Οι μύλοι της Δράμας
μετά το 1922
Του Γεωργ. Ζιώγα
(Από το βιβλίο της Νομαρχίας Δράμας «ΔΡΑΜΙΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» – 1980 σελ. 108-112)
Παλιά επαγγέλματα ή μικρές βιομηχανίες που ανθούσαν τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, άρχισαν, σιγά – σιγά, να εκλείπουν εξ αιτίας της καθημερινής τεχνολογικής εξελίξεως, που έφτασε στις μέρες μας, σε αξιοθαύμαστο σημείο. Στην αρχή οι διάφορες μηχανολογικές βελτιώσεις στον τομέα της κινήσεως και παραγωγής, αντικατέστησαν τα πρώτα χρησιμοποιούμενα τεχνικά μέσα, στη σημερινή δε εποχή, και αυτά, αντικαταστάθηκαν από άλλα, πιο εξελιγμένα, πιο τέλεια, πιο αποδοτικά.
Θα ασχοληθούμε με μια μικροβιομηχανία της τότε εποχής, τους αλευρομύλους, που εξελίχθηκε σε μια γιγαντιαία βιομηχανία.
Οι αλευρόμυλοι της Δράμας μέχρι την απελευθέρωση της πόλεως από τον τουρκικό ζυγό, ανήκαν σε Τούρκους και εξυπηρετούσαν τους κατοίκους της και εκείνους των γειτονικών χωριών.
Οι αλευρόμυλοι τότε, κινούνταν με νερό, γι αυτό και ονομάζονταν νερόμυλοι ή υδρόμυλοι. Άλεθαν όλα τα είδη των δημητριακών, δηλαδή σιτάρι, καλαμπόκι, σίκαλη, και μερικοί από αυτούς, διέθεταν και πέτρα για την άλεση σησαμιού και την παραγωγή σαμόλαδου.
Για την άλεση αυτών των δημητριακών χρησιμοποιούσαν ζευγάρια από οριζόντιες κυκλικές πέτρες, τη μια επάνω στην άλλη, τις γνωστές μυλόπετρες, και κόσκινα τα λεγόμενα μπουράτα.
Τα προϊόντα που παράγονταν κατά την άλεση, ήταν το αλεύρι και το πίτυρο.
Το αλεύρι ανάλογα με την άλεση που γινότανε, διεκρίνετο σε ντούζικο όταν περιείχε όλο το πίτυρο του σταριού, σε ημίλευκο, όταν περιείχε λίγη ή περισσότερη ποσότητα πιτύρων και σε λευκό, όταν δεν περιείχε καθόλου πίτυρο.
Μετα το 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών, πολλοί από τους υδρόμυλους περιήλθαν στη Δ.Α.Π. από την οποία τους αγόρασαν διάφοροι Έλληνες, ενώ άλλοι, αγοράσθηκαν, απ΄ ευθείας από τους Τούρκους ιδιοκτήτες. Ήταν κτισμένοι συνήθως κοντά σε τρεχούμενα νερά και μια και η Δράμα με τις πολλές της πηγές είχε αφθονία τέτοιων νερών, λειτούργησαν αρκετοί – τότε – υδρόμυλοι.
Τα κτίρια των αλευρομύλων ήταν μάλλον μικρά σε όγκο και εκτός από το κεντρικό κτίριο όπου βρίσκονταν τα μηχανήματα και ένα μικρό γραφείο, υπήρχαν ακόμα οι αποθήκες του μύλου, οι σταύλοι και άλλοι βοηθητικοί χώροι.
Οι άνθρωποι που πηγαίνανε στο μύλο τα σακιά γεμάτα από τη σοδειά τους για να αλέσουν και να παραλάβουν το αλεύρι και τις κτηνοτροφές τους, παρουσίαζαν μια πολύ γραφική εικόνα. Άλλοι φόρτωναν τα σακιά τους σε υπομονετικά γαϊδουράκια, ένα από κάθε πλευρό, άλλοι τα πήγαιναν με τα κάρα, τους λεγόμενους αραμπάδες, που τα έσερναν δυο γεροδεμένα βόδια.
Αφού ξεφόρτωναν τα σακιά με το γέννημα, όπως το λέγανε, και τα ζύγιζαν στη ζυγαριά του μύλου, ξελάφρωναν μετά τα υποζύγια από τα βαριά τους σαμάρια ή ξεπέζευαν τα «ζωντανά» και τα δένανε ή σε δένδρα ή σε ειδικά στηρίγματα που υπήρχανε στον αυλόγυρο του μύλου, για να ξαποστάσουν. Φρόντιζαν όμως να τα ρίξουν χόρτο ή άχυρο για να βοσκήσουν και αργότερα τα πότιζαν στο πλησιέστερο νερό ή σε καμιά ποτίστρα που είχε ό μύλος ειδικά γι αυτό σκοπό.
Περίμεναν υπομονετικά, ώρες πολλές να έρθει η σειρά τους για το άλεσμα και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ξεκινούσαν μόλις χάραζε από τα σπίτια τους για το μύλο και γύριζαν το απόγευμα με τα σακιά γεμάτα αλεύρι και πίτυρα.
Τον χειμώνα, αφού πάγωναν τα ζώα στο σταύλο του μύλου και τα βάζανε στα παχνιά τους, μαζεύονταν όλοι σ΄ ένα δωμάτιο, γύρω από τη σόμπα που έκαιγε όλη μέρα, για να ζεσταθούν από το ξεροβόρι που φύσαγε ή για να προφυλαχθούν από τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα.
Το Καλοκαίρι αντίθετα, περνούσαν τη μέρα τους στην αυλή του μύλου, αφού πάλι τακτοποιούσε πρώτα τα ζώα τους στο ύπαιθρο, λέγοντας διάφορα νέα ο ένας στον άλλο ή διάφορα χωρατά, για να περνά η ώρα.
Πολλές φορές φέρνανε με το κάρο και τις οικογένειές τους, τη γυναίκα και τα παιδιά, που παίζανε στην αυλή διάφορα παιχνίδια, τόπι, κουτσό, ομάδες, μπίλιες, κυνηγητό κ.λ.π. και ήταν γι αυτά μια μέρα ξέχωρη, μια μέρα σχόλης.
Το μεσημέρι άνοιγαν τις άσπρες πετσέτες και κάνανε κολατσιό, όπως λέγανε, με ψωμί ζυμωτό, τυρί ελιές, τουρσί, τομάτες, κρεμμύδια, κανένα πράσο, κανένα αυγό και δροσίζονταν πίνοντας κρύο νερό από την τουλούμπα του μύλου. Τότε βλέπετε δεν υπήρχε δίκτυο υδρεύσεως του Δήμου, υπήρχαν πηγάδια ή πηγές. Για αλεστικό δικαίωμα, ο μυλωνάς κρατούσε ένα ποσοστό από το ποσό που αλέθανε, γιατί, οι περισσότεροι, προτιμούσαν αυτό τον τρόπο της πληρωμής από το να δώσουν χρήματα.
Προπολεμικά οι αλευρόμυλοι, έδιναν δουλειά σε πολλούς Δραμινούς που δούλευαν εκεί σαν μυλωνάδες, – σαν απλοί εργάτες – σαν χαμάληδες που φόρτωναν και ξεφόρτωναν το σιτάρι, το αλεύρι και πίτυρα και σαν καραγωγείς.
Τότε όμως, άρχισε να γίνεται και εισαγωγή αλεύρων από τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Γαλλία, την Ιταλία κ.λ.π. Οι Δραμινοί εκείνη την εποχή είχανε μεγάλη ευημερία, λόγω της μεγάλης αξίας του καπνού και αγόραζαν τα ξένα άλευρα που τα προτιμούσαν παρ΄ όλο που ήτανε ακριβότερο γιατί ήτανε καλύτερα σε ποιότητα, πιο δυνατά, πιο αποδοτικά στο ζύμωμα, με συνέπεια να λιγοστέψει η δουλειά των μύλων.
Το 1932, ο Βενιζέλος απαγόρευσε τις απεριόριστες εισαγωγές αλεύρων για να τονωθεί η εγχώρια αλευροβιομηχανία και να ελαττωθεί η ανεργία στον κλάδο αυτό. Έτσι, επειδή τα Ελληνικά σιτάρια δεν επαρκούσαν να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας, άρχισαν να φέρνουν σιτάρια ακόμα και από την Αμερική, που τα άλεθαν στους μεγάλους μύλους.
Και τώρα ας δούμε πόσοι μύλοι, από τους μεγαλύτερους, λειτουργούσαν στη Δράμα μετά το 1922 κατά αλφαβητική σειρά.
- ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ, στο τέρμα της οδού Κέννεντυ, απέναντι από τα παλιά σφαγεία της Δράμας. Ανήκε στην Ηλεκτρική Εταιρεία Δράμας. Στην αρχή ήταν πετρόμυλος, μεταπολεμικά όμως μετατράπηκε σε κυλινδρόμυλο με ένα κύλινδρο. Είχε μπουράτο, πλυντήριο σίτου, κ.λ.π. και άλεθε σιτάρια για άλευρα εμπορικά και χωρικά. Ήταν δυναμικότητας 8 τόνων το 24ωρον.
- ΔΗΜΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, στις πηγές της Αγίας Βαρβάρας. Αγοράσθηκε επί τουρκοκρατίας και είχε 4 ζεύγη μυλόπετρες. Μετά το 1940, αντικατέστησε τα 2 ζεύγη μυλοπετρών με δύο κύλινδρα. Είχε πλάνσιστερ για το κοσκίνισμα των προϊόντων αλέσεως, πληντύριο σίτου κ.λ.π. και άλεθε σιτάρια μόνο για χωρικά άλευρα.
Ήταν αλεστικής ικανότητος 12 περίπου τόνων το 24ωρον.
- ΖΙΩΓΑ – ΧηΑΝΤΩΝΙΟΥ, στη Νέα Αμισό. Αγοράσθηκε επί τουρκοκρατίας από το Μαμούτ – Μπέη στον οποίον ανήκαν τα τότε τσιφλίκια Αρκαδικού, Ν. Αμισού, Αμπελακίων κ.λ.π. Είχε αρχικά 5 ζεύγη μυλόπετρες και μετά το 1940 αντικατέστησε 4 ζεύγη μυλοπετρών με 4 κύλια Είχε επίσης 2 πλάνσιστερ, μηχανήματα ξηράς και υγράς καθάρσεως του σίτου (ταράρ –εύρηκα-βούρτσα- πληντύριο) και άλεθε σιτάρια για άλευρα εμπορικά και χωρικά, αλεστικής ικανότητος 19 τόνων το 24ωρο.
- ΖΩΝΚΕΣ, απέναντι από τη γέφυρα της οδού Πατρ. Διονυσίου.
Προπολεμικά εκτός από τα τρία ζεύγη μυλοπετρών είχε και μια άλλη για την άλεση σισαμιού και παραγωγή σαμόλαδου. Άλεθε πάντοτε δημητριακά μόνο κτηνοτροφές (ντούζικα).
- ΛΑΖΟΥ, στη Ν. Αμισό. Είχε δύο κύλινδρα, μουράτο, πληντύριο σίτου κ.λ.π. και άλεθε σιτάρια μόνο για χωρικά άλευρα.
- ΜΑΝΩΛΙΚΑΔΗ – ΣΙΔΕΡΙΔΗ, στην πάροδο Ι. Δραγούμη. Προπολεμικά λειτούργησε με 4 ζεύγη μυλοπέτρων, μεταπολεμικά μετατράπηκε σε κυλινδρόμυλο και είχε 3 κύλινδρα, πλάνσιστερ, πληντύριο κ.λ.π, άλεθε δε σιτάρια μόνο για χωρικά άλευρα.
- ΠΑΝΤΟΥΛΗ, στις πηγές της Αγίας Βαρβάρας. Προπολεμικά είχε 5 ζεύγη μυλόπετρες. Μεταπολεμικά, μετατράπηκε σε κυλινδρόμυλο και λειτούργησε με 3 κύλινδρα και 1 πέτρα, πλάνσιστερ, πλυντήριο κ.λ.π. για την άλεση σίτου για άλευρα εμπορικά και χωρικά, αστικής ικανότητος 15 τόνων το 24ωρο.
- ΑΜΠΑΤΖΗ, στην οδό Ι. Δραγούμη. Είχε 1 κύλινδρο και 2 ζεύγη μυλόπετρες, μπουράτο, πλυντήριο κ.λ.π. Άλεθε σιτάρια για άλευρα εμπορικά και χωρικά και είχε αλεστική ικανότητα 10 τόνους το 24ωρο.
- ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, επί της οδού Δράμας – Ν. Αμισού. Είχε 3 ζεύγη μυλοπετρών, μπουράτο, πλυντήριο κ.λ.π. και άλεθε σιτάρια για χωρικά άλευρα.