Έμποροι καυσόξυλων μιλάνε στον «Πρωινό Τύπο»
«Πόλεμος» με το εμπόριο καυσοξύλων
και στη Δράμα που αυτή την ώρα
είναι στα 190 – 200 ευρώ τον τόνο
Δύσκολη κατάσταση με ντόπια παραγωγή καθώς υπάρχουν πολλά προβλήματα
Του Θανάση Πολυμένη
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ που έχει εμφανιστεί με την ενεργειακή κρίση, δεν αναμένεται να λυθεί τόσο εύκολα. Μπορεί να βρισκόμαστε σε μια περίοδο καλοκαιριού, όμως σύντομα ο χειμώνας θα μας χτυπήσει την πόρτα και τότε το ζήτημα της θέρμανσης κυρίως, θα αναδειχθεί ακόμα πιο έντονο.
Φυσικό αέριο, πετρέλαιο, ηλεκτρικό ρεύμα, καυσόξυλα και άλλα παράγωγα, θα βρεθούν για άλλη μια φορά μπροστά μας και θα κληθούμε να επιλέξουμε την υποτιθέμενα «φθηνότερη» πηγή θέρμανσης για τα σπίτια μας.
Όμως όποια μορφή θέρμανσης και αν καταφέρουμε να επιλέξουμε για το σπίτι μας, το μόνο σίγουρο είναι ένα: ότι θα πρέπει να βάλουμε βαθιά το χέρι στην τσέπη και ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
Χθες όταν επικοινωνήσαμε με κάποιους εμπόρους καυσόξυλων στη Δράμα και στην πρώτη ερώτηση για το τι γίνεται αυτή την ώρα με τα καυσόξυλα, η πρώτη απάντηση που πήραμε ήταν μονολεκτική: «Πόλεμος!»
Αν ψάξει κανείς καλύτερα το τι συμβαίνει γύρω από τα καυσόξυλα αυτή την εποχή, θα δει ότι τα κυκλώματα εμπορίας και διακίνησης καυσόξυλων, κυριολεκτικά «ακονίζουν μαχαίρια» κι ακόμα βρισκόμαστε στις αρχές του καλοκαιριού.
Είναι η εποχή κατά την οποία, οι ξυλέμποροι κλείνουν τιμές, προμηθεύονται το πρώτο εμπόρευμα για να κόψουν και να αποθηκεύσουν προς ξήρανση και στη συνέχεια να πουλήσουν.
Δυστυχώς, όπως και εδώ, απ’ ότι φαίνεται θα δούμε φαινόμενα αισχροκέρδειας και ίσως η πολιτεία θα πρέπει από τώρα να φροντίσει για τα ζητήματα ή τουλάχιστον να βοηθήσει με κάποιους τρόπους, ώστε οι καταναλωτές να μπορέσουν να επιβιώσουν και τον επόμενο χειμώνα. Και απ’ ότι φαίνεται πάντως, οι καταναλωτές που έχουν την οικονομική δυνατότητα, καλό θα είναι να προμηθευτούν τώρα καυσόξυλα, μιας και φαίνεται οι τιμές θα είναι στο χαμηλότερο επίπεδο, γιατί όσο πλησιάζουμε στο χειμώνα θα αυξάνονται συνεχώς.
190-200 ευρώ ο τόνος
Σε γενικό επίπεδο πάντως, η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη. Αυτή την ώρα, τα καυσόξυλα στην χαμηλότερη τιμή τους, είναι από 190 έως 200 ευρώ ανά τόνο και σαφώς όλα παρασύρονται και από τις τιμές του πετρελαίου και ανάλογα με την περιοχή.
Είναι εποχή κατά την οποία ανθίζει το παρεμπόριο και αυτό που ίσως θα απάλυνε κάπως τα πράγματα, θα μπορούσε να είναι μια μείωση του ΦΠΑ, καθώς τόσο τα καυσόξυλα όσο και τα άλλα είδη θέρμανσης, είναι είδη πρώτης και καθημερινής ανάγκης.
Σε επικοινωνία που είχε ο «Πρωινός Τύπος» με εμπόρους καυσοξύλων στη Δράμα, αυτό που είπαν σε πρώτη φάση, είναι ότι «γίνεται πόλεμος». Όπως μας λένε «στις εισαγωγές που κάνουμε από Βουλγαρία υπάρχει αισχροκέρδεια, στα δικά μας τα βουνά δεν έχουμε υλοτόμους και είναι δύσκολο να κατεβάσεις την ξυλεία που θα κόψεις».
Όπως μας εξηγούν μάλιστα σε γενικό επίπεδο, «το ζήτημα με την παραγωγή καυσόξυλων στη Δράμα είναι κάπως δύσκολο. Ποσότητες ξυλείας έχουμε, όμως οι δασικοί δρόμοι δεν είναι ιδιαίτερα καλοί και υπάρχουν προβλήματα στη μεταφορά τους. Δεν έχουμε και πολλούς υλοτόμους για να κόψουν».
Όπως μας λένε πάντως, «εξαρτόμαστε από τη Βουλγαρία σε μεγάλο βαθμό, αλλά και εκεί το καυσόξυλο είναι ακριβό, εξαιτίας της όλης κατάστασης που επικρατεί».
Ρωτώντας για τις τιμές, μας λένε ότι ο μεσές πηγαίνει στα 190 ευρώ ανά τόνο και στα 180 ευρώ η οξιά. Στην ερώτηση αν αυτή την ώρα υπάρχει ζήτηση, λένε ότι προς το παρόν ο κόσμος είναι μαζεμένος και θα φανεί στη συνέχεια. «Φυσικά, είναι και το θέμα των τιμών, που προσπαθούν να δουν που θα πάνε και το σκέφτονται αν θα επιλέξουν καυσόξυλα, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, πέλετ ή ακόμα και ηλεκτρικό ρεύμα».
Μάλιστα οι τιμές του πέλετ σήμερα έφτασαν στα 400 ευρώ τον τόνο. Οι περσινές τιμές στα καυσόξυλα ήταν περίπου στα 130 ευρώ και φέτος αυτή την ώρα είναι στα 190 τον τόνο τουλάχιστον.
Χαρακτηριστικό είναι πάντως, ότι, ως ένα σημαντικό ζήτημα που θέτουν, είναι να υπάρξει μια μείωση του ΦΠΑ από το 24% στα 13%.
Αναφορικά με το εισαγόμενο καυσόξυλο από τη Βουλγαρία, τονίζουν ότι, «αν έχει ζήτηση στη Βουλγαρία και υπάρχει πρόβλημα, μπορεί να βγει η κυβέρνηση της χώρας και να κόψει την εξαγωγή προς την Ελλάδα και να τα κρατήσει για εσωτερική κατανάλωση. Εκεί θα υπάρξει πρόβλημα, εκεί ξαφνικά θα τελειώσουν όλα».
Στην ερώτηση για το τι συμβαίνει για παράδειγμα στη Δράμα με την υλοτομία, μας λένε ότι τα προβλήματα είναι πολλά. «Για παράδειγμα, δεν έχουμε αρκετούς υλοτόμους. Ακόμα, δεν μπορείς να βγάλεις μια συστάδα που έχει κοπεί πριν από 15 χρόνια. Άλλες συστάδες δεν έχουν ξύλα μέσα, άλλες είναι μακριά και δεν μπορείς να τις πλησιάσεις εύκολα και άλλες συστάδες είναι άγονες».
Γενικά πάντως υπάρχουν αρκετές δυσκολίες στο δασικό σύστημα του Νομού Δράμας, όμως όπως εξηγούν, υπάρχουν και προβλήματα με τους δασικούς δρόμους. «Τα βουνά μας δεν είναι εύκολα προσβάσιμα για λύσεις της τελευταίας στιγμής. Το Καράντερε είναι δύσκολο βουνό και είναι πρόβλημα η μεταφορά της ξυλείας από εκεί. Θα πρέπει να βρεθούν λύσεις που όμως δεν μπορούν να βοηθήσουν την τελευταία στιγμή».
Χαρακτηριστικό είναι πάντως αυτό που σημειώνουν, ότι «τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και πιστεύουμε ότι ο κόσμος θα γυρίσει στο φυσικό αέριο και στο ρεύμα, μιας και θα μπορεί να πληρώσει με δόσεις και όχι με ζεστό χρήμα άμεσα με την παραλαβή της ξυλείας. Στο ξύλο δεν μπορούμε να πουλήσουμε με πίστωση».
Για το λόγο αυτό και πέρσι υπήρξε μια μείωση στην αγορά καυσόξυλων, ενώ πριν από δύο χρόνια οι τιμές στα καυσόξυλα ήταν στα 120-130 ευρώ ο τόνος. Η ζημιά έγινε όπως λένε με την αύξηση του ΦΠΑ από το 13% στο 24%, «αλλά η κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει ότι τα καυσόξυλα είναι είδος πρώτης ανάγκης. Και σήμερα δεν ενδιαφέρονται να κάνουν κάτι γι’ αυτό».
Σχετικά με το ζήτημα αυτό, μιλήσαμε με τον Δασάρχη Κ. Νευροκοπίου κ. Μαναρίδη, ο οποίος μας αναφέρει ότι μέχρι στιγμής έχει πιστωθεί μια χρηματοδότηση της τάξης των 100.000 ευρώ για καυσόξυλα, ενώ γίνονται ενέργειες για μια νέα χρηματοδότηση 400.000 ευρώ.
Όπως σημειώνει ο κ. Μαναρίδης, «θα δοθεί γενικά μια αύξηση στα καυσόξυλα για παραγωγή από τους Δασικούς Συνεταιρισμούς και αυτό μεταφράζεται κατά μέσο όρο σε 17.000 χωρικά για δική μας παραγωγή». Όπως λέει ο ίδιος, γίνονται ενέργειες για επίσπευση των διαδικασιών για να μην χαθεί χρόνος στην παραγωγή.