Home > Αρθρα >  Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ- Γράφει ο Τηλέμαχος Τσελεπίδης

 Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ- Γράφει ο Τηλέμαχος Τσελεπίδης

 ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ

 Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ

 

Γράφει ο Τηλέμαχος Τσελεπίδης

Πρώτη χρονιά Βουλγαρικής κατοχής. Άνοιξη του 1942. Φόβος, πείνα κι απόγνωση στη γειτονιά. Ξημερώνει παραμονή 25ης Μαρτίου κι ο χειμώνας δεν λέει να γλυκάνει. Όλα είναι μαύρα στη Δράμα κι εγώ φεύγω ξυπόλυτος απ’ το σπίτι μας. Ζούμε στον κεντρικό συνοικισμό. Κατεβαίνω στην αγορά. Πάντα, εκεί, στο κέντρο, όλο και κάτι κονόμαγα τις πρωινές ώρες. Ψίχουλα και περισσεύματα. Όμως έκανα και θελήματα και δεχόμουνα κι ελεημοσύνες. Για να γελάσω την πείνα των δεκαπέντε μου χρόνων. Κάποτε έφερνα και κάτι στο σπίτι. Κανένα ξεροκόμματο.

Το δρομολόγιό μου. Το παλιό Νοσοκομείο σπιτάκια χτισμένα μέσα σε πεύκα πλάι στον ναό του Άγιου Παντελεήμονα, Αγία Βαρβάρα. Και τανάπαλι.

Όμως αυτή τη φορά στο ύψος της γωνιάς της οικίας Χαρσούλη, κάπου εκεί κοντά στο σημερινό εστιατόριο του Ήδωνα, δυο Βούλγαροι στρατιώτες πάνοπλοι με σταματάνε.

-Που πας, με ρωτούν. (Ζα καντέ οτίβατε;)

-Πηγαίνω για δουλειά στην αγορά, τους λέω βουλγάρικα. (Οτίβαμ ντα ραμπότια)

-Απαγορεύεται, γύρνα γρήγορα στο σπίτι σου, μου λένε και στρέφουν κατά πάνω μου τα όπλα τους.

Περισσότερο πονηρεύτηκα παρά τρόμαξα. Άλλωστε τους είχα συνηθίσει. Δεν τους φοβόμουνα. Οι απαγορεύσεις, άλλωστε, ήταν μια καθημερινή διαδικασία των αρχών κατοχής. Μετά τις περσινές σφαγές και την τρομοκρατία την οποία εξαπέλυσαν, είχαμε συνειδητοποιήσει, πως ο θάνατος ήταν τόσο κοντά μας ώστε να θεωρείται και πολύ φυσικός. Δεν είχαμε τίποτε άλλο να χάσουμε, αφού πια τα είχαμε χάσει όλα…

-Τι σήμερα, τι αύριο. Αρκεί να μη πεθάνουμε από πείνα, λέγαμε. Γιατί ο θάνατος από την πείνα είναι διπλά επώδυνος.

Κάτι μαγειρεύουν οι κωλοβούλγαροι, σκέφτηκα κι έστριψα από τα χωράφια και χώθηκα μέσα στα πεύκα του νοσοκομείου.

Είμαι τώρα στη νότια πλευρά, στην οποία σήμερα είναι κτισμένα τα Γυμνάσια – Λύκεια και το δημοτικό, πλάι στο ναό του Αγίου Παντελεήμονα. Τότε εκεί ήταν ένα πευκόφυτο συγκρότημα μικρών νοσοκομειακών κτιρίων. Γλίστρησα κάτω από το αγκαθόσυρμα του φράχτη και σύρθηκα ως το κτίριο των λοιμωδών, το οποίο δε λειτουργούσε τότε. Όλα ήταν έρημα. Οι Βούλγαροι χρησιμοποιούσαν, ως νοσηλευτικό ίδρυμα για την πόλη, το δημοτικό νοσοκομείο της Δράμας, το οποίο βρισκόταν κοντά στο ναό της Αγίας Τριάδας.

Άκουσα ομιλίες κοντά στο εκκλησάκι. Στήνω αυτί και βλέπω απέναντι από το άγαλμα του Μακεδονομάχου στρατιώτες παρατεταγμένους. Κάτι πρέπει να γίνεται εκεί, σκέφτηκα.

Οι φωνές μεγάλωναν. Πολλές φωνές κι ασυνάρτητες φωνές. Και κλαγγές όπλων. Λες και κάποιοι έβαζαν σφαίρες και ανεβοκατέβαζαν το κινητό ορέο. Ύστερα μια δυνατή φωνή. Μάλλον διαταγή βαθμοφόρου. Όπως εμείς θα λέγαμε πυρ. Γιατί επακολούθησε μια ομαδική εκπυρσοκρότηση που ο αντίλαλός της έρχονταν από τα σπίτια κι έσπαγε στ’ αυτιά μου. Και μετά θόρυβος πολύς, λες κι έσπαζαν πέτρες. Ακούστηκε και μια δυνατή διαπεραστική φωνή.

-Μάλκο, μάλκο. (σιγά-σιγά). Οι φωνές έρχονταν από την πλευρά του ηρώου, από το άγαλμα του Μακεδονομάχου. Δεν κατάλαβα βέβαια τι μπορούσε να γίνεται, όμως για μια στιγμή φοβήθηκα και χώθηκα πιο βαθιά μέσα στους θάμνους. Και δεν κουνήθηκα από εκεί για αρκετή ώρα. Όταν όλα πια ηρέμησαν βγήκα σιγά-σιγά κι έφυγα για τα μνήματα. Εκεί δεν υπήρχε πλέον φόβος. Πήγα στον τάφο του παππού μου. Ο παππούς μου, λένε, ήταν μακεδονομάχος. Όταν ήρθε ως ντουρτουβάκης από την δεύτερη βουλγαρική κατοχή, 1916-18, δεν άντεξε τις κακουχίες και σε μια βδομάδα πέθανε. Τον ήξερα μόνο από τις φωτογραφίες του και τις διηγήσεις της γιαγιάς μου. Του έμοιαζα κιόλα, λέγανε οι δικοί μου.

Γι’ αυτό αγαπούσα πολύ τον μακεδονομάχο Παύλο Μελά. Εκείνο το άγαλμα που ήταν κοντά στην μικρή εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Στο πρόσωπό του έβλεπα την εικόνα του παππού μου. Η γιαγιά μου έλεγε πως είναι ο χώρος κι ο τόπος, όπου ήταν στημένο το ολόσωμο άγαλμα του ήρωα, ήταν ιερός. Κάθε μέρα περνούσα από εκεί. Κοντοστεκόμουν και το χάζευα. Αλλά πάντα αισθανόμουν δέος όταν έπεφτε πάνω μου το αγέρωχο και λεβέντικο βλέμμα του καπετάνιου. Ένα βλέμμα που μου ενέπνεε ανάμικτα αισθήματα. Σεβασμό, αγάπη κι εθνική υπερηφάνεια. Μου ήταν οικείος και πολύ συμπαθής ο μακεδονομάχος. Ήταν βάλσαμο στην χαμένη και καταρρακωμένη εθνική μου αξιοπρέπεια. Ατένιζα το λεβέντικο παράστημά του και περιφρονούσα τους λέτσους Βουλγάρους. Χτες ακόμη, δεν χόρταινα να ατενίζω τον ήρωα στο υψηλό του βάθρο και να παίρνω κουράγιο από την αντρειοσύνη του.

Ήρθε η κατοχή και οι εχθροί σκότωσαν τα παιδικά μου όνειρα. Πλήγωσαν βαθιά την ψυχή και την ανθρωπιά μου. Ο δρόμος μου, όταν περνούσα μπροστά από το άγαλμα, ήταν όαση ψυχικής ηρεμίας. Τώρα που άλλαξε το δρόμο μου ο Βούλγαρος στρατιώτης ένοιωσα πως κάτι συνέβαινε εκεί, κοντά στο μακεδονομάχο. Αισθανόμουν ότι κινδύνευε το άγαλμα. Έτσι από ένστικτο.

Θυμάμαι πέρσι, τέτοιο καιρό, είχαμε καταθέσει με το σχολείο μας στεφάνι στο βάθρο του αγάλματος. Τέσσερα χρόνια πέρασαν αφότου στήθηκε το τεράστιο αυτό άγαλμα στη θέση του. Ένα έργο τέχνης πολύ ζωντανό που έδειχνε με το δάκτυλο βόρεια τους άσπονδους γείτονές μας. Ήμουνα παρόν στις κατασκευές του περίγυρου, στο στήσιμο του αγάλματος και στα εγκαίνια που το αποκάλυψαν. Πολύς κόσμος είχε μαζευτεί, τότε, θυμάμαι. Όλη η Δράμα ήταν σχεδόν εκεί. Και όλοι οι επίσημοι της πόλης και της γειτονικής Καβάλας.

Και καθώς τώρα καθόμουν κοντά στο μνήμα του παππού μου, ο νους μου πήγε στο κακό. Λες οι παλιο-Βούλγαροι να έκαναν πράγματι κακό στο άγαλμα; Σκέφτηκα. Κι αμέσως ένοιωσα θυμό και μεγάλη επιθυμία να πάω από κοντά, να δω τι έγινε. Ξέχασα κιόλας την πείνα μου και τη δυστυχία μου. Ξέχασα το φόβο και τις συνέπειες που μπορούσε να έχει η εκεί παρουσία μου. Έκανα το γύρω. Έφτασα από την πίσω μεριά, πάνω από την πρώην Όαση. Από εκεί, μέσα από ένα μπαξέ, έβλεπα τώρα πολύ καθαρά. Το άγαλμα δεν υπήρχε πια στη θέση του. Ναι, το άγαλμα ήταν σωριασμένο κάτω σε συντρίμμια. Οι βάνδαλοι πέρασαν βεβήλωσαν και λεηλάτησαν το άψυχο είδωλο.

Τα εθνικά σύμβολα βέβαια είναι ιερά για όλους τους λαούς. Δεν βεβηλώνονται. Για τους βάρβαρους όμως δεν είναι. Ένοιωσα πόνο στην καρδιά μου κι ένα παράπονο. Μου ερχότανε να κλάψω με φωνή. Αλλά φοβόμουνα.

Ήμουνα, πριν λίγο, μάρτυρας στην εκτέλεση και αποκαθήλωση του ήρωα κι ας μη τον έβλεπα. Και να τώρα που βλέπω από κοντά τα συντρίμμια. Οι Ούννοι αφού αιματοκύλησαν τον τόπο μας, βεβήλωσαν τώρα και τα εθνικά μας σύμβολα. Λίγες ώρες πριν από την εθνική μας Παλιγγενεσία.

Το νέο, από τους γείτονες που ζούσαν εκεί στην περιοχή και οι οποίοι έβλεπαν από τις γρίλιες τι έγινε, πέρασε σαν αστραπή σε όλη την πόλη. Μάθανε όλοι οι Δραμινοί τον «φόνο του Μακεδονομάχου» με όλες τις λεπτομέρειες.

Τι είχε όμως, πραγματικά, είχε συμβεί; Οι Βουλγαρικές αρχές εκτελούσαν οργανωμένο πρόγραμμα. Σε αυτό ήταν η εξαφάνιση κάθε τι που θύμιζε ελληνική ιστορία. Το άγαλμα του Μακεδονομάχου ήταν πρόκληση. Έτσι έπρεπε να εξαφανιστεί. Γι΄ αυτό ετοιμάστηκε επίσημη τελετή εκτέλεσης του μακεδονομάχου από το Βουλγαρικό απόσπασμα. Με όλα τα τυπικά της καταδίκης του. Ύστερα, αφού έδεσαν το άγαλμα με χοντρά σχοινιά, μια ομάδα από εξαγριωμένους Βουλγάρους κομιτατζήδες και στρατιώτες. όλοι μαζί, προσπαθούσαν μάταια να το αποκολλήσουν από τη βάση του. Το εθνικό μας σύμβολο αντιστέκονταν. Ήταν καλά τοποθετημένο κι άντεχε. Δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη βάση του. Τότε έπεσαν πάνω του με τσεκούρια και σφυριά. Κυριολεκτικά κατακρεούργησαν το μαρμάρινο κορμί. Σπάσανε το κεφάλι του, κομματιάσανε με ανήκουστη μανία τα χέρια του. Καταδρομή ιερόσυλων εισβολέων βαρβάρων.

Ποιος όμως ήταν ο ήρωας ευπατρίδης κι ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού, ο Παύλος Μελάς; Ήταν ένας εθνικός μας ήρωας. Ένας λεβεντάνθρωπος στρατιωτικός και μεγάλος ανθρωπιστής. Ένας φλογερός ηγέτης με άρτια κατάρτιση και μεγάλα αποθέματα ηθικών δυνάμεων. Ένας απλός, ανθρώπινος ειρηνιστής και φορέας αρχαιοελληνικών αξιών. Στις αγριότητες των κομιτατζήδων, κατά τον μακεδονικό αγώνα, απαντούσε πάντα με καλοσύνη η οποία έσπαγε κόκαλα.

Κάποτε έφεραν μπροστά στον Παύλο Μελά τους δολοφόνους του ιερέα Παπαδημήτρη, του πιο αγαπημένου φίλου του. Τον οποίο γνώρισε μόλις πρωτόρθε στη Μακεδονία. Είχαν άγρια κατακρεουργήσει οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, το γέρο ιερωμένο!… Και τώρα που οι δολοφόνοι του ήταν μπροστά στον καπετάνιο έτρεμαν, καθώς περίμεναν, φυσιολογικά, τη δίκαιη τιμωρία τους. Ο Παύλος Μελάς τους κοίταξε στα μάτια με μια ουράνια γαλήνη.

-Οι Έλληνες, τους είπε, ποτέ δεν υπήρξαν σφαγείς αλλοφύλων. Εμείς ποτέ δεν θα δολοφονήσουμε συνανθρώπους μας. Και κυρίως με τους αλλοεθνείς που ζούμε στην ίδια γη. Πηγαίνετε στα σπίτια σας και ο θάνατος αυτού του αθώου, να γίνει αφορμή ώστε στο εξής να ζήσετε για πάντα ειρηνικά με τους συγχωριανούς σας.

Τους σκότωσε, κυριολεκτικά, με την μεγαλοψυχία του, με τον ανθρωπισμό και τον πολιτισμό που χαρακτηρίζει τους Έλληνες.

Τα αγάλματα δε μιλούν. Όμως ακούν και βλέπουν, μέσα από τη βαθιά σιωπή τους. Είναι πανανθρώπινα σύμβολα ειρήνης και πολιτισμού. Οι πολιτισμένοι άνθρωποι σέβονται τα εθνικά σύμβολα και τα τιμούν. Οι λαοί που έστησαν εθνικούς τύμβους κι αγάλματα στη μνήμη των εθνικών ηρώων τους τιμούν και την ιστορία και την εθνική τους ταυτοπροσωπία. Ελπίζω αυτό να μην το έχουμε ξεχάσει σήμερα, εμείς, οι σύγχρονοι Έλληνες. Για να είμαστε κι άξιοι συνεχιστές των ένδοξων προγόνων μας.