Την γλώσσα μου έδωσαν
Ελληνική (Οδυσσέας Ελύτης)
Του Γιάννη Β. Ευσταθιάδη
πρ. Σχολικού Συμβούλου Α/θμιας Εκπ/σης
Η αρχαία ελληνική γλώσσα είχε κάτι το λυρικό (κελάρυσμα) στην έκφρασή της και το όφειλε, κατά ομολογία επιφανών γλωσσολόγων, στη συχνή χρήση των φωνηέντων με τα ιδιόμορφα ηχητικά πατήματά τους και τα ενδοχρονικά -κατά περίπτωση – σκαμπανευάσματά τους. Έτσι, για παράδειγμα, το ήτα (η) προφέρονταν χρονικά πιο παρατεταμένο από το γιώτα (ι) όπως το ίδιο και το ωμέγα (ω) σε σχέση με το όμικρον (ο), εξ ου και η κατηγοροποίηση και, κατ’ ακολουθία ονοματολογική διάκρισή τους, αντίστοιχα, σε μακρά και βραχέα.
Παρόμοιο λυρικό στοιχείο στη γλώσσα τους, με βάση πάντοτε τα φωνήεντα, είχαν και οι Ρωμαίοι. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι εκείνοι κληροδότησαν το στοιχείο αυτό στους απογόνους τους, κρατήθηκε στο χρόνο, κι έφτασε μέχρι και τους σημερινούς Ιταλούς, κάτι που το διαπιστώνουμε, εξάλλου, στην προφορά τους. Ασφαλώς, παρόμοια συνέχεια υπήρξε και στη δική μας γλώσσα, μόνο που αυτή, σύμφωνα με ειδικές μελέτες, ανακόπηκε στην πορεία και μάλιστα επί τουρκοκρατίας και εξ αιτίας της τουρκοκρατίας. Η υπεροχή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη μουσικότητα, και όχι μόνο, έναντι των λατινικών ήταν εμφανής τόσο που οι Ρωμαίοι διανοούμενοι, ως οι πλέον φερέγγυοι μελετητές, τη θαύμαζαν αφάνταστα. Απόδειξη η ρήση του Κικέρωνα: “Εάν οι Θεοί ομιλούν, τότε σίγουρα χρησιμοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων”.
Ο λυρισμός της γλώσσας ασφαλώς και οφείλεται στην ευρεία χρήση των φωνηέντων και η χρήση των φωνηέντων, μεταξύ των άλλων, και στις τοπικές κλιματολογικές συνθήκες (ήλιος, φωτεινότητα, ζέστη άρα καλή ψυχική διάθεση και κατ’ ακολουθία διάθεση για έκφραση) σε αντίθεση με του Βόρειους, που, λόγω κλίματος (συχνές βροχές, μεγάλη διάρκεια ψύχους, ψυχοπλακώματα κλπ), χρησιμοποιούν, αυτονόητα, στη γλώσσα τους περισσότερα σύμφωνα αντί για φωνήεντα και η διάθεση για έκφραση όχι ιδιαίτερα μεγάλη. Έτσι λοιπόν, στις βόρειες γλώσσες θα βρείς λέξεις που να περιλαμβάνουν έξη ή και περισσότερα σύμφωνα και από φωνήεντα μόνο ένα (Γερμ:Schwarz μαύρος), ενώ στην ελληνική το εντυπωσιακό μία, δύο ή και περισσότερες λέξεις χωρίς ούτ’ ένα σύμφωνο. Έλεγε, για παράδειγμα, η ευχή της αρχαίας μάνας προς τον γιο : “Οία Ηώ, ω υιέ, αεί είη” ( Να είσαι, γιε μου, πάντα σαν την Ηώ).
Σε ό,τι αφορά την κυριολεξία, εκτιμώ ότι αυτή φέρει δυο διαστάσεις, την ακρίβεια της έκφρασης και την πηγαία. Η ακρίβεια της έκφρασης έχει να κάνει με το νοηματικό μέρος της γλώσσας, η πηγαία με το συναισθηματικό – ψυχικό. Έτσι, όταν βρίσκεσαι στην ανάγκη να εκφραστείς επακριβώς πάνω σ’ αυτό που εννοείς, αναζητάς την πιο κατάλληλη λέξη (νοηματικό) και, βρίσκοντάς την, την επενδύεις και με χρώμα, στόμφο, καθαρότητα φωνής και πειστικότητα (συναισθηματικό-ψυχικό). Η ελληνική γλώσσα έχει τη χάρη να σε διευκολύνει και στις δυο αυτές περιπτώσεις:
Στο νοηματικό είναι η ποικιλία των λέξεων γύρω από μια έννοια και σύνθετα η ακριβολογία της καθεμιάς από αυτές, στο βαθμό που όμοιές τους (ποικιλία-ακριβολογία) να μην απαντώνται σε άλλες γλώσσες. Γι’ αυτό και οι λέξεις φιλοτιμία, προθυμία, άμιλλα, σάρκα και άλλες δεν υπάρχουν σε ξένα λεξιλόγια με τον τρόπο που εμείς τις κατανοούμε και τις χειριζόμαστε. Συγκεκριμένα, εμείς άλλο πράμα εννοούμε κάνοντας χρήση της λέξης άμιλλα και άλλο της λέξης ανταγωνισμός ή συναγωνισμός. Ο δυτικός δεν κατανοεί τη νοηματική και ποιοτική διαφορά των λέξεων και ούτε διαθέτει το πλεονέκτημα της ευχέρειας, της ευελιξίας και ακρίβειας των επιλογών. Γι’ αυτό και προσφεύγει στον περιφραστικό λόγο. Ένα παράδειγμα: Η γνωστή ρήση ” το μεν σώμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής” δεν μπορεί να κατανοηθεί και να αποδοθεί στα γερμανικά -υποθέτω και σε άλλες γλώσσες – κατά τον τρόπο που κατανοείται και αποδίδεται στα ελληνικά ακόμη και στην ηχητική του λόγου, γιατί η αντίστοιχη γερμανική λέξη στο “πρόθυμον” είναι η λέξη “θέληση”, στο “σαρξ” το κρέας και στο “ασθενής” ο άρρωστος. Πάρε τώρα εσύ τις λέξεις θέληση, κρέας, άρρωστος και κάνε την παραπάνω ρήση. Μπορείς; Δεν μπορείς και ο λόγος, ότι λείπει το κυριολεκτικό στοιχείο, η ακρίβεια της έννοιας, έξω η ροή του λόγου, η ευαισθησία, η χροιά, η αύρα, η πνοή, το κέντημα της έκφρασης. Περιττό να επισημάνω ότι και στις περιπτώσεις αυτές η συνδρομή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι τεράστια και μοναδική, παρά ότι εμείς οι τωρινοί, οι όποιοι τωρινοί, πες εξυπνάκηδες, τσακίζουμε τα κόκαλά της με τα τερτίπια μας, τα κουτσαβίστικά μας, τα πολύξερά μας και τα ιδιόστροφα ιδεοληπτικά μας και δεν ξέρω με τι άλλο ακόμη.
Στο συναισθηματικό- ψυχικό ανάμεσα στα άλλα καλός υπηρέτης είναι και η μητρική γλώσσα με τις όποιες διαλεκτικές της μορφές. Μη σε ταλαιπωρώ, αναλογίσου τούτο μόνο: Πότε το ευχαριστιέσαι καλύτερα, όταν θέλεις να αποφορτίσεις το μέσα σου από αυτά που εδώ σε βαραίνουν εκεί σε πνίγουν, όταν θέλεις να πεις ακριβώς και από καρδιάς αυτά που θέλεις να πεις, όταν, τέλος – πάντων, θέλεις να αποπάρεις, καταλαβαίνει – δεν καταλαβαίνει, κάποιον που αναίτια σε πρόσβαλε, σε έθιξε , σου τέντωσε τα νεύρα, με τα νεοελληνικά σου ή με εκείνα της γονιδιακής σου προέλευσης, τουτέστιν, τα ποντιακά σου, τα θρακιώτικά σου, τα κρητικά σου, τα βλάχικά σου κ.λ.π. Εύκολο να το πεις. Γι’αυτό, η γλώσσα σου και τα μάτια σου. Τη γλώσσα σου και τη γλώσσα μου, που μας την έδωσαν Ελληνική!!!