Η σχέση Χριστιανισμού
και Ελληνισμού
και το έργο των Τριών Ιεραρχών
Ομιλία που εκφωνήθηκε στον Ι.Ν. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της Μητροπόλεως Δράμας κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών
Του Δρ. Θανάση Διαλεκτόπουλου, Διευθυντή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δράμας
Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού και την εξάπλωση της διδασκαλίας του Χριστού μέσω των μαθητών του και των αποστόλων, ιδίως του Παύλου, άρχισε να ανακύπτει βαθμηδόν το το ζήτημα της σχέσης μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού, μεταξύ χριστιανικής διδασκαλίας και ελληνικής φιλοσοφίας και φιλολογίας. Το γεγονός ότι στα γραπτά μνημεία της αρχαιότητας έβρισκε κανείς γνώμες σύμφωνες προς το χριστιανικό πνεύμα, αλλά και αντιλήψεις και πράξεις που απάδουν προς τη χριστιανική διδασκαλία οδήγησε νωρίς, ήδη από τις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, στη διάκριση δυο κατηγοριών χριστιανών.
Πρώτον: τους υπερ-αυστηρούς και συντηρητικούς, που σε καθετί το μη χριστιανικό διέβλεπαν διαβολική επίδραση, περιφρονούσαν όλα τα προϊόντα του ελληνικού πνεύματος και τα καταδίκαζαν ως επικίνδυνα για τη χριστιανική πίστη. Έβλεπαν γενικά ως ειδωλολατρικό τον αρχαίο κλασικό κόσμο, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε πολύ γρήγορα το όνομα «Έλλην» να συμπέσει, με την έννοια «ειδωλολάτρης, μη χριστιανός». Οι πολέμιοι αυτοί είχαν τις αντιρρήσεις τους για την ωφελιμότητα της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης και παιδείας στη χριστιανική θρησκεία για τους εξής λόγους:
α) διέκριναν τον κίνδυνο να εξελληνιστεί τόσο πολύ ο χριστιανισμός, ώστε να αποτελέσει ουσιαστικά ένα παρακλάδι, μιαν «αίρεση» του Ελληνισμού.
β) αντιπαθούσαν τις ελληνικές παγανιστικές τέχνες (ρητορεία, φιλοσοφία κλπ.) καθότι διέκριναν σ’ αυτές όλα εκείνα τα στοιχεία που διαβρώνουν και διαφθείρουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου.
γ) πίστευαν ότι η χρήση των ελληνικών τρόπων σκέψης έκανε δύσκολο για τον άνθρωπο το σωτηριολογικό έργο του χριστιανισμού.
Από την άλλη πλευρά ήταν οι προοδευτικοί και ανεκτικοί απέναντι στην ελληνική παιδεία, εκείνοι δηλαδή που όντας φιλελεύθεροι και διαθέτοντας ευρύτερο πνεύμα διέβλεπαν «σπέρματα αληθείας» στα ελληνικά συγγράμματα και γι’ αυτό η στάση τους προς αυτά όχι μόνο δεν ήταν εχθρική, αλλά αντιθέτως, πολλές φορές συνιστούσαν τη μελέτη τους. Αυτοί ήταν προσκολλημένοι στον Ελληνισμό, διότι, πρώτον, ήταν και οι ίδιοι μύστες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης και δεύτερον, διότι πίστευαν στον ήπιο εξελληνισμό του Χριστιανισμού.
Με το πέρασμα του χρόνου και κάτω από την πίεση μιας φανερής ανάγκης αλλά και ένεκα της επέκτασης της χριστιανικής κοινότητας, εμφανίστηκαν μερικές λεπτές αποχρώσεις. Ήταν η προσπάθεια του χριστιανισμού να κατακτήσει αυτός ουσιαστικά τον Ελληνισμό, να γίνει δηλαδή ένας εκχριστιανισμός του Ελληνισμού – όχι στην επιφάνεια αλλά στην ουσία. Ήταν ανάγκη να κάνει ο Χριστιανισμός χρήση του ελληνικού πολιτισμού στα μέσα της έκφρασής του, όπως όλοι οι κάτοικοι της ελληνορωμαϊκής οικουμένης στα χρόνια αυτά. Πήρε έτσι από τον Ελληνισμό τη γλώσσα και τις μορφές έκφρασης, χωρίς όμως να επιδοθεί στην καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων. Προς το τέλος του 2ου αιώνα, όταν πλέον η απολογητική για τις αξίες του ελληνισμού είχε προχωρήσει για καλά, άρχισε πολύ δειλά να καλλιεργείται και η ομιλητική με το κήρυγμα, με βάση τα ελληνικά πρότυπα. Πολλοί απολογητές πίστευαν ότι οι εθνικοί φιλόσοφοι με το φωτισμό του Θεού, «κατά συμπάθειαν της παρά του Θεού πνοής» δίδαξαν «σπέρματα αληθείας» και γι’ αυτό βρίσκουμε στα συγγράμματά τους διδάγματα όχι ξένα προς τη διδασκαλία του Χριστού.
Για την αρμονική σχέση μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνικής φιλοσοφίας, ο μάρτυρας Ιουστίνος είναι πιο θετικός από όλους τους χριστιανούς θεολόγους. Γι’ αυτόν, το Ευαγγέλιο και τα καλύτερα στοιχεία από τον Πλάτωνα και τους στωικούς είναι σχεδόν ταυτόσημοι δρόμοι που οδηγούν στην ίδια αλήθεια. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες είναι οι αντιλήψεις του που εκθέτονται στην Πρώτη και Δεύτερη Απολογία του. Εκεί διατυπώνεται και η περίφημη θεωρία «περί σπερματικού λόγου» ο οποίος έκανε τους φιλοσόφους «αμυδρώς όραν» τα πράγματα και έτσι τα διδάγματα της φιλοσοφίας δεν είναι ξένα προς τη χριστιανική διδασκαλία, «ουκ αλλότρια έστι του Χριστού». Γι’ αυτό και ονομάζει τους αρχαίους φιλοσόφους «χριστιανούς» μολονότι έζησαν προ Χριστού.
Όλη η διδασκαλία του Ιησού ταυτίζεται απόλυτα με την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και ως προς αυτό υπάρχει σωρεία παραδειγμάτων. Ενδεικτικά αναφέρω:
Ιησούς: “Ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται.”
Χείλων ο Λακεδαιμόνιος (600 π.Χ.): “Τα μεν υψηλά ταπεινούν, τα δε ταπεινά υψούν.”
Ιησούς: “Αγαπάτε τους εχθρούς υμών” Ματθ.κεφ.5 §44
Κλεόβουλος ο Ρόδιος (500 π.Χ.): “ Τον δε εχθρόν φίλον ποιείν.”
Ιησούς: “Ουκ επιορκήσεις” Ματθ.κεφ.5 §33.
Πυθαγόρας (580 π.Χ.): “Σέβου όρκον.”
Ιησούς: “Ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν” Ματθ.κεφ.5 §44.
Κλεόβουλος ο Ρόδιος (500 π.Χ.): “Τον δε εχθρόν ευεργετείν”.
Ιησούς: “Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην.”
Πλάτων (427 π.Χ.): “Η δικαιοσύνη είναι το μεγαλύτερον αγαθόν για την ίδια την ψυχήν.”
Και ο χρυσός κανόνας:
Ιησούς: “Όλα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, κάνετε και σείς τα ίδια σ΄ αυτούς.” Ματθ. κεφ.7 §12
Ισοκράτης (400 π.Χ.): “Μην κάνετε στους άλλους εκείνα για τα οποία εσείς θυμώνετε όταν τα κάνουν οι άλλοι σε σας.”
Ο Πυθαγόρας έλεγε: «έστι τε Θεός και ούτος Πάντων Κύριος». Μονοθεϊστής ο Πυθαγόρας.
Ο Σωκράτης στην απολογία του λέει: «Θα μείνετε κοιμισμένοι σε όλη σας τη ζωή εάν δεν σας λυπηθεί ο Θεός να σας στείλει κάποιον άλλον» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 18{31α}).
Βλέπουμε λοιπόν ότι όλο το ηθικό δίδαγμα του Ιησού είναι ταυτισμένο με την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία.
Ο Μέγας Αθανάσιος (296-373) – βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας – αναφέρεται σε μια σειρά από μαρτυρίες αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως του Σόλωνα, του Αριστοτέλη και άλλων. Σύμφωνα με την πατρολογία του Μεγάλου Αθανασίου, ο Χίλων είχε πει: «Άφθαρτος φύσις του θεού θα γεννηθεί, εξ αυτού δε ο ίδιος ως και λόγος».
Ο μεγάλος θεολόγος από τη Δύση, ο Αυγουστίνος, με τη Νεοπλατωνική του ματιά ξεχωρίζει τον Πλάτωνα ως «τον λαμπρότερο των Ελλήνων φιλοσόφων». Στην «Πολιτεία του Θεού » μιλάει για την ελληνική φιλοσοφία ως προάγγελο της χριστιανικής θρησκείας, δίνοντας μια σωστή περιγραφή της ιστορικής συγγένειας αυτών των δύο. Ο Πλάτων ήταν αυτός που έδωσε κάποια βαθύτερη ιδέα για το πώς όφειλε να είναι η παιδεία στην εποχή του, προσφέροντάς της κάποια θεολογική βάση με το να λέγει στους «Νόμους» του ότι «ο Θεός παιδαγωγεί τον κόσμο», και η γνώμη του έμεινε σεβαστή μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς που ασχολούνται με το θέμα της παιδείας, από τον Ισοκράτη μέχρι τον Κοϊντιλιανό και τον Ψευδο-Πλούταρχο, ισχυρίζονται ότι πρωταρχικός σκοπός της παιδείας πρέπει να είναι η ηθική άσκηση και όλοι τους καταδικάζουν κάθε σύστημα που αγνοεί ή αδιαφορεί να ενσταλάξει στην ψυχή του μαθητή τις αρχές καλής διαγωγής.
Οι δύο αντιτιθέμενες τάσεις μεταξύ υπερσυντηρητικών και φιλελεύθερων συνεχίστηκαν απί τρεις σχεδόν αιώνες, όταν πια κατά τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα, το «χρυσό αιώνα» του Χριστιανισμού, η διαλεκτική πάλη μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού κατέληξε στην «διαλλαγή αμφοτέρων» με τον εκχριστιανισμό του Ελληνισμού και τον εξελληνισμό του Χριστιανισμού. Στην ιτσορική αυτή συμφιλίωση σπουδαίο ρόλο έπαιξαν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι λεγόμενοι «Τρεις Ιεράρχες» ﮲ οι δύο Καππαδόκες, Βασίλειος ο Μέγας και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Οι τρεις Πατέρες υπήρξαν οι κατεξοχήν εκπρόσωποι και φορείς του πρώτου και πηγαίου ελληνοχριστιανικού ανθρωπισμού, αυτοί που συνάρμοσαν αριστοτεχνικά την ελληνική σοφία και παιδεία με τη χριστιανική θρησκεία και γραμματεία, αυτοί που ένωσαν τους δυο κόσμους και διαμόρφωσαν το Ελληνοχριστιανικό ιδεώδες.
Από τη στιγμή που οι μεγάλοι Πατέρες υποστήριξαν με το κύρος τους τη διατήρηση της κλασικής παιδείας, το θέμα πήρε άλλη τροπή. Η Εκκλησία ούτε απέκλεισε τα εθνικά κείμενα από το σχολικό πρόγραμμα, ούτε εγκαθίδρυσε ένα ξεχωριστό εκπαιδευτικό σύστημα. Βέβαια, υπήρχε και η μοναστική παράδοση με το αυστηρό πνεύμα των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων, που γενικά, κράτησε τις επιφυλάξεις της απέναντι στην ελληνική σοφία και προτίμησε στην αυστηρή άσκηση από τις φιλοσοφικές προσμείξεις και νεωτερισμούς που γίνονταν στην παραδοσιακή πίστη. Τα χριστιανόπουλα συνέχισαν να πηγαίνουν στον ίδιο γραμματιστή, τον ίδιο γραμματικό και τον ίδιο ρήτορα, όπως και τα παιδιά των ειδωλολατρών μελετούσαν τον Όμηρο και εξοικειώνονταν με τις ιστορίες της αρχαίας μυθολογίας. Μερικά από αυτά τα παιδιά γίνονταν αργότερα δάσκαλοι και –υποθέτουμε- δίδασκαν τους ίδιους μύθους στους μαθητές τους. Γενικά, στα σχολεία τουλάχιστον, οι σχέσεις των χριστιανών και των ειδωλολατρών ήταν εξαιρετικά ομαλές. Αλλά και στους επόμενους αιώνες τα «εθνικά» γράμματα εξακολούθησαν να είναι αποδεκτά και να προάγονται από τους χριστιανικούς κύκλους, πάντα όμως με την σχετική προσοχή, κατά το παράδειγμα που έδωσαν οι Πατέρες.
Κάτοχοι της ελληνικής παιδείας οι ίδιοι οι Πατέρες, και μελετητές των κλασικών συγγραφέων, υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να απορρίπτουμε την «εθνική» παιδεία με την ιδέα πως κάνει κακό και απομακρύνει από την αληθινή πίστη. Αντίθετα πιστεύουν πως είναι ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτή. Ενώ με τις λέξεις τους δεν παύουν να επιτίθενται κατά του «Ελληνισμού» για τις αδυναμίες του, με την αποδοχή της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης δείχνουν πως οι «πολεμικές» αυτές επικρίσεις μπορούν και πρέπει να μετριαστούν.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στον «Επιτάφιο» λόγο για το φίλο του Μ. Βασίλειο, αφού εκφράζει τη γνώμη πως όλοι οι λογικοί άνθρωποι ομολογούν ότι η παιδεία είναι το πρώτο από τα αγαθά, υπογραμμίζει πως δεν εννοεί μόνο την ευγενέστερη, τη χριστιανική δηλαδή παιδεία, αλλά και την «έξωθεν», την κοσμική παιδεία, «ην οι πολλοί Χριστιανών διαπτύουσιν ως επίβουλον και σφαλεράν και θεού πόρρω βάλλουσαν, κακώς ειδότες». Αυτούς μάλιστα που αποστρέφονται και περιφρονούν το φως της κοσμικής σοφίας, αντικρούοντας ο Γρηγόριος τους θεωρεί «σκαιούς και απαίδευτους», επιζήμιους δηλαδή και αμόρφωτους, επιβλαβείς και αγροίκους. Θα ήταν δύσκολο για τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό να κρύψει, εάν όχι την προσκόλλησή του στην ελληνική λογοτεχνία, τουλάχιστον, την βαθιά του αγάπη γι’ αυτή.
Δέχτηκαν λοιπόν οι Πατέρες ότι ήταν αναγκαίο να έχουν οι χριστιανοί γνώση του αρχαίου πνευματικού πολιτισμού, ώστε να μπορέσουν να πολεμήσουν τους εθνικούς με τα ίδια τους τα όπλα.
Η επίσημη στάση των πατέρων της Εκκλησίας απέναντι στην αρχαία παιδεία υπήρξε πάντοτε κριτική και εκλεκτική. Μελέτησαν τους αρχαίους Έλληνες με σύστημα, διείσδυσαν στο πνεύμα τους, κατανόησαν πλήρως και τα δυσκολότερα φιλοσοφικά συστήματα και έπειτα έκριναν, δηλαδή τόνισαν δεόντως τα καλά σημεία της αρχαίας ελληνικής παιδείας, ενώ απέρριψαν όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία έρχονταν σε αντίθεση με τα δόγματα και την ηθική διδασκαλία του χριστιανισμού. Κάτι ανάλογο έκαναν άλλωστε, όπως είδαμε, και οι δυο Αλεξανδρινοί θεολόγοι, ο Κλήμης με τον Ωριγένη. Αυτή την κριτική και εκλεκτική μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας συνιστά και ο Μ. Βασίλειος στην πραγματεία του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων».
Προκειμένου να παρουσιάσει τις απόψεις του κατά τρόπο εποπτικό, εύληπτο και αισθητικά ωραίο, ο ιεράρχης , χρησιμοποιεί σχήματα λόγου με εικόνες από τη γύρω φύση: «Όπως ακριβώς απ’ την τριανταφυλλιά κόβοντας το λουλούδι της αποφεύγουμε τ’ αγκάθια, έτσι και απ’ τα παρόμοια κείμενα θα αποκομίσουμε και θα επωφεληθούμε ό,τι χρήσιμο έχουν και θα αποφύγουμε το επιζήμιο».
Στην πραγματεία του «Προς τους νέους», ο Μ. Βασίλειος, απορρίπτει όλα τα παραδείγματα ασωτίας και ιδιαίτερα όλες τις ιστορίες που αφορούν τις έριδες και τις ερωτικές περιπέτειες των θεών. Προβάλλει τον Μωυσή και τον Δανιήλ ως παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι είχαν ωφεληθεί από την άσχετη προς τα ιερά βιβλία μάθηση. Μπορούσαν λοιπόν οι νέοι να σπουδάζουν την κλασική ιστορία και φιλολογία, αλλά καθαρά για ηθική ανύψωση. ΄Όφειλαν όπως ο Οδυσσεύς με τις σειρήνες, να κλείνουν τα αυτιά τους σε κάθε ποίηση, που έκανε λόγο για ανηθικότητες και να παίρνουν μόνο τα καλά, όπως οι μέλισσες συλλέγουν το μέλι τους από τα λουλούδια. Κάτω απ’ αυτό το πνεύμα λοιπόν , εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, «πάσα η ποίησις τω Ομήρω αρετής έστιν έπαινος», και συχνά τόσο η Ιλιάδα όσο και η Οδύσσεια προσφέρουν στον ιεράρχη πλούσιο υλικό προκειμένου να επεξηγήσει ή να διευκρινίσει τις ιδέες του. Έτσι ο Βασίλειος στο σημείο αυτό αποδεικνύεται προοδευτικότερος και αυτού του Πλάτωνα, ο οποίος , από το ίδιο κριτικό πνεύμα κινούμενος, απέκλειε στην «Πολιτεία» του την ανάγνωση του Ομήρου, γιατί τον θεωρούσε επιβλαβή όχι μόνο για τους νέους, αλλά και για τους άνδρες που ήθελαν να ζήσουν πνευματικά ελεύθεροι.
Οι Τρεις Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό τους τα κείμενά τους άρχισαν να μεταφράζονται στα Λατινικά και με την πάροδο του χρόνου σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του συγγραφικού του έργου στους επιστήμονες των ανθρωπιστικών σπουδών από την εποχή της Αναγέννησης μέχρι σήμερα.
Τα έργα του Μεγάλου Βασιλείου άρχισαν να διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 16ο αιώνα, το δε πόνημά του: «Προς του νέους…» απέκτησε τόσους θαυμαστές στη Δύση, που μέσα σε 50 χρόνια (1449-1500) γνώρισε 20 εκδόσεις. Τα Άπαντά του, έχουν εκδοθεί στα Γερμανικά από το 1776. Είναι ευτύχημα ότι τα τελευταία χρόνια και στην πατρίδα μας έχει αρχίσει μια προσπάθεια ανακάλυψης του έργου των Τριών Ιεραρχών και στο θεολογικό χώρο.
Αν σήμερα θέλουμε να τιμήσουμε τους Τρεις Ιεράρχες δε χρειάζεται να το κάνουμε μόνο μέσα από τυπικές εκδηλώσεις. Απαιτείται μελέτη του έργου τους, της προσφοράς τους, αλλά κυρίως μίμηση της στάσης ζωής τους.