ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Ορφανά του Πόντου
Η διάσωση και η αποστολή τους στην Ελλάδα από τον Λάμπρο Λαμπριανίδη (1924)
Γεωργία Μπακάλη
«Είμαι απ’ αυτό το Καδή-κιοϊ [συνοικία της Αμισού]˙ τον πατέρα μου εσκότωσαν οι Τούρκοι˙ η μητέρα μου απέθανεν εν τη εξορία˙ εγώ και οι δύο μικρότεροι αδελφοί μου είμεθα εξωρισμένοι εις την Άγκυραν εις ένα χωρίο αυτής, μας είχον οι Τούρκοι και προσεπάθουν να μας τουρκέψουν˙ δεν ηθελήσαμεν και μας έδιωξαν από τα σπίτια και μας αφήκαν ν’ αποθάνωμεν από την πείναν και το κρύο εις τους δρόμους˙ εβγήκαμεν τότε από το χωρίον και εύρομεν ένα μύλον μακρυά όπου ειργαζόμεθα και μας έδινε την ημέρα ολίγον ψωμί. Ύστερα […] εφύγαμεν από κεί˙ και από βουνόν εις βουνόν, και από χωρίον εις χωρίον περπατώντες χωρίς να φανώμεν επέσαμεν τυχαίως εδώ […]».
Αφήγηση ορφανής (τον Απρίλιο του 1919) στον Πανάρετο Κ.Τοπαλίδη, (Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1929, σ. 218.)
Η μαρτυρική ιστορία της εννιάχρονης τροφίμου στο Ορφανοτροφείο της Αμισού συνοψίζει τα παθήματα των ορφανών ελληνοπαίδων του Πόντου, εκείνων που οι γονείς τους θανατώθηκαν, εξοντώθηκαν κατά τις εξαντλητικές πορείες ή από τις κακουχίες στα τάγματα εργασίας. Κάποια παιδιά κατάφεραν τελικά να διασωθούν από τους απηνείς διωγμούς της περιόδου 1916-1918 και από τις ωμότητες που διέπραξαν σε βάρος του άμαχου πληθυσμού ομάδες ατάκτων (Τσέτες). Κάποια περισώθηκαν από συλλόγους, επιτροπές ή ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Άλλα βρήκαν τη δύναμη να διανύσουν αποστάσεις ταλαιπωρημένα, πεινασμένα και ανυπόδητα, να περάσουν τη δική τους οδύσσεια και να βρεθούν τυχαία σε κάποιο ορφανοτροφείο. Πολλά κορίτσια όμως και νεαρές κοπέλες είχαν απαχθεί βίαια μέσα στον ορυμαγδό του ξεριζωμού και των εκτοπίσεων στα βάθη της Ανατολίας και κρατούνταν κρυφά από Τούρκους. Λίγους μήνες μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το Ορφανοτροφείο της Αμισού περιέθαλπε 450 ορφανά, της Πάφρας 325, των Κοτυώρων (της Ορδούς) 125, της Πουλαντζάκης 130, της Κερασούντας 220, της Αργυρούπολης 330, της Τραπεζούντας 46, ενώ άλλα βρίσκονταν υπό ιδιωτική μέριμνα.
Τα διασωθέντα ορφανά θα μπορούσαν ίσως να θεωρηθούν τυχερά, αν δεν ξεκινούσε από το 1920 νέος κύκλος σφαγών και εκτοπίσεων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, μαρτυρίων και αιχμαλωσίας για τον Ελληνισμό. Τα δεινά δεν τερματίστηκαν με την ήττα και την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από το μικρασιατικό μέτωπο ούτε με τον εκπατρισμό των προσφύγων αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή αλλά ούτε και μετά την υπογραφή της Σύμβασης περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών τον Ιανουάριο του 1923. Στρατιωτικοί και πολιτικοί αιχμάλωτοι βρίσκονταν όμηροι για μήνες ή χρόνια μέχρι να αποδοθούν ή να δραπετεύσουν. Κάποιοι όμως δεν επέστρεψαν ποτέ. Άλλοι κρατούνταν σε στρατόπεδα, άλλοι δούλευαν σκλάβοι σε τσιφλίκια μπέηδων, γυναίκες και παιδιά κρατούνταν σε σπίτια Τούρκων, ενώ θα έπρεπε, βάσει της Σύμβασης, να αποδοθούν στις υποεπιτροπές που τελούσαν υπό την εποπτεία της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής, για να αποσταλούν στη Ελλάδα.i Μέλος της VII Μικτής Υποεπιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών ήταν ο ποντιακής καταγωγής πληρεξούσιος Δράμας, ο ευπατρίδης Λάμπρος Λαμπριανίδης.
Ο Λαμπριανίδης διήλθε τον Πόντο φτάνοντας μέχρι τις ανατολικές εσχατιές του, μέχρι το Κουρδιστάν, για να περισυλλέξει ορφανά και να φροντίσει όχι μόνο για την ασφαλή αποστολή τους στην Ελλάδα αλλά και για την απόδοση των περιουσιών τους καθώς και των περιουσιών που ανήκαν σε ευαγή καθιδρύματα. Δεν παρέλειψε να διευκολύνει με κάθε τρόπο και την κάθοδο στην Ελλάδα Ποντίων ανταρτών. Το καλοκαίρι του 1924 ο Λαμπριανίδης ενημέρωνε το Κεντρικό Συμβούλιο Ποντίων Δράμας ότι επρόκειτο να αποστείλει στην Ελλάδα ορφανά παιδιά και νεαρές γυναίκες που παραδόθηκαν ή αποσπάστηκαν από τα χέρια Τούρκων.ii Στο μεταξύ κατάφερε να πληροφορηθεί ότι ακόμη 1.771 παιδιά κατακρατούνταν στις περιοχές της Αμισού, της Αμάσειας, της Τραπεζούντας κ.α., υπήρχαν όμως πληροφορίες ότι ήταν πολύ περισσότερα. Το έργο της διάσωσής τους δεν ήταν καθόλου εύκολο:
«Απητήσαμεν την παράδοσιν ημίν της ανηλίκου Δεσποίνης Παναγιώτου Λεφτέρογλου, εκ του χωρίου Σικλίκ της Πάφρας καταγομένην και παρά τω Τούρκω Μετζήτ ογλού Ιμπραήμ, κατοίκου του χωρίου Πάτηλλη της Σαμψούντος, κατακρατουμένην. Μας την έφεραν, και ο Ιμπραήμ αρνείται να την αφίση, διότι την… αγόρασε, λέγει, επιδεικνύων και σχετικόν έγγραφον αγοραπωλήσεως, συνταχθέν, ως αναφέρεται, εν τω σχετικώ εγγράφω ενώπιον του Γραμματέως της Χωροφυλακής προσυπογράφοντος. […] Διαπιστούται ούτω η σωματεμπορία εν Τουρκία. Σημειωτέον ότι δεν φέρεται εν τω εγγράφω η υπογραφή του πωλητού πατρός, αγνοούντος του ατυχούς τι τεχνάζονται διά να κατακρατήσωσι την κόρην του. Ούτος ευρίσκεται, κατά τας πληροφορίας μου, εν Θεσσαλονίκη».
Πρωία, 14 Αυγούστου 1924.
Τα παιδιά που παραδίδονταν στην Υποεπιτροπή ήταν σε άθλια κατάσταση και τρομοκρατημένα τα περισσότερα, για τον λόγο ότι οι Τούρκοι κύριοί τους τα έκαναν να πιστέψουν ότι οι Έλληνες θα τα σκότωναν επειδή εξισλαμίστηκαν. Εκείνα που κατακρατούνταν επί χρόνια είχαν πλέον ξεχάσει το χριστιανικό τους όνομα. Τα περισσότερα δεν είχαν κανέναν συγγενή εν ζωή. Έχοντας δει με τα ίδια τους τα μάτια γονείς, αδέλφια, συγγενείς, συγχωριανούς να θανατώνονται, «έχασαν την πίστιν εις την ζωήν και αίσθημα κτηνώδους αδιαφορίας κατέλαβεν πάσαν σκέψιν τους…», παρατηρούσε ο Λαμπριανίδης για τα παιδιά που έχασαν τα πάντα και ήταν σαν χαμένα. Όλα σχεδόν ανεξαιρέτως παραδίδονταν χωρίς εσώρουχα, με ένα απλό κάλυμμα για ένδυμα, τα κορίτσια δε ήταν διακορευμένα και έπασχαν από αφροδίσια. Προτού τα παιδιά αυτά ανακτήσουν την πίστη και την αγάπη για τη ζωή, χρειάζονταν κατεπειγόντως περίθαλψη και ιατρική αγωγή για να συνέλθουν. Η υλική όμως βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης (σε είδη ρουχισμού, τρόφιμα, φάρμακα κ.ά.) ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τις ανάγκες των χιλιάδων προσφύγων. Την κατάσταση δυσχέραινε το γεγονός ότι σε καμία πόλη του Πόντου δεν είχαν στηθεί πρόχειρα νοσοκομεία για τις έκτακτες υγειονομικές ανάγκες, σκηνές δεν υπήρχαν και επιπλέον η αποστολή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού δύσκολα επιβίωνε εξαιτίας των καθυστερούμενων μισθών της. Εύλογα λοιπόν ο Λαμπριανίδης καυτηρίαζε την κρατική αστοργία, «το Δημόσιο δεν θα καταστρέφεται σπαταλών τους θησαυρούς του διά την ιατρικήν περίθαλψιν των Ποντίων προσφύγων. Μήπως ο τέως κ. υπουργός νομίζει ότι δύναται να επαναπαυθή ήσυχος αποστείλας 50 κιλά μακαρόνια και 30 κιλά ζαχάρεως;»iii Μέσα από τις δημοσιευμένες επιστολές του ο Λαμπριανίδης αποτυπώνει το δράμα των ορφανών του Πόντου καταγγέλλοντας τις βιαιότητες και τις παραβιάσεις των Τούρκων. Καταγγέλλεται όμως και η θλιβερή ακηδία του επίσημου ελληνικού κράτους να μεριμνήσει με κάθε μέσο και να καταβάλει κάθε προσπάθεια για τη διάσωση και την περίθαλψη των ορφανών. Για τον Λαμπριανίδη το έργο της διάσωσης δεν τελείωνε με την περισυλλογή τους. Το ζητούμενο ήταν η επανένταξή τους στη ζωή. Απηύθυνε λοιπόν εκκλήσεις προς τους Ποντίους της Δράμας να αναλάβουν την προστασία των ορφανών που αποστέλλονταν στην Ελλάδα, φροντίζοντας για την επανένωση με τις οικογένειές τους ή με συγγενείς τους, στις περιπτώσεις βέβαια που αυτό ήταν εφικτό. Για να διευκολύνει το έργο τους, διαβίβαζε κατάλογο με τα ονόματα, την ηλικία και την καταγωγή των ορφανών. Η σωτηρία τους, όπως τόνιζε, ήταν εθνική και ανθρωπιστική ανάγκη.
Το άρθρο αναρτάται και στην ιστοσελίδα για την ιστορία και τον πολιτισμό της Δράμας, (Πύλη της Δράμας https://www.pylidramas.gr/), στο σχετικό αφιέρωμα που θα ακολουθήσει.
i Γεωργία Μπακάλη, «“Υπολείμματα ενδυμάτων επί ανθρωπίνων υποδειγμάτων”. Η ανθρωπιστική καταστροφή αιχμαλώτων και ομήρων στη Μικρά Ασία μετά την κατάρρευση του μετώπου», στο Κωνσταντίνος Α. Κωνσταντόπουλος – Φιλιππής (επιμ.), Από τη Συνθήκη των Σεβρών στη Συνθήκη της Λωζάννης. Ιστορικές προσεγγίσεις και όψεις του Προσφυγικού Ζητήματος, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο 2024, σ. 17-32.
ii«Λάμπρος Λαμπριανίδης προς Κεντρικόν Συμβούλιον Ποντίων Δράμας», Θάρρος, 6 Αυγούστου 1924.
iii«Λάμπρος Λαμπριανίδης προς τους Ποντίους και Καυκασίους πληρεξουσίους», Πρωία, 14 Αυγούστου 1924.