Επιδότηση Καυσίμων
για τους κατοίκους της Δράμας;
Η γειτονική Ιταλία είχε εφαρμόσει τέτοιες πρακτικές για να περιορίσει τις διαρροές στη Σλοβενία Θα ήταν νόμιμη η επιδότηση αγοράς καυσίμων για τους κατοίκους της περιοχής μας;
Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου- Δικηγόρος
Τον τελευταίο χρόνο διανύουμε μια παρατεταμένη και επιζήμια ενεργειακή κρίση. Η κρίση αυτή, απόρροια διάφορων παραγόντων στην παγκόσμια σκηνή, εκτόξευσε σε ιστορικά υψηλά τις τιμές των καυσίμων και πυροδότησε αλυσιδωτές αντιδράσεις με αποκορύφωμα τον «επίμονο» πληθωρισμό. Στο πλαίσιο αυτό οι πολίτες παρατηρούν το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημά τους να μειώνεται δραστικά και αναζητούν τρόπους να περιορίσουν τα έξοδά τους όσο το δυνατόν περισσότερο. Το γεγονός πως η χώρα μας διαθέτει από τα ακριβότερα καύσιμα στην Ευρώπη σίγουρα δεν βοηθά τις προσπάθειες εξοικονόμησης.
Την ίδια στιγμή στις γειτονικές μας χώρες, όπως την Βουλγαρία και την Βόρεια Μακεδονία οι τιμές των καυσίμων βρίσκονται σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα. Όπως λοιπόν είναι λογικό, αρκετοί συμπολίτες μας από τη Δράμα και γενικά τη Βόρεια Ελλάδα μεταβαίνουν προς τις χώρες αυτές προκειμένου να γεμίσουν με καύσιμα τα οχήματά τους. Ορισμένοι μάλιστα γεμίζουν ακόμη και διάφορα μπιτόνια, ώστε να έχουν αποθέματα και να γλιτώνουν τις μετακινήσεις. Παράλληλα το γέμισμα των ρεζερβουάρ συχνά συνδυάζεται με μια βόλτα στις γειτονικές μας πόλεις, την επίσκεψη σε μαγαζιά ή σε κάποιο χώρο εστίασης.
Το παραπάνω φαινόμενο, το οποίο εντείνεται ανάλογα με τις τιμές των καυσίμων που επικρατούν στην Ελληνική επικράτεια, ενέχει αρνητικές επιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι πρατηριούχοι στη χώρα μας χάνουν αρκετούς υποψήφιους πελάτες και, συνακόλουθα, σημαντικό ποσοστό των εσόδων τους. Απασχολούν συνεπώς αναλόγως μικρότερο αριθμό εργαζομένων στα πρατήριά τους. Ταυτοχρόνως το κράτος βλέπει σημαντικά φορολογικά έσοδα από τον Φ.Π.Α. και τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης να «κάνουν φτερά» προς γειτονικές χώρες. Οι έμμεσες επιπτώσεις στον κλάδο εστίασης και λιανικής πώλησης, αλλά και σε ολόκληρη την οικονομία και την κοινωνία ίσως είναι μεγαλύτερες από όσο μπορούμε να αντιληφθούμε.
Προκειμένου να περιοριστεί ή ακόμη και να εξαλειφθεί η πρακτική μετάβασης σε γειτονικές χώρες για αγορά καυσίμων έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς διάφορες απόψεις. Για παράδειγμα, συχνά ακούμε τις εκάστοτε αντιπολιτεύσεις να απαιτούν μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης ή και αναστολή του. Άλλες φορές γίνεται λόγος για στοχευμένες παρεμβάσεις και πολιτική επιδότησης καυσίμων στην αντλία. Λιγότερο δημοφιλής είναι η άποψη υπέρ των παρεμβάσεων τοπικού χαρακτήρα, προκειμένου να περιοριστεί το πρόβλημα στις περιοχές με τις μεγαλύτερες «διαρροές». Οι επικριτές των τοπικών παρεμβάσεων κάνουν λόγο για παραβίαση της ισότητας και στρέβλωση του ανταγωνισμού. Κατά πόσο, άρα, οι παρεμβάσεις τοπικού χαρακτήρα είναι νόμιμες;
Η απάντηση στο ερώτημα έρχεται από τη γειτονική μας Ιταλία και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) με την απόφαση στην υπόθεση C-63/19 (Επιτροπή κατά Ιταλίας). Πιο αναλυτικά το ιστορικό της υπόθεσης ξεκινάει το 1996, όταν και επετράπη στην περιφέρεια Friuli-Venezia Giulia μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στη βενζίνη. Αυτή η άδεια αρχικά ίσχυε μέχρι τις 31/12/2006 και είχε ως σκοπό να εξαλείψει την πρακτική των κατοίκων της εν λόγω περιφέρειας που εφοδιάζονται με καύσιμα σε καλύτερη τιμή στην γειτονική Σλοβενία.
Ωστόσο, οι κάτοικοι της εν λόγω περιφέρειας συνέχισαν να επωφελούνται από χαμηλότερες τιμές στα καύσιμα και μετά το πέρας της ως άνω ημερομηνίας. Αυτή τη φορά οι χαμηλότερες τιμές ήταν αποτέλεσμα ενός περιφερειακού νόμου, σύμφωνα με τον οποίο οι πρατηριούχοι χορηγούσαν έκπτωση στην τιμή των καυσίμων στους κατοίκους της Friuli-Venezia Giulia, ως τελικούς καταναλωτές. Στην συνέχεια, η περιφερειακή διοίκηση επέστρεφε στους πρατηριούχους τα ποσά που αντιστοιχούσαν στη μειωμένη τιμή των καυσίμων. Σε αυτή την πρακτική ήταν αντίθετη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία υποστήριξε ότι η αναφερθείσα ρύθμιση οδηγεί σε μη επιτρεπόμενη μείωση, υπό μορφή επιστροφής, των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τη βενζίνη και το πετρέλαιο που πωλούνται στους κατοίκους της περιφέρειας κατά παράβαση της οδηγίας 2003/96/ΕΚ για τη φορολογία της ενέργειας. Συνεπώς η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Εξετάζοντας την υπόθεση το ΔΕΕ αρχικά επεσήμανε πως η οδηγία 2003/96/ΕΚ θεσπίζει ελάχιστους συντελεστές για τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης που επιβάλλεται στα προϊόντα ενέργειας, προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Παρεκκλίσεις από τους ελάχιστους συντελεστές είναι παράνομες, εκτός αν εξαιρετικά επιτραπούν σύμφωνα με την οδηγία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν αποδείχθηκε, κατά το ΔΕΕ, ότι η μείωση στην τιμή των καυσίμων για τους κατοίκους της αυτόνομης περιφέρειας Friuli Venezia Giulia οδηγεί σε παράβαση της οδηγίας 2003/96/ΕΚ για τη φορολογία της ενέργειας.
Για να καταλήξει στο παραπάνω συμπέρασμα το ΔΕΕ στηρίχθηκε σε συγκεκριμένα στοιχεία που αποσύνδεαν την επιδότηση από την επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης. Ειδικότερα, η χορήγηση της επίμαχης επιδότησης στους πολίτες που διέμεναν εντός της περιφέρειας ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία εφοδιάζονταν με καύσιμα σε άλλες περιφέρειες της Ιταλίας δύναται να θέσει εν αμφιβόλω την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ του ποσού που καταβάλλεται για την επιδότηση αυτή και των ποσών των εισπραχθέντων ειδικών φόρων καταναλώσεως. Παράλληλα η επίμαχη επιδότηση χορηγούνταν από τα συνολικά έσοδα της περιφέρειας, ενώ ο ειδικός φόρος κατανάλωσης για τα καύσιμα συνιστά φόρο τον οποίο εισπράττει το Δημόσιο και ο οποίος καταβάλλεται όταν τα καύσιμα μεταφέρονται στις δεξαμενές του πρατηρίου καυσίμων.
Παράλληλα το ΔΕΕ συμμερίστηκε την άποψη της Ιταλίας, σύμφωνα με την οποία αυτή η επιδότηση σχετίζεται μάλλον με την συνιστώσα «κόστος παραγωγής», παρά με τη συνιστώσα «Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης» της τιμής των καυσίμων, καθώς προορίζεται να εξισορροπήσει το κόστος σε περιοχή που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη υποδομών. Γίνεται λοιπόν δεκτό πως η Επιτροπή προέβη σε υπέρμετρα διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 6, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ θεωρώντας ότι οποιαδήποτε μορφή επιδοτήσεως ή επιχορηγήσεως η οποία αφορά αγαθά που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, απλώς και μόνον επειδή αυτή χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους, συνιστά επιστροφή των ειδικών φόρων κατανάλωσης και, ως εκ τούτου, καταστρατήγηση της συγκεκριμένης οδηγίας.
Αν, συνεπώς, επιχειρήσουμε να μεταφέρουμε αναλογικά την υπόθεση της γειτονικής μας Ιταλίας στα δικά μας εγχώρια δεδομένα, θα εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Αρχικά, απαντώντας στις εκκλήσεις που ακούγονται για ελαχιστοποίηση ή αναστολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα θα υποστηρίζαμε πως μόνο συγκεκριμένος περιορισμός στο όριο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Οδηγία θα ήταν νόμιμος. Αντιθέτως, αναστολή ή κατάργηση του Ειδικού Φόρου θα συνιστούσε ευθεία παράβαση της οδηγίας 2003/96/ΕΚ και θα επέφερε στη χώρα μας σοβαρές κυρώσεις.
Επιπλέον, κατ’ αναλογία προς το παράδειγμα της Ιταλίας, η θεσμοθέτηση παρεμβάσεων τοπικού χαρακτήρα θα είχε λογική υπό την προϋπόθεση βέβαια καθορισμού σαφών γεωγραφικών κριτηρίων, βάσει των οποίων θα χορηγούνταν οι όποιες εκπτώσεις ή επιδοτήσεις. Για παράδειγμα, δεν θα ήταν δυνατόν να χορηγηθούν επιδοτήσεις για συγκεκριμένες μόνο περιφερειακές ενότητες, όπως η Δράμα, καθώς σχεδόν ολόκληρη η Βόρεια Ελλάδα συνορεύει με χώρες που πωλούν φθηνότερα καύσιμα. Σαφώς προτιμητέο από άποψη συμμόρφωσης με την αρχή της ισότητας θα ήταν κάποιο μέτρο που θα χορηγούσε έκπτωση στους κατοίκους μόνο των Δήμων που συνορεύουν άμεσα με τις γειτονικές μας χώρες. Εναλλακτικά θα μπορούσε να υποστηριχθεί ένα κλιμακωτό σύστημα εκπτώσεων, ανάλογα με τη χιλιομετρική απόσταση μιας περιοχής από τα σύνορα. Με βάση ένα τέτοιο σύστημα άλλες εκπτώσεις θα χορηγούνταν σε κατοίκους του Κ. Νευροκοπίου και άλλες σε κατοίκους της Δράμας.
Επιπλέον προϋπόθεση για τη νομιμότητα οποιασδήποτε τοπικής παρέμβασης, όπως κατέδειξε το παράδειγμα της Ιταλίας, θα αποτελούσε η σαφής αποσύνδεση της έκπτωσης/ επιδότησης από την επιστροφή του φόρου κατανάλωσης μέσω, κυρίως, της ανάληψης ευθύνης από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Τέλος, προκειμένου να αποφευχθούν υπόνοιες για αθέμιτο ανταγωνισμό, όπως και στην υπόθεση της Ιταλίας, οι εκπτώσεις θα έπρεπε να χορηγούνται σε κάθε πρατήριο καυσίμων, από το οποίο εφοδιάζονται οι μόνιμοι κάτοικοι των ακριτικών περιοχών, ανεξαρτήτως αν αυτό βρίσκεται στον Προμαχώνα, στη Δράμα, ή την Θεσσαλονίκη.
Μπορούμε, επομένως, να αντιληφθούμε πως μια παρέμβαση τοπικού χαρακτήρα για να μειωθεί η τελική τιμή των καυσίμων που πληρώνει ο καταναλωτής, προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο μετακίνησης για αγορά καυσίμων σε γειτονικές χώρες θα ήταν δυνατή. Ανεξαρτήτως όμως των επιχειρημάτων υπέρ ή εναντίον της νομιμότητας τέτοιων μέτρων, απαιτείται και η ανάλογη πολιτική βούληση για την πραγματική στήριξη της τοπικής κοινωνίας…