Ξεκίνησε η παρουσίαση
σκηνοθετών στο πλαίσιο
του 47ου Φ.Τ.Μ.Μ.
Κάθε μέρα οι σκηνοθέτες που διαγωνίζονται στο 47ο Φεστιβάλ Δράμας, δίνουν ραντεβού με το κοινό (θεατές, επαγγελματίες της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, δημοσιογράφους) για να μιλήσουν για την ταινία τους που έχει προβληθεί το προηγούμενο βράδυ και να απαντήσουν σε ερωτήσεις, στο πιο φρέσκο και πολυαναμενόμενο ραντεβού του Φεστιβάλ. Να τι είπαν στο κοινό του Φεστιβάλ για τη δουλειά τους οι διαγωνιζόμενοι στη σημερινή παρουσίαση την οποία συντόνισαν ο Παναγιώτης Ιωσηφέλης (Εθνικό Σπουδαστικό Διαγωνιστικό) και ο Βασίλης Καραμητσάνης (Animation).
Εθνικό Σπουδαστικό Πρόγραμμα
«Dracaena»
Η Σοφία Πριόβολου και ο Ιωάννης Παναγιωτίδης μιλώντας για την ταινία τους τόνισαν «To θέμα μας ήταν η διαχείριση της απώλειας. Κάτι που όλοι έχουμε βιώσει: ένας θάνατος, ένας χωρισμός, το κατοικίδιό μας που πεθαίνει… Το pet cemetery του ήρωα απαρτίζεται από πολλές και διαφορετικές απώλειες –ακόμα και παιδικά παιχνίδια. Είναι πράγματα που έχουμε ζήσει και οι δυό μας. Ωστόσο θελήσαμε να χειριστούμε το θέμα μας με χιούμορ, ώστε να μην βγει μελό. Να περιγράψουμε τον χαρακτήρα μέσω των χρωμάτων Ο ήρωας είναι άνθρωπος της ρουτίνας, της συνήθειας. Θέλαμε ο πρωταγωνιστής μας να είναι καπετάνιος ώστε να υπάρχει η έννοια του ταξιδιού: να επιστρέφει μετά από καιρό, κι ενώ περιμένει να τα βρει τα πράγματα ακριβώς όπως ήταν, όλα είναι διαφορετικά, όλα χάνονται…».
Στην ταινια «Νο future kids» της Eλένης Πουλοπούλου παρούσα ήταν και η ηθοποιός Φλομαρία Παπαδάκη. Η Eλένη Πουλοπούλου μιλώντας για την ταινία ανέφερε «Προέρχομαι από τον χώρο των Καλών Τεχνών και για να κάνω την ταινία διάβασα βιβλία σεναρίου και με βοήθησαν φίλοι. Στον δικό μου χώρο, των εικαστικών, έχουμε μάθει να λειτουργούμε με διαφορετικό τρόπο, να δικαιολογούμε τα πάντα. Εδώ, άφησα τα πράγματα να κυλήσουν πιο ελεύθερα, να πάρουν τη δική τους μορφή. Στην ταινία μιλώ για μια γενιά που μεγαλώνει χωρίς ευκαιρίες –no future generation. Κόσμος, νέα παιδιά φεύγουν, πάνε στο εξωτερικό. Ταυτίζομαι πολύ με τους χαρακτήρες που φτιάξαμε στην ταινία».
Η Φλομαρία Παπαδάκη είπε πως οι ερμηνείες μιας ταινίας μπορούν να είναι τόσες όσες και οι άνθρωποι που την βλέπουν. «Είναι κάτι απολύτως ζωντανό, δεν μπορείς να το ελέγξεις». Και προσέθεσε πως δούλεψαν πολύ με πρόβες, «αλλά θα μπορούσαμε κάλλιστα, να προσεγγίσουμε όλη αυτήν την αγωνία και το σκοτάδι των ηρωίδων και χωρίς καθόλου πρόβα».
«Τρωκτικά του μπετόν» σε σκηνοθεσία Αποστόλη Γκανάτσιου ο όποιος ανέφερε «Οι χαρακτήρες είναι τρεις φίλοι σε φάση απόγνωσης -κοινωνικής και οικονομικής.Και αποφασίζουν να ξεφύγουν από αυτό παίρνοντας μια ακραία απόφαση που ένας συνηθισμένος, μέσος άνθρωπος δεν θα έπαιρνε. Δεν ξέρουν όμως τι πάνε να κάνουν. Δεν το’ χουν. Και από αυτό προκύπτει το τραγικωμικό της ταινίας που υπονομεύει το είδος του νουάρ αλλά και τους χαρακτήρες της ταινίας. Η οποία έχει κάτι το γκροτέσκο, έναν σαρκασμό».
«Imaginary Moscow»
Ο Πάνος Μαζαράκης μιλωντας για την ταινία του ανέφερε «Στην ταινία αξιοποίησα το ΑΙ (τεχνητή νοημοσύνη). Όλα ξεκίνησαν από ένα φωτογραφικό βιβλίο, κάτι σαν σημειωματάριο με φωτογραφίες από προσωπικές στιγμές και σημειώσεις που μου έστειλε μία κοπέλα από την Μόσχα την οποία επρόκειτο να συναντήσω. Μία συνάντηση όμως που δεν έγινε ποτέ, καθώς έγινε η εισβολή στην Ουκρανία. Από τις εικόνες αυτές που μου έστειλε η κοπέλα, μέσω του ΑΙ, δημιούργησα νέες εικόνες, οι οποίες έντυσαν μια συρραφή ποιημάτων μιας εξόριστης ρωσίδας ποιήτριας που ένιωσα πως ταιριάζει απόλυτα με αυτό που ήθελα να πω. Mέσω του ΑΙ έφτιαξα και το voice over. Σκοπίμως χρησιμοποίησα το ασπρόμαυρο, διότι στο μυαλό μου τα όνειρα δεν έχουν χρώμα. Προσπάθησα να δημιουργήσω μια δυστοπία –ή ουτοπία, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς. Με επηρέασε ο Κρις Μαρκέρ και το La Jetée. Ό, τι φαντάστηκα για αυτό το ταξίδι που δεν έκανα ποτέ, μου το έδωσε η τεχνητή νοημοσύνη».
Στην ταινια «MRI» της Μελίνας Ξυπολιτάκη παρούσα ήταν και η ηθοποιός Αλεξάνδρα Όσπιτσι. Η Μελίνα Ξυπολιτάκη τόνισε «Καταπιάνομαι με ένα σοβαρό θέμα, βασισμένο σε μία δική μου εμπειρία, όταν λόγω κάποιων νευρολογικών συμπτωμάτων βρέθηκα στον μαγνητικό τομογράφο για 45 λεπτά. Στην πορεία διαγνώστηκα με σκλήρυνση κατά πλάκας. Τη στιγμή που ήμουν εκεί μέσα, ένιωσα να με κατακλύζουν αναμνήσεις, να με πλημμυρίζουν φόβοι, κι όλα αυτά με έναν συνειρμικό τρόπο, μέσω του ήχου. Το ίδιο σου το σώμα επιλέγει να ακολουθήσει αυτήν τη διαδικασία. Μετά από αυτήν την εμπειρία μου ήταν πολύ εύκολο να γράψω όσα βίωσα. Δεν ήθελα όμως μια ταινία 45 λεπτών, γι’ αυτό έκανα ένα ξεσκαρτάρισμα».
Η Αλεξάνδρα, που κλήθηκε να ερμηνεύσει αυτήν την τόσο προσωπική εμπειρία της σκηνοθέτριας, είπε πως αυτή η σκέψη δεν την άγχωσε «καθώς ένιωσα μια ασφάλεια και μία τρυφερότητα σε όλη τη διαδικασία».
Ο Βαγγέλης Παναγιωτακόπουλος μιλώντας για την ταινία του τα «Τσάϊμαχαλά» τόνισε «Το 2019 είχα κάνει ένα φωτογραφικό οδοιπορικό με τη σχολή μου. Και βρέθηκα σε ένα πολύ ιδιαίτερο χωριό, με πομακικό όνομα. Μου έκανε εντύπωση το πόσο ανοιχτοί ήταν οι άνθρωποι. Σε καμία περίπτωση δεν είχα πρόθεση να κάνω κάτι για τους Πομάκους, να μιλήσω για τις μειονότητες ή για τη θρησκεία. Με ενδιέφερε να δείξω ότι είναι άνθρωποι σαν κι εμάς: ότι κλείνει το σχολείο τους, ότι φεύγουν οι νέοι, ότι έχουν ζάχαρο. Καθημερινά προβλήματα. Είχα οργανώσει τα πάντα αλλά όταν έφτασα, ο σύνδεσμός μου ήταν εξαφανισμένος. Έτσι βρέθηκα να περιμένω σε μία γέφυρα να εμφανιστεί κάποιος, μέχρι που πέρασε ένας παππούς για μία τράκα. Αυτό ήταν. Όταν με είδαν μαζί του, βγήκαν όλοι, και τους γνώρισα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι προστάτες του δάσους. Αν πιάσει φωτιά το δάσος, καταστράφηκαν. Και το υπερασπίζονται».
«απαρατάτεμε» της Μένη Τσιλιανίδου όπου παρούσες ήταν και οι σεναριογράφοι Δήμητρα Καψάλα και Άννα Μαρία Λαγόρτση ανέφερε «Είναι η πτυχιακή μου ταινία, και συνεργάστηκα στενά με τα κορίτσια που έγραψαν την ταινία, με τις οποίες έχουμε ξαναδουλέψει μαζί. Θέλαμε να κάνουμε ένα road movie, αλλά μέσα σε αυτό να βάλουμε λίγο από την προσωπικότητα της καθεμιάς. Εστιάσαμε πολύ στους χαρακτήρες, είναι ένας διάλογος για τη ζωή. Ήθελα πολύ να μιλήσω για τη σχέση εγγονής-παππού, αν και δεν έχω παππού…». Κι ενώ ήταν εύκολο να φτιάξουν τον χαρακτήρα της συνομήλικής τους κοπέλας, όπως είπε το συγγραφικό δίδυμο Δήμητρα και Άννα Μαρία, «ήταν πολύ δύσκολο να μας βγει ο παππούς. Δεν θέλαμε στερεότυπα, να είναι δηλαδή γραφικός ή κακός. Αλλά ούτε να είναι και ιδιαίτερα συμπαθής. Θέλαμε έναν αληθινό άνθρωπο».
«Όταν γραφόταν ο ρόλος», λέει η Μένη, «είπα στα κορίτσια, μπείτε σε ένα λεωφορείο χωρίς ακουστικά και ακούστε τους ηλικιωμένους να μιλούν». Το γύρισμα ήταν απολαυστικό. «Γελάσαμε πολύ».