή Δράμα.
Οπωσδήποτε θα υπήρχαν και μικρότερης σημασίας δρόμοι για την επικοινωνία των κωμών και των αγροκτημάτων που δεν βρίσκονταν κατά μήκος της Εγνατίας.
Η μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στο Βυζάντιο, σήμανε και το τέλος της ρωμαϊκής αποικίας, που παραχώρησε την θέση της σε αξιόλογες πόλεις και φρούρια του Βυζαντινού κράτους.
Μάρτης 1980.
Σταυρούλα Σαμαρτζίδου
Αρχαιολόγος – Επιστ. Βοηθός
Αρχαιολ. Μουσείου Καβάλας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- COLLART. PHLIPPES, VILLE DE MACEDOINE, PARIS 1937.
Δ. Γραμμένος: Από τους Προϊστορικούς οικισμούς της Αν. Μακεδονίας. Α. Δ. 30 (1975). Μελέτες σελ. 193 – 234.
Δ. Θεοχάρης: Νεολιθική Ελλάς με (συνεργασία και άλλων) εκδ. Τραπ. Ελλάδος Αθήναι 1973.
- THEOCHARIS: PREHISTORY OF EASTERN MECEDONIA ANT THRACE, στη σειρά αρχ. Ελλ. Πόλεις, Νο 9, 1971.
Χ. Κουκούλη – Χρυσανθάκη: Α. Δ. 22 ( 1967) Χρονικά σ. 427 -429, Α.Δ. 23 (1968) Χρονικά σ. 356 – 7, Α.Δ. 24 (1969) Χρονικά σ. 355 – 6, Α.Δ. 25 (1970) Χρονικά σ. 401 – 2
Α.Δ. 26 (1971) Χρονικά σ. 419, Α.Δ. 28 (1973) Χρονικά σ. 451.
Δ. Λαζαρίδης: Η ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων ( στη σειρά Αρχ. Ελλην. Πόλεις) Νο 20, 1973.
Στ. Μερτζίδης: Αι χώραι το παρελθόντος, Αθήναι 1885.
Αικ. Ρωμιοπούλου: Α.Δ. 20 (1965) Χρονικά σελ 451.
Δ. Σαμσάρης: Η ιστορική γεωγραφία της Αν. Μακεδονίας κατά την αρχαιότητα, Θεσ. 1976.
- SPEIDEL: THE CAPTOR OF ΔΕΨΕΒΑΛΘΣ, Α ΝΕW IMCRIPTION FROM PHILIPPI J.R.S. VOL. LX (1970) SEL. 142 – 153.