Μιλάει στον «Π.Τ.» η δ/ντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δράμας
Τα μνημεία της Δράμας
αναδεικνύουν περίτρανα
την Ιστορικότητα της περιοχής
«Αποτελούν την παρακαταθήκη του λαού, απτό τμήμα της παράδοσης και πηγή της ιστορίας του»
Του Θανάση Πολυμένη
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ διάστημα έχουμε δει στη Δράμα, μέσω των διαφόρων έργων από το δίκτυο φυσικού αερίου, να έρχονται στο φως αρκετές και σημαντικές αρχαιότητες. Η Δράμα αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι έχει μακραίωνη ιστορία και μνημεία μέσα από τα οποία αναδεικνύεται η ιστορικότητα της περιοχής της.
Μια απλή επίσκεψη να κάνει κάποιος στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας, αλλά και στους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής, αρκεί για να καταλάβει το ρόλο που έχει παίξει αυτή ανά τους αιώνες.
Η περιοχή της Δράμας, διαθέτει μνημεία και χώρους από τους προϊστορικούς χρόνους ακόμα, περνάει μέσα από τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους και μέσα από το Βυζάντιο φτάνει στα τουρκοκρατούμενα χρόνια μέχρι και σήμερα.
Όλα αυτά τα μνημεία, μπορούν να μας ταξιδέψουν στο παρελθόν, και σίγουρα αποτελούν «την παρακαταθήκη κάθε λαού, η οποία εγχαράσσεται στα μνημεία του, τα οποία αποτελούν το απτό τμήμα της παράδοσης και πηγή της ιστορίας του», όπως επισημαίνει μιλώντας στον «Π.Τ.» η αναπληρώτρια διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δράμας κα. Βασιλική Πουλιούδη.
Όπως αναφέρει η ίδια, η αξία όλων αυτών των μνημείων είναι ανεκτίμητη, «κι αυτό γιατί καταμαρτυρούν την αισθητική ποιότητα του λαού σε μια συγκεκριμένη εποχή και αποτυπώνουν την ιδεολογία της κοινωνίας. Γίνονται «γέφυρες» που ενώνουν το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον και οι συνεχιστές συλλογικών αξιών, ηθών και εθίμων».
Όπως εξηγεί στον «Π.Τ.» η κα. Πουλιούδη, «θα τα χαρακτηρίζαμε ως τα υλικά απομεινάρια του παρελθόντος μέσω των οποίων τονώνεται η εθνική συνείδηση και εξασφαλίζεται η συνοχή των μελών της εθνικής κοινότητας. Αποτελούν πολύτιμους “πληροφοριοδότες” της μακραίωνης ιστορικής διαδρομής του έθνους, γνωστοποιούν στοιχεία του παρελθόντος βοηθώντας τον άνθρωπο στις επιλογές του παρόντος και εμπνέοντας την αναγκαιότητα της δράσης και της πάλης για μια ανώτερη ποιότητα ζωής».
Όπως σημειώνει η κα. Πουλιούδη, «παρ’ όλη την ιστορική και πολιτισμική τους αξία, ορισμένοι προβαίνουν σε βέβηλες ενέργειες προς τα σύμβολα του έθνους και του πολιτισμού, επιδεικνύοντας αγνωμοσύνη απέναντι στο έργο των προγόνων και ασέβεια απέναντι στην παράδοση. Συχνοί είναι οι βανδαλισμοί, η αισθητική τους παραμόρφωση και κάθε είδους αρχαιοκαπηλία».
Ερωτώμενη σχετικά με το θέμα της διατήρησης του παραδοσιακού στοιχείου και κατά πόσο αυτή αφορά τη συλλογική μνήμη, η ίδια επισημαίνει ότι, «η αδιαφορία του σημερινού ανθρώπου, του εγκλεισμένου στον ατομικισμό του, για οτιδήποτε συνιστά συλλογική μνήμη, τον ωθεί στο να στραφεί στον απόλυτο νεωτερισμό. Αν θέλουμε όμως κοινωνία με συνοχή, με ταυτότητα και ρίζες, θα αναζητήσουμε την ισορροπία του παλιού με το σύγχρονο, τη ζεύξη παραδοσιακού και νεωτεριστικού. Κάθε κοινωνία έχει ανάγκη και τα δύο».
Χαρακτηριστικά σημειώνει ακόμα η κα. Πουλιούδη ότι, «η διαδικασία πληροφόρησης και επίγνωσης, πρέπει να αρχίζει από εκεί. Το σχολείο θα μας φέρει σε επαφή με την παράδοση και την ιστορία, παρέχοντας ευκαιρίες πρόσβασης στα μνημεία. Μπορεί να βοηθήσει να τα εντάξουν στην καθημερινότητά μας, να προσφέρει νέες προοπτικές, μέσα από συχνότερες ενεργητικές επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους, σε μουσεία, μέσα από την προσέγγισή τους με αφορμή μια εκδήλωση, την παρουσίαση ενός βιβλίου, την προβολή ενός ντοκιμαντέρ, την παρουσίαση μιας θεατρικής παράστασης και άλλα».
Όπως τέλος εξηγεί η ίδια, «Κάθε επίσκεψη θα πρέπει να αποτελεί έναν επιτυχή συνδυασμό μόρφωσης και ψυχαγωγίας με απώτερο στόχο την συναισθηματική συμμετοχή του επισκέπτη. Ειδικά, σήμερα, με τη συνδρομή της ψηφιακής τεχνολογίας η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά, μπορούμε να προσεγγίσουμε μέσα από μια νέα οπτική, πιο θεαματική και τρισδιάστατη. Η εικονική πραγματικότητα θα αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον του κοινού, αναβαθμίζοντας την πολιτισμική εμπειρία του επισκέπτη».