Μερικές σκέψεις
με αφορμή την Παγκόσμια
Ημέρα της Γυναίκας
Της Πολύνας Γ. Μπανά
δικηγόρου, νομικής συμβούλου Δήμου Δράμας, συγγραφέα,
ΜΑ στην Τοπική και Περιφερειακή Ανάπτυξη και Αυτοδιοίκηση,
μέλους της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων
της Περιφέρειας Αν. Μακεδονίας-Θράκης,
ως εκπροσώπου των Δικηγορικών Συλλόγων της Περιφέρειας
Δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ, εν είδει εισαγωγής, στη Σιμόν ντε Μπωβουάρ και το εμβληματικό έργο της «Le Deuxième Sexe (Το Δεύτερο Φύλο)» (1949), το οποίο αποτελεί θεμελιώδες έργο-ορόσημο για την εξέλιξη της φεμινιστικής σκέψης και του αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση. Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, στο συγκεκριμένο βιβλίο της, υπογράμμιζε ότι, στα πλαίσια του πατριαρχικού συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας καθώς και των καθιερωμένων διαδικασιών και μηχανισμών αυτού, η γυναίκα προσδιορίζεται ως ο κοινωνικός «Άλλος», δηλαδή αυτός που δεν είναι «Άνδρας», δηλαδή ως το «δεύτερο φύλο». Υποστήριζε, επίσης, ότι ουσιώδη όρο της γυναικείας καταπίεσης και υποτέλειας αποτελεί η περιχαράκωση των γυναικών στον «βιολογικό» τους ρόλο (δηλαδή, στην αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους, τη μητρότητα, την ανατροφή των παιδιών και την φροντίδα του οίκου). Παρουσίασε δε, την ταυτότητα της γυναίκας ως ένα κοινωνικό κατασκεύασμα που συντηρεί συγκεκριμένες έμφυλες σχέσεις εξουσίας, αναδεικνύοντας, συγχρόνως, την αντίληψη του φύλου ως ενός προϊόντος ιστορικών διεργασιών αφενός κοινωνικής κατασκευής και αφετέρου πολιτισμικής δράσης. Μία προσέγγιση, η οποία συνοψίζεται, με τον πλέον εύγλωττο τρόπο, στο διάσημο πλέον αφορισμό της «Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι».
Εν προκειμένω, με καλή αφορμή (και αφετηρία) την τρέχουσα επικαιρότητα τόσο των επικείμενων εθνικών εκλογών όσο και των, ομοίως, επικείμενων δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, αξίζει ν΄ αναφερθούμε, ειδικότερα, στην ενασχόληση των ελληνίδων γυναικών με την πολιτική και δη στην ιδιαιτέρως μειωμένη ανάμειξη αυτών στην εν γένει πολιτική διαδικασία (πέραν, εξυπακούεται, της αναγκαίας ελάχιστης ανάμειξης ακριβώς λόγω της ισχύουσας, υποχρεωτικής ποσόστωσης, η οποία, μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι, στην πράξη, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες και αξιώσεις τόσο από την πλευρά των συνδυασμών όσο και από την πλευρά των ιδίων των υποψηφίων γυναικών) και, κυρίως, στις όλως μειοψηφικές μέχρι σήμερα ανάδειξη και συμμετοχή αυτών σε αιρετές θέσεις, σε όλα τα επίπεδα της εν λόγω πολιτικής διαδικασίας (εθνικό, περιφερειακό και δημοτικό-τοπικό).
Ως βασική αιτία για τις εν λόγω, ιδιαιτέρως συρρικνωμένη και όλως μειοψηφική, αντιστοίχως, ανάμειξη στον χώρο της άσκησης δημόσιας εξουσίας και συμμετοχή των γυναικών σε αιρετές θέσεις αυτού όλων των ως άνω επιπέδων, αναδεικνύονται οι διαχρονικά ανδροκεντρικές και, κατ΄ακολουθίαν, ανδροκρατούμενες (πατριαρχικές) συγκρότηση, διάρθρωση και δομή της κοινωνίας ως οργανωμένου συνόλου συμβίωσης των ανθρώπων, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι οποίες εδράζονται στην παραδοσιακή διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών, ως βασικών κοινωνικών κατηγοριών, σύμφωνα με τη «φύση» και τον εξ αυτής απορρέοντα «βιολογικό» ρόλο εκάστου εξ αυτών και, ως εκ τούτου, στην κατ΄ουσίαν «διχοτόμηση» των δύο φύλων. Η εν λόγω «διχοτόμηση» των δύο φύλων, ως θεμέλιο και, ταυτοχρόνως, ως κυρίαρχο συστατικό στοιχείο αυτής καθαυτής της μακραίωνης φύσης της ανθρώπινης κοινωνίας ως ανδροκεντρικής και ανδροκρατούμενης, έγκειται και, συγχρόνως, αναπαράγει και διαιωνίζει, από τη μία πλευρά, τη μονοπωλιακή κυριαρχία του άνδρα, ως «πρώτου» («δυνατού») φύλου, στη δημόσια σφαίρα (δηλαδή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας) και, από την άλλη πλευρά, τον αποκλειστικό περιορισμό και την περιχαράκωση της γυναίκας, ως «δεύτερου» («ασθενούς») φύλου, στην ιδιωτική σφαίρα (δηλαδή, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, στη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους, τη μητρότητα, την ανατροφή των παιδιών και τα οικιακά). Σημειωτέον, επίσης, ότι η εν λόγω διαφοροποίηση και, για την ακρίβεια, η εν λόγω αντιδιαστολή μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας συνεπάγεται, εξ ορισμού, τη δημιουργία ετερογενών καθώς και αυστηρά οριοθετημένων και διακριτών μεταξύ τους χώρων μέσα στο ίδιο το οργανωμένο σύστημα της κοινωνικής συμβίωσης των ανθρώπων, δηλαδή μέσα στην ίδια την κοινωνία. Σε έκαστο δε εκ των εν λόγω διακριτών και αυστηρά οριοθετημένων χώρων, επιβάλλεται ευθέως από τα μακραίωνα, παραδοσιακά και στερεοτυπικά συστήματα αξιών, ιδεών και συμπεριφορών, να δραστηριοποιούνται τα δύο φύλα, χωριστά κι αποκομμένα και δη, όπως ήδη ελέχθη, στο μεν δημόσιο (πολιτικό) χώρο οι άνδρες, στον δε ιδιωτικό χώρο οι γυναίκες.
Η προαναφερθείσα, διαχρονικά ανδροκεντρική και ανδροκρατούμενη φύση της οργάνωσης, της διάρθρωσης και της δομής της ανθρώπινης κοινωνίας στη μέχρι σήμερα πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι, αντανακλάται, διέπει και χαρακτηρίζει, ευνοήτως, και όλους τους κοινωνικούς θεσμούς, τις κοινωνικές δυνάμεις και διαδικασίες που αναπτύσσονται και περιλαμβάνονται στους κόλπους της κοινωνίας αυτής, όπως, μεταξύ άλλων, είναι, εν προκειμένω, και τα πολιτικά κόμματα. Αναπόδραστα, λοιπόν, τα πολιτικά κόμματα υπήρξαν, από τη γένεσή τους και σ΄ όλη την πορεία της ιστορικής εξέλιξής τους, φύσει ανδροκεντρικά και ανδροκρατούμενα. Το γεγονός αυτό αποτελεί, εκ των πραγμάτων, μία ακόμη βασική αιτία για την όλως μειωμένη ανάμειξη των γυναικών στην ενεργό πολιτική (πέραν, ως ήδη ελέχθη, της αναγκαίας ελάχιστης, ακριβώς λόγω της ισχύουσας, υποχρεωτικής ποσόστωσης) και, κυρίως, για την όλως μειοψηφική μέχρι σήμερα ανάδειξη και συμμετοχή αυτών σε αιρετές θέσεις, σε όλα τα επίπεδα της ενεργούς πολιτικής (εθνικού, περιφερειακού και δημοτικού-τοπικού), καθόσον δημιουργούσε αλλά και εξακολουθεί, εν πολλοίς, να δημιουργεί για τις γυναίκες, πέραν αυτού καθαυτού του γενικού μετώπου της ιδίας της κοινωνίας και των, κατά τα ανωτέρω, στερεοτυπικών αντιλήψεων, ιδεών και συμπεριφορών αυτής σε βάρος των γυναικών, και ένα δεύτερο επιμέρους μέτωπο σε βάρος αυτών, το οποίο βρίσκεται στο ίδιο το εσωτερικό των πολιτικών κομμάτων και στο οποίο οι γυναίκες θα πρέπει να αγωνισθούν, ταυτόχρονα και παράλληλα, με το εξωτερικό γενικό μέτωπο της κοινωνίας, προκειμένου να επιδιώξουν και να επιτύχουν την είσοδό τους και, περαιτέρω, την τελέσφορη επιβίωση και την ανέλιξή τους, στη δημόσια σφαίρα και την πολιτική. Πλην όμως, ο διμέτωπος αυτός χαρακτήρας της προσπάθειας που οι γυναίκες πρέπει να καταβάλουν σχετικώς, αποδεικνύεται, στις πλείστες των περιπτώσεων, εξουθενωτικός, στην πράξη, γι΄ αυτές και, ως εκ τούτου, λειτουργεί γενικά, ακόμη και εκ προοιμίου, ως ιδιαιτέρως αποθαρρυντικός και αποτρεπτικός παράγοντας για τις με αξιώσεις ανάμειξη και ενασχόλησή τους στην πολιτική διαδικασία και, βεβαίως, ως ιδιαιτέρως ανασταλτικός έως και απαγορευτικός παράγοντας για τις επιτυχείς ανάδειξη και συμμετοχή τους στις εν γένει αιρετές θέσεις της εν λόγω πολιτικής διαδικασίας.
Περαιτέρω, μία άλλη βασική αιτία για την ιδιαιτέρως περιορισμένη γυναικεία ανάμειξη στο δημόσιο βίο (πέραν, πάντα, της αναγκαίας ελάχιστης, ακριβώς λόγω της ισχύουσας, υποχρεωτικής ποσόστωσης) και, κυρίως, για τις όλως μειοψηφικές μέχρι σήμερα ανάδειξη και συμμετοχή των γυναικών σε αιρετές θέσεις, σε όλα τα επίπεδα του εν λόγω δημόσιου βίου (εθνικό, περιφερειακό και δημοτικό-τοπικό), αποτελεί το γεγονός ότι οι εν λόγω, απορρέουσες εκ της προεκτεθείσας «διχοτόμησης» των δύο φύλων μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού βίου, παραδοσιακές και στερεοτυπικές αντιλήψεις, πεποιθήσεις και συμπεριφορές απέναντι στις γυναίκες αφομοιώνονται, εσωτερικεύονται και, εν τέλει, ενσωματώνονται, από τους άνδρες (και τα αγόρια) και, κυρίως, από τις ίδιες τις γυναίκες (και τα κορίτσια), ως βασικές κοινωνικές κατηγορίες. Αναλυτικότερα, άνδρες (και αγόρια) και γυναίκες (και κορίτσια) εξακολουθούν, εν πολλοίς, στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, να γαλουχούνται, διαπλάθονται και διαπαιδαγωγούνται και δη εξ απαλών ονύχων, τόσο από τους διαχρονικά κατεστημένους κοινωνικούς θεσμούς (δηλαδή, οικογένεια, εκπαίδευση, πολιτισμό) όσο και από τους νεόκοπους-σύγχρονους (πλην όμως, επιδραστικότατους για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και της συλλογικής συνείδησης) κοινωνικούς θεσμούς (δηλαδή, μέσα μαζικής ενημέρωσης και μέσα κοινωνικής δικτύωσης), στην από μέρους τους εξοικείωση, αποδοχή, εμπέδωση και υιοθέτηση (δηλαδή, με μία λέξη, στην από μέρους τους εσωτερίκευση) των έμφυλων στερεοτύπων και προκαταλήψεων καθώς και των κοινωνικά κατασκευασμένων τρόπων συμπεριφοράς και προτύπων ζωής και, ειδικότερα, εν προκειμένω, του εν λόγω περιχαρακωμένου, «κοινωνικά κατασκευασμένου» και «πολιτισμικά προκαθορισμένου» ρόλου των γυναικών στη σφαίρα της οικιακής οικονομίας και της ιδιωτικής ζωής και, κατ΄ακολουθίαν, στην από μέρους τους πρόταξη, ως ιεραρχικού συστήματος αξιών, ιδεών και προτεραιοτήτων καθώς και ως μοντέλου συμπεριφοράς και τρόπου ζωής, του ιδιωτικού και δη του οικογενειακού έναντι (και σε βάρος) του δημόσιου και του συλλογικού.
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι, στην ελληνική κοινωνία, αφενός σημειώθηκαν, τις τελευταίες δεκαετίες, σημαντικά βήματα εξέλιξης και προόδου που επέτρεψαν στις γυναίκες να εισέλθουν δυναμικά στην αγορά εργασίας και αφετέρου ο κοινωνικός θεσμός της οικογένειας βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο του συστήματος κοινωνικών αξιών και κατέχει την πρωτοκαθεδρία στη συλλογική συνείδηση του ελληνικού λαού. Υπό τις προπεριγραφείσες αυτές συνθήκες, οι γυναίκες, στην ελληνική κοινωνία, εξακολουθούν, κατά κανόνα, να επωμίζονται, παράλληλα με την εργασιακή τους απασχόληση, και την αποκλειστική ανατροφή των παιδιών και την φροντίδα του οίκου. Ως εκ τούτου, ως μία ακόμη βασική αιτία για την εν λόγω, ιδιαιτέρως μειωμένη συμμετοχή των ελληνίδων γυναικών στη δημόσια ζωή και, έτι περαιτέρω, για τις όλως μειοψηφικές μέχρι σήμερα ανάδειξη και συμμετοχή αυτών σε αιρετές θέσεις, η οποία έρχεται να προστεθεί στις ήδη εκτιθέμενες και να επενεργήσει σωρευτικά και συνδυαστικά με αυτές ως ανασταλτικός και αποτρεπτικός παράγοντας των εν λόγω γυναικείων συμμετοχής και ανάδειξης σε αιρετές θέσεις, αναδεικνύεται και το προαναφερθέν γεγονός ότι οι ελληνίδες γυναίκες είναι, ως επί το πλείστον, συγχρόνως εργαζόμενες, σύζυγοι, μητέρες και νοικοκυρές, δηλαδή οι ελληνίδες γυναίκες αναλαμβάνουν και συνδυάζουν, στη ζωή τους, πολλαπλούς και ταυτόχρονους ρόλους, επιφορτιζόμενες με τις αυξημένες ευθύνες που οι περισσότεροι και ταυτόχρονοι αυτοί ρόλοι συνεπάγονται και διάγοντας μία καθημερινότητα με υπερεντατικούς και εξαντλητικούς ρυθμούς, η οποία δεν τους επιτρέπει, στην πράξη, να ασχοληθούν, πέραν των ως άνω πολλαπλών υποχρεώσεων και καθηκόντων τους, και με μία δραστηριότητα τόσο χρονοβόρα και απαιτητική όπως είναι τα κοινά.
Ανακεφαλαιώνοντας, από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι οι αιτίες για τις εν λόγω, όλως περιορισμένη ανάμειξη των γυναικών στην πολιτική και, έτι περαιτέρω, όλως μειοψηφική ανάδειξη αυτών σε αιρετές θέσεις είναι πολλαπλές και, συγχρόνως, αλληλένδετες μεταξύ τους και, έτι περαιτέρω, ότι αυτές συγκροτούν ένα σύνθετο σύνολο ιστορικο-κοινωνικών, μορφωτικών, οικονομικών και πολιτικών αιτιών, με προεξάρχουσα την από αρχαιοτάτων χρόνων φύση της ίδιας της κοινωνίας ως ανδροκεντρικής και ανδροκρατούμενης, από την οποία και απορρέει η μακραίωνη διάκριση-«διχοτόμηση» των δύο φύλων και, ειδικότερα, η αποκλειστική κυριαρχία του άνδρα στη δημόσια σφαίρα και ο αποκλειστικός περιορισμός της γυναίκας, στην ιδιωτική σφαίρα.-