Παλιά Δράμα Ο θησαυρός
που δεν βρέθηκε ….
Κάτι σαν παραμύθι…..
Έρευνα –επιμέλεια Ιωάννης Στ. Σταυρίδης
Από χρυσοθήρες η Ελλάδα πάει καλά.
Κάπου είχα διαβάσει δηλώσεις κάποιου ειδήμονα, ο οποίος σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, οι χρυσοθήρες ανέρχονται στον αριθμό 3 εκατομμύρια. Υποστήριζε δε πως πολλές φορές οι ενδιαφερόμενοι για την ανεύρεση χρυσού ξοδεύουν μέχρι και 50.000 ευρώ.
Άλλοι ψάχνουν για χρυσό, άλλοι για νομίσματα, άλλοι για λίρες, άλλοι για κοσμήματα.
Ο Ν. Δράμας, συμπεριλαμβάνεται στις περιοχές που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στους ερευνητές χρυσού.
Δράμα, Αγία Παρασκευή, Άγιο Αθανάσιο, Καλλίφυτο, Παρανέστι είναι μερικές από τις περιοχές που τράβηξαν κατά καιρούς το ενδιαφέρον.
Θυμάμαι, τέλος της δεκαετίας του 1970 με αρχές του ’80 ήρθε κάποιος Έλληνας από τη Γερμανία και αφού πήρε την σχετική άδεια, άρχισε να σκάβει στην Καλλίφυτο. Οι τσέπες του ήταν γεμάτες χρήμα για να πληρώνει τους εργάτες. Έψαξε – έψαξε αλλά στο τέλος τα παράτησε.
Ένα άλλο περιστατικό συνέβη σε έναν τύμβο έξω από τον Άγιο Αθανάσιο. Η αρχαιολογική υπηρεσία έψαχνε από την μια πλευρά, κάποιοι επιτήδειοι όμως πήγαν ένα βράδυ από την άλλη και βρήκαν τα κοσμήματα του τάφου.
Χρυσάφι βρίσκεται και τυχαία. Πριν λίγα χρόνια ένας εκσκαφέας ανοίγοντας τα θεμέλια για μια οικοδομή πίσω από τα Δικαστήρια, ……. σήκωσε ένα κιούπι γεμάτο λίρες. Ο κόσμος που χάζευε τις εργασίες, όρμησε στα θεμέλια και όποιος πρόλαβε τα …… οικονόμησε.
Πολλές οι περιπτώσεις. Μερικές είναι γνωστές γιατί οι ανασκαφές γίνονται μετά από άδεια της πολιτείας και άλλες άγνωστες μιας και οι ενδιαφερόμενοι ψάχνουν νύχτες και με πλήρη μυστικότητα , μακριά από κάθε ανθρώπινο μάτι.
Εμείς, σήμερα μεταφέρουμε ένα παρόμοιο περιστατικό που συνέβη το 1931, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» τον Νοέμβριο.
Ερευνητής ένας λοχίας του στρατού και το μόνο εργαλείο του μια……. ξιφολόγχη.
Το αποτέλεσμα….. τζίφος.
Τι ήταν όμως αυτό που οδήγησε τον λοχία στο σκάψιμο; Πως έδρασε και από πού ορμώμενος;
Ας διαβάσουμε την περιπέτεια του:
«ΔΡΑΜΑ 15 (Του ανταποκριτού μας). Δεν ξέρω αν ό,τι πιστεύουμε είναι κι΄ αληθινό. Την απάντησι την αφήνω σ’ εκείνους που μαλλιοτραβιούνται με την ψυχανάλυσι.
Εγώ εκείνο που θα πω, είναι η παρακάτω ιστοριούλα και δεν είναι όνειρο, αλλά πραγματικότης, που σκηνοθετήθηκε από μια επιβολή, στάθηκε καλά και τα πρόσωπα που θα παρελάσουν είναι υπαρκτά, ζωντανά σε πολλούς γνωστά. Θέλετε τώρα σείς να πήτε ότι πρόκειται περί θρύλλου, σαν των χρυσαφιών του Αλή Πασά, ή του χρυσού Κιλκίς. Όπως θέλετε χαρακτηρίστε το. Δικαίωμά σας. Πάντως επαναλαμβάνω ότι πρόκειται περί γεγονότων, εις τα οποία ουδόλως συνήργησεν η δημοσιογραφική φαντασία.
Ο ΧΡΥΣΟΣ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ
Από τα παλιά χρόνια κρατούσε εδώ μία μυστηριώδης παράδοσις, για φαντάσματα και μυστηριώδεις θησαυρούς κρυμμένους πίσω από το Ορφανοτροφείο Θηλέων. Η παράδοσις ακόμη ανέφερε πως στο μέρος που εξετείνετο άλλοτε το κτήμα του Τζεμαλή – Μπέη και κάτω ακριβώς στις ρίζες ενός κομμένου γέρικου κυπαρισσιού – βρίσκεται ακόμα στη θέσι του – ο πρόπαπος του τσιφλικούχου Μπέη είχε θαμμένα τρία κιούπια γιομάτα φλουριά, λεία πειρατικών εκστρατειών στις θάλασσες του Αιγαίου. Ακόμα ελέγετο ότι η πανουργία του κατόχου της κουρσάρικης λείας, έφθασε, για να προστατεύση τους θησαυρούς, μέχρι του βαθμού να ιδρύση, στην ίδια περιοχή νεκροταφείο.
Και είναι γνωστό πόσο τον τόπο του η μουσουλμανική πίστις τον θωρεί ιερόν, ώστε να εξασφαλίζεται από πιθανή κλοπή ο θαμμένος θησαυρός. Τέτοια και πολλά άλλα, λέγει η παράδοση.
Όμορφοι, ονειροπόλοι χρυσοθήρες.
Ας έλθουμε όμως στα γεγονότα της οστοριούλας μας, η οποία ξεκινά από τον θρύλλο.
Η ίδια η παράδοσις έφθασε από το στόμα μιας θεοσεβούμενης Δραμινής γριούλας, που κάπου εκεί κοντά στο Ορφανοτροφείο Θηλέων κάθεται, στη διψασμένη φαντασία ενός αρχιφύλακος των αποθηκών πυρομαχικών, αι οποίαι μόλις απέχουν πενήντα μέτρα από το Ορφανοτροφείο. Τα θαμμένα φλουριά και η πειστικότης της γεροντικής αφηγήσεως άρχισαν να κάμουν το θαύμα των. Δεν ήταν και μικρό πράγμα, τη νοσταλγική πίκρα της στρατιωτικής του ζωής να την διεσκέδαζεν ο λοχίας με τα όνειρα μιας μελλοντικής ευτυχίας πούταν κρυμμένη κάτω στο χώμα.
Όπως όμως κάθε όνειρο έχει το ξύπνημά του, έτσι και στον ανήσυχο πειά από περιέργεια και αδημονία υπαξιωματικόν, τα πρώτα όνειρα διελύθηκαν με την κανονική κατά εικοσιτετράωρο αντικατάστασιν των φρουρών.
Έφυγε για το Σύνταγμα ο λοχίας, μα ο νούς του ήτο στη ρίζα του κομμένου κυπαρισσιού, εκεί που ήταν κρυμμένη η ευτυχία. Έτρωγε ο δυστυχής το συσσίτιό του και νόμιζε πως στα δόντια του κολλούσαν χώματα από τις ανασκαφές που λογάριαζε να κάμη. Γιατί τάχα;
Μήπως η ίδια δίψα της φαντασίας δεν έσπρωξε προ καιρού τον κ. Πάικ; Ανασκάψας τα Γιάννενα νάβρουν θησαυρούς του Αλή – Πασά, ή μήπως η ίδια δίψα δεν έσπρωξε άλλοτε ένα ριπακαλόπουλο του Μονάχου να εκπατρισθή, να υποφέρη τα πάνδεινα και στο τέλος να φέρη στο φως της ημέρας όλο το θησαυρό της Τροίας, να πλουτίση αυτό και να υπηρετήση και την ιστορία του αρχαίου πολιτισμού; Ας είναι.
Ας ξαναγυρίσωμε στον ήρωά μας το Λοχία. Σε λίγες μέρες πέτυχε να ξαναπάη αρχιφύλαξ των αποθηκών Πυρομαχικών. Το όνειρου θα επραγματοποιείτο. Θα έσκαβε βαθειά – βαθειά και θαύρισκε. Ω! γι αυτό ήταν βέβαιος. Κάτι του τώλεγε.
ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΣ
Όταν ο άνθρωπος είναι άτυχος, η ατυχία τον κηνυγάει και στον τάφο ακόμα. Κι ό λοχίας ήταν απ΄ αυτούς.
Τη βραδυά αυτή δεν μπορούσε να κάμη βήμα, διότι οι διαβολομμένοι οι κομμουνισταί γιόρταζαν τη 14η επέτειο κι όλος ο κόσμος ήτο εν επιφυλακή.
Τι να κάμη λοιπόν;
«Κυνήγα και θάβρης» λέγει το λαϊκό ρητό. Αυτό έκαμε και ο λοχίας. Με χτυποκάρδια εξεκίνησε γιο γέρικο κυπαρίσσι , όπου βρισκόταν κρυμμένη η κουρσάρικη λεία. Εκεί όμως που επήγαινε συνήντησε μια ωραία – ίσως διδασκάλισσα – η οποία γύριζε από νυκτερινή …… εκδρομή. Ο λοχίας σύμφωνα με τις διαταγές που είχε έτρεξε και της είπε ότι έπρεπε. Προς στιγμήν εσκέφθη να γυρίση στο φυλάκειο, όταν στο ίδιο μέρος, κάτι διακοπτόμενες αναλαμπές, σαν τα φωτεινά στίγματα του οπτικού τηλεγράφου, το ηχμαλώτισαν την προσοχήν. Τα φωτεινά σημάδια ήρχοντο από την ρίζα του γέρικου κυπαρισσιού. Υποβεβλημένος λοιπόν από τη δυνατή εντύπωσι που του προξένησαν αυτές οι αναλαμπές τράβηξε προς το μέρος των. Περίεργη συγκίνησις τον κατέλαβε. Βρισκόταν στο μεταίχμιο που χωρίζεται η πλούσια ζωή, απ’ τη γιομάτη απογοητεύσεις και στερήσεις διαβίωσι του Στρατώνος.
Ασυνείδητα το χέρι του ήρθε στη ξιφολόγχη και άρχισε το σκάψιμο….
Είχαν περάσει δύο ώρες κοπιαστικής δουλειάς, όταν η ξιφολόγχη σκόνταψε σε ένα κρανίο. Επειδή όμως ο λοχίας δεν είχε πάθει μελαγχολική παράνοια σαν τον Άμλετ και το κρανίο δεν ανήκε στον ηθοποιό Γιώρικ, αντί να μονολογήση κρατώντας το στα χέρια, για τη ματαιότητα αυτού του κόσμου, εξηκολούθησε το σκάψιμο. Σε λίγο ένα μουχλιασμένο τενεκεδένιο κουτί, κάτι σάπια αντικείμενα πούμοιαζαν με κοκάλινα κουμπιά, μια παλιά χατζάρα και λίγα πρασινισμένα από την πολυκαιρία μετζήτια άρχισαν να δικαιολογούν τα όσα η γρηούλα του είπε και να ανταμείψουν τους κόπους του ολονυκτίου σκαψίματος.
Κάτι μέσα του έλεγε.
Ακόμα πειό βαθειά. Ακόμα. Ακόμα.
Ο λοχίας εξηκολούθει. Ένα χωρισμένο από τον κορμό του αγλαμάτινο κεφάλι, μια μεγάλη σιαγόνα, πιθανώς αλόγου, πάλι μερικά χαλκοπράσινα νομίσματα ήρθαν στο φως.
Ώστε η παράδοσις ήταν ψεύτικη. Κάτι υπήρχε εκεί.
Είχε ανοιχθή από την ξιφολόγχη πειά, ένας λάκκος βάθους ενός μέτρου και ακόμα θα γινόταν βαθύτερος όταν μια πλάκα, κάτι σαν επιτύμβιος κανενός μνήματος, ή σαν κτισμένη δίοδος καμμιανής κρυψώνας, έπεισαν τον λοχία ότι δεν έπρεπε να προχωρήση.
Η προς ανασκαφάς μανία του, εθραύση στη σκληρότητα της υπογείου πλάκας. Και η ανασκαφή του λοχία που την υπηγόρευσε μια παλαιά παράδοσις και μια επιθυμία να εξερευνηθή το άγνωστο, χωρίς να λείπη και η δίψα του ανέλπιστου πλουτισμού διεκόπη, αφού έφερε στο ζωντανό κόσμο μερικά θαμμένα εκεί κάτω, ποιος ξεύρει από πότε, αντικείμενα, λείψανα, τις οίδε ποίου εθίμου και πιθανούς προαγγέλους της υπάρξεως άλλων θησαυρών.
Δεν ξεύρω αν την πραγματική αυτή ιστοριούλα θα την πιστέψετε. Εκείνο όμως που ξεύρω και πιστεύω αδιάσειστα, είναι ότι τα περιστατικά είναι αληθινά, λίγα ευρήματα εξ ίσου αληθινά και η παράδοσις γνωστή.
Ύστερα απ΄ όλα αυτά μια επιστημονική εργασία κάτι μπορεί να φέρη σε φως. Δεν είναι απίθανον να ξαναζωντανέψη πολλά που θεωρούνται ανύπαρκτα και πεθαμμένα.
Ο μεγάλος αρχαιολόγος που μας απέδειξε με τις ανασκαφές του στην Τροία ότι ήσαν αληθινά όσα έψαλλε ο Όμηρος στην Ιλλιάδα, δεν είχε τίποτε όταν συνέλαβε το μεγαλοφυές του σχέδιον.
Ήταν μπακαλόπουλο, καθάριζε σαρδέλλες κι άκουσε μονάχα δυο μεθυσμένους Βαυαρούς να μιλάνε για το Ίλιον. Αυτό τούφτασε, για να γίνη πλού και να φέρη σε φως τόσους κρυμμένους θησαυρούς.
Γιατί λοιπόν, ημείς να μην ενδιαφερθούμε;»
ΑΛ. ΣΤΟΛΙΓΚΑΣ.