Η Πόντια
ως θρησκευόμενη
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου. τ. Λυκειάρχη
Η γυναίκα στον Πόντο χαρακτηριζόταν για τη βαθιά θρησκευτική της πίστη. Η επίσκεψη στην εκκλησία και τα αγιάσματα κατά τις θρησκευτικές γιορτές ήταν ανελλιπής. Το καντήλι στο σπίτι άναβε τις Κυριακές και τις άλλες γιορτές, τις οποίες τηρούσε πιστά αποφεύγοντας να κάνει και την πιο απλή ακόμη σπιτική εργασία. Είναι χαρακτηριστική η τήρηση της γιορτής του Αγίου Συμεών κατά την οποία απέφευγε να βάλει κλώσσα, γιατί πίστευε ότι ή δε θα βγαίνανε τα πουλιά ή, αν βγαίνανε, θα ήταν ελαττωματικά (κουτσά).
Την αποφυγή εργασίας την ημέρα κάποιας γιορτής μάς την παρουσιάζει πολύ παραστατικά ο Γεώργιος Ζερζελίδης στη νουβέλλα του «Το Καλαντόνερον» σημειώνοντας: «Ρίζα μ’ Χρυσή, άρ’ άφ’σ’ εσύ πα το πλέξιμο σ’. Μ’ εσέβες ’ς σον έξεργον και τιρτεύ’ς τον διάβολον!. Πολεμάς να ’γβάλ’ς τ’ομμάτια σ’! Ο κόσμος ’κ’ εδέβεν! λέει η Σοφία ’ς ση νύφεν ατ’ς» (= καλή μου Χρυσή, παράτησε κι εσύ το πλέξιμό σου. Είσαι σε γιορτινή μέρα και προκαλείς τον διάβολο! Πασχίζεις να βγάλεις τα μάτια σου! Δε χάθηκαν οι μέρες! λέει η Σοφία στη νύφη της)[1].
Η βαθύτατη πίστη της στον Θεό, η παντοδυναμία και η φροντίδα Του για τα πλάσματά Του φαίνεται εύγλωττα από ένα απόσπασμα της νουβέλλας του Ζερζελίδη «Το Καλαντόνερον» : «Ναι, πουλί μ’! λέει κι η γραία. Άβουλα του Θεού φύλλον ’κί λαΐσκεται. Ήντιαν εγράφεν ’ς σο κιφάλ’ν εμουν θα ’ρται και διαβαίν’, άμα ασ’ σον Θεόν τ’ ομούτ’ ’κί κόφκεται. Ο Θεός τον άνθρωπον τιναν έπλασεν κι εδώκεν την ευλάβειαν ’ς σην καρδίαν ατ’, καμίαν ’κί ανασπάλλειατον» (=πουλί μου! λέει κι η γριά. Χωρίς τη θέληση του Θεού φύλλο (δένδρου) δεν κουνιέται. Ό,τι γράφτηκε για τη ζωή μας, θα ’ρθει και θα περάσει, όμως η ελπίδα από τον Θεό δεν κόβεται. Ο Θεός, που έπλασε τον άνθρωπο και τον προίκισε με ευλάβεια, ποτέ δεν τον λησμονεί)[2].
Τη βαθιά της πίστη προς την Παναγία και τον Χριστό, αλλά και τους άλλους τιμώμενους αγίους, την καθιστά έμπρακτη με την αναγκαία παρουσία εικόνων στην τιμητική γωνιά του σπιτιού. Μπροστά στο εικονοστάσι με τις ασημένιες εικόνες ανάβει ακοίμητη η κανδήλα το απόγευμα της γιορτής, αλλά και ανήμερα. Και αμέσως μετά το άναμμα της κανδήλας ακολουθεί το θυμιάτισμα με το πήλινο «θυμιαντόν» (=θυμιατήρι), ενώ δυο τρία κεριά κι ένα ταπεινό μπουκέτο από Παναΐας δκρ εναποτίθεται στο εικονοστάσι. Κι όταν τελειώσουν όλα αυτά, αρχίζει να σταυροκοπιέται και να κάνει γονυκλισίες, ζητώντας ενδόμυχα την προστασία της υγείας των Μελών της οικογένειας και της δικής της.
Και όταν κάποια στιγμή ακούσει τον συμβίο της να εξυβρίζει χολωμένος τα θεία, δε διστάζει να τον επιπλήξει αυστηρά εκστομίζοντας τη βαριά κατάρα: «Να κορών’τσε η Πανα’ΐα κι ο Χριστόν! Να ζαρούται το στόμα σ’ κι η λαλία σ’ να τσουρούται!» (= να σε στραβώσει η Παναγία και ο Χριστός! Να στραβωθεί το στόμα σου και να κοπεί η λαλιά σου!). Φοβερή κατάρα, που μόνο σε εχθρό ταιριάζει. Και όμως η βαθιά της θρησκευτικότητα δεν την εμποδίζει να την εκστομίσει εναντίον του συνοδοιπόρου της ζωής της. Πάνω απ’ όλα η πίστη στις άγιες μορφές, που παραστέκονται σ’ όσους ειλικρινά τις επικαλούνται.
Τακτική και στην εκκλησία, αλλά και στα αγιάσματα. Είναι ιεροί τόποι, απ’ όπου παίρνει δύναμη για να αντιμετωπίσει τις ποικίλες αντιξοότητες της ζωής της. Κι ας είναι ελάχιστος ο οβολός, που διαθέτει, όμως το κερί στην Παναγιά και στον Χριστό είναι οφειλόμενο χρέος, που δεν επιδέχεται τσιγκουνιά.
Κάθε κληρικός, και ιδιαίτερα ο Μητροπολίτης, τής ήταν από τα πιο σεβάσμια πρόσωπα. Στην έλευσή του, αν τύχαινε και καθόταν, σηκωνόταν αμέσως και έσπευδε με υπόκλιση να φιλήσει το χέρι του. Δεν παρέλειπε βέβαια να προσκομίζει και τη φρεσκότατη λειτουργιά, φτιαγμένη με τα ίδια της τα χέρια και με μεγάλη προσοχή στο ψήσιμό της. Ήταν γι’ αυτήν το σώμα του Χριστού, έστω κι αν δε χρησιμοποιούνταν για τη θεία κοινωνία.
Ήταν τόσο θεοφοβούμενη, ώστε συχνά κατέφευγε στην εξομολόγηση. Ξαγούρεμαν τη λέγανε (=εξομολόγηση). Κι αν συνέβαινε να επισκεφθεί κάποιον γιατρό, λόγω ασθενείας, συναντούσε το άτομο με το οποίο δεν είχε επικοινωνία, επειδή συγκρούσθηκε μαζί του, και του ζητούσε να τη συγχωρήσει.
Δεν έτρωγε, αν πρώτα δεν έκανε τον σταυρό της, πράγμα το οποίο είχε μάθει και στα παιδιά της να κάνουν.
Στις δύσκολες ώρες επικαλούνταν τη βοήθεια του Θεού, του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, συνοδεύοντας την επίκληση για βοήθεια με την υπόσχεση για τάμα, το λιγότερο λαμπάδα ισοϋψή.
Και μέχρι να πραγματοποιήσει την υπόσχεση, ένιωθε βαρύθυμη, απελευθερωνόταν δε μόλις την εκπλήρωνε.
Και ενώ ήταν τόσο θρησκευόμενη, πίστευε και στην ύπαρξη δαιμόνων[3], ξωτικών, μαγισσών, που της προκαλούσαν βλάβη, ιδιαίτερα, όταν βρισκόταν τις νύχτες έξω από το σπίτι, και μάλιστα, όταν απερίσκεπτα έριχνε ζεστό νερό τις νύχτες έξω από το σπίτι. Πίστευε ότι κατέβρεχε κάποιο δαίμονα, που την εκδικούνταν.
Είχε φόβο και τρόμο με την εμφάνιση της ταφάρας[4], δαίμονα με τη μορφή κακάσχημης γριάς, η οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις λεχώνες, που τις επισκεπτόταν τα βράδια, κατεβαίνοντας από την καπνοδόχο με σκοπό να τις κάνει κακό ή να πνίξει το νεογέννητο[5].
Φόβο είχε και με τις μάγισσες, που τις λέγανε τα μάισσας ή ασ’ εμάς καλοί π’ είναι (ονομασία κατά το σχήμα του ευφημισμού). Μπορούσαν να την ενοχλούν οποιαδήποτε νύχτα και να την παρασύρουν σε απόκρημνα ή ακανθώδη μέρη. Προτιμούσαν το μαλέζ’ (= χυλός) και μ’ αυτό λέρωναν τα ρούχα, ιδιαίτερα τα προικιά της. Φόβο και τρόμο είχε κατά τη συνάντηση μαζί τους. Δεν έπρεπε να βγάλει μιλιά, γιατί διαφορετικά θα της έπαιρναν τη λαλιά (παίρ’νε τη λαλίαν τ’ ανθρωπί’)[6].
[1] Γεωργίου Ι. Ζερζελίδη, Το Καλαντόνερον, σ. 15, Θεσσαλονίκη, χ.χ.
[2] Γεωργίου Ι. Ζερζελίδη, Το Καλαντόνερον, ό.π., σ. 12.
[3] Σαλτσή, Ι., Δεισιδαιμονίες και προλήψεις στα Κοτύρωρα, Π.Ε. 11 (1960), σ. 136, 228-229, 387-388.
[4]Γεωργίου Κ. Βαλαβάνη, Λαογραφικά Κερασούντος, σ.σ. 163-164, Αθήνα 2010. Για την ταφάρα δες Μητρ. Αγαθαγγέλου Νευροκοπίου, Ποικίλα λαογραφικά, Αρχείον Πόντου, σ. 147.
[5]Γ. Κ. Χατζοπούλου, Η γενετήσια ορμή στα δρώμενα του Πόντου, Αρχείον Πόντου, τόμ. 56ος , Αθήνα 2016.
[6]Του Ιδίου, Σύμμεικτα, ό.π., σ. 218, Σαλτσής Ι. Δεισιδαιμονίες και προλήψεις στα Κοτύωρα, Π.Ε., 12 (1961), σσ. 137-138.