Η Ποντία ως ακούσια
παιδοκτόνος
Του κ. Γ. Κ. Χατζόπουλου, τ. Λυκειάρχη
Ασφαλώς, όσα ακολουθούν, σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την Ποντία μάνα ως συνειδητή παιδοκτόνο. Δε διέπραττε το στυγερό έγκλημα ελαυνόμενη από το πάθος της εκδικητικότητας προς τον άπιστο σύζυγο (περίπτωση αρχαίας Μήδειας) ούτε και από ψυχική διαταραχή ή για να αποφύγει τη καταμαρτυρία του οικογενειακού ή κοινωνικού περιβάλλοντος, όταν επρόκειτο για αθέμιτη απόκτηση τέκνου εκτός γάμου -κάτι τέτοιο δεν είχε σημειωθεί-, αλλά ύστερα από καταπιεστικό καταναγκασμό ή θέτοντας υπεράνω του μητρικού φίλτρου τη σωτηρία συνανθρώπων της από ατίμωση, αλλαξοπιστία και τέλος από θανάτωση κατά τρόπο ειδεχθή.
Μια τέτοια περίπτωση μας παραθέτει ο Ευριπίδης Χειμωνίδης[1], ιστορικός του Πόντου, σε δημοσιεύματά του στην Ποντιακή Εστία: «… Πολλά παιδιά, επειδή οι γυναίκες δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου» (Από το Ημερολόγιο του Κώστα Κουρτίδη, αδελφού και συμπολεμιστού τού οπλαρχηγού Ευκλείδη Κουρτίδη)[2].
Η εκτέλεση των παιδιών συντελούνταν με τον σπαραγμό των μητέρων, όμως η λύση, που επιλεγόταν, ήταν επιταγή της οδυνηρής πραγματικότητας.
Ασφαλώς δεν ήταν η μοναδική περίπτωση, που η Ποντία γυναίκα – μάνα μεταβαλλόταν σε παιδοκτόνο είτε γιατί πιεζόταν από τους καταδιωκομένους συνανθρώπους της είτε γιατί θεωρούσε ότι η παιδοκτονία, όσο και αν τη συνέθλιβε ψυχικά, δεν έπαυε να είναι φόνος, όμως σε μια τέτοια περίπτωση ήταν μια θυσία, που έσωζε, αν τελικά έσωζε, τη ζωή πολλών συνανθρώπων της.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση νέας Ποντίας μάνας, η οποία χωρίς καταπίεση σκότωσε το παιδί της, και, προσπαθώντας να αποφύγει τον έλεγχο της συνειδήσεώς της, είπε: «Εγώ είμαι νέα, μπορώ να κάνω και άλλο», υπονοώντας μ’ αυτόν τον σκληρό της λόγο ότι προέβη στη μακάβρια αυτή πράξη, γιατί πρυτάνευσε το κοινωνικό συμφέρον.
Η ίδια αντίληψη κυριαρχεί στη σκέψη της Ελληνίδας μάνας από τα αρχαιότατα χρόνια. Τόσο στη Σπάρτη, όσο και στο Εικοσιένα και στο Αλβανικό μέτωπο η Ελληνίδα μάνα κάνει πέτρα την καρδιά της αποχαιρετώντας το σπλάχνο της, καθώς φεύγει για τον πόλεμο, μολονότι γνωρίζει ότι ελάχιστες είναι οι ελπίδες να το ξαναδεί ζωντανό. Αυτή είναι η Ελληνίδα μάνα, που παρακάμπτει τη μητρική τρυφερότητα και τον πόνο, θέτοντας σε προτεραιότητα το εθνικό και κοινωνικό συμφέρον.
Σκληρότατη, μα την αλήθεια, τέτοια απόφαση. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν πρέπει να της αποδοθεί ο χαρακτηρισμός της συνειδητής μητροκτόνου. Θα ήταν άδικος ένας τέτοιος χαρακτηρισμός. Αλλά ούτε και ο εξομολόγος, στον οποίο θα κατέφευγε να εκμυστηρευθεί το οδυνηρό αμάρτημά της, θα της στερούσε το δικαίωμα να μεταλάβει την αγία κοινωνία.
Όσο και αν, για την εκτέλεση μιας τέτοιας φοβερής πράξης, προτάχθηκε το εθνικό και κοινωνικό συμφέρον, οι αδίστακτες Ερινύες δεν έμεναν απαθείς. Η εκδίκησή τους υπήρξε ανελέητη. Τις πήραν το νου και σαλεμένες, χωρίς ούτε επί στιγμή ν’ ανθίσει έστω ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη τους, ανέβηκαν τον κακοτράχαλο Γολγοθά της ζωής, ξεπερνώντας κι αυτό ακόμη το μαρτύριο του Σισύφου.
Νομίζουμε πως ο πάνσοφος Δικαιοκρίτης θα φανεί αρκούντως επιεικής, όταν αυτή κληθεί να απολογηθεί ενώπιόν Του.
[1] Ευριπίδη Χειμωνίδη, Η πραγματική ιστορία των ανταρτών της Σαντάς, Π.Ε. 4(1953), σσ. 335-338.
[2] Του Ιδίου, ό.π. σ. 335.