ΟΡΚΟΣ
Πετριές στα παραθύρια οι άσπλαχνες προφητείες
και τα σημάδια της καταιγίδας άνεμος κρύος και παγωνιά.
Ποιος παρηγόρησε τα παλικάρια που χάθηκαν στο μονοπάτι του ήλιου;
Μέτρησαν δέκα βήματα ως τον τοίχο με τα σκοτωμένα πουλιά
κι έμειναν εκεί να περιμένουν την επόμενη σφαίρα.
Χρόνια πολλά περίμεναν να συντροφεύουν τη θλίψη,
άσπρισαν τα μαλλιά τους από την ευθύνη να θάψουν τους νεκρούς.
Και τα σπαθιά των ημερών αμέτρητα στα κορμιά τους
και τα βήματα των αγαπημένων τους ν’ ακούγονται ξεκάθαρα.
Δάκρυσε η μέρα απ’ τη σιγανή ψιχάλα που έπεσε πάνω στις μνήμες,
έφυγε ο χρόνος απ’ τα μισάνοιχτα πουκάμισα των κεκοιμημένων.
Και η πόρτα της μοίρας κλειστή
και οι στιγμές χαμένες στη σιωπή.
Τα κεριά μετρούν τους καημούς έναν-έναν,
άφησαν το χαμόγελό τους οι λεβέντες
που ξεψύχησαν με την πίκρα στο στόμα.
Το χώμα καλά φυλαγμένο στις χούφτες τους,
το χώμα αυτό, ματοβαμμένος όρκος δικός μας.
Κι ο άνεμος να ψιθυρίζει αμαρτίες αφανέρωτες
κι ο άνεμος να ψιθυρίζει προσευχές,
να ψιθυρίζει προσευχές…
Ιωάννα Αθανασιάδου
(Αφιερωμένο στη μνήμη του παππού μου Βασίλη Παγωνίδη που τον σκότωσαν οι Βούλγαροι τον Σεπτέμβη του 1941 στον Καλό Αγρό της Δράμας)