Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας
Πώς περιγράφουν οι περιηγητές
την περιοχή που εκτείνεται
από το Στρυμόνα μέχρι τον Έβρο
► Η Δράμα του 1705 και πώς ένας Γάλλος ενδιαφέρθηκε να αγοράσει την προτομή ενός Ηρακλή
► Μιλάει στον «Π.Τ.» ο πρόεδρος του Ιστορικού Μουσείου Αλεξανδρούπολης Ν. Πινάτζης
Του Θανάση Πολυμένη
ΜΙΑ ΠΟΛΥ ενδιαφέρουσα έκθεση άνοιξε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας, με κεντρικό τίτλο: «Via Egnatia: Ταξιδιωτικές μαρτυρίες από τον Στρυμόνα στον Έβρο».
Η έκθεση συνδιοργανώνεται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Δράμας και το Ιστορικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης και θα διαρκέσει μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 2024.
Στην έκθεση αποτυπώνονται οι μαρτυρίες ταξιδιωτών και περιηγητών για την Εγνατία οδό και για τις περιοχές που επισκέφθηκαν διατρέχοντάς την, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο πέρασμα των αιώνων από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στην έκθεση αποτελούν ένα μέρος των πολυάριθμων ανώνυμων και επώνυμων ταξιδευτών που περιδιάβαιναν, μέσω της Εγνατίας αλλά και των παράπλευρων δρόμων της, τις μικρές και μεγάλες πόλεις, το πλούσιο φυσικό τοπίο, τα μνημεία, τους αρχαιολογικούς χώρους και τους ιστορικούς τόπους που βρίσκονταν κατά μήκος του άξονά της ή σε μικρή απόσταση από αυτόν, στα όρια της σημερινής διοικητικής περιφέρειας ΑΜΘ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η έκθεση σχεδιάστηκε από το Ιστορικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του 4ου Φεστιβάλ Via Egnatia που διοργάνωσε η ΠΑΜΘ-Π.Ε. Έβρου, ενώ κατά τη διάρκεια των εγκαινίων μίλησε ο πρόεδρος του Ιστορικού Μουσείου Αλεξανδρούπολης κ. Νικόλαος Πινάτζης.
Πινάτζης: Περιηγητές από την αρχαιότητα μέχρι τον 20ο αιώνα
Σχετικά με την έκθεση και για το θέμα της, μίλησε στον «Π.Τ.» ο κ. Ν. Πινάτζης, επισημαίνοντας αρχικά ότι «η έκθεση περιλαμβάνει τις μαρτυρίες των ταξιδιωτών που πέρασαν την αρχαία Εγνατία Οδό από τα πρώτα προχριστιανικά χρόνια μέχρι και τον 20ο αιώνα και άφησαν γραπτές μαρτυρίες, σχόλια και άλλα στοιχεία και για το δρόμο, αλλά και για τους τόπους που συνάντησαν διασχίζοντας την αρχαία Εγνατία Οδό».
Όπως σημειώνει ο κ. Πινάτζης, η έκθεση περιλαμβάνει «18 περιηγητές, ξεκινώντας από τον Στράβωνα και φτάνοντας μέχρι τον Γεώργιο Λαμπάκη αρχές του 20ου αιώνα, ενώ στον κάθε ένα απ’ αυτούς τους περιηγητές, υπάρχει αναφορά στο βιογραφικό του, στη ζωή του, εικόνες της εποχής τους, χάρτες, αντίγραφα βιβλίων τους, εκδόσεις που κυκλοφόρησαν από τους ίδιους, γκραβούρες της εποχής, καθώς και μαρτυρίες που έχουμε βρει από πολλές πηγές. Κάποιες απ’ αυτές μάλιστα είναι και πρωτότυπες και βγήκαν από τη δική μας έρευνα».
Η έκθεση έχει ήδη παρουσιαστεί στην Αλεξανδρούπολη, στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη, ενώ μετά από τη Δράμα θα παρουσιαστεί και στην Καβάλα.
Ερωτώμενος για το ποια είναι τα σημαντικότερα σημεία στα οποία στέκονται κυρίως οι περιηγητές της περιοχής, ο κ. Πινάτζης εξηγεί: «Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι στέκονται κυρίως στους αρχαιολογικούς τόπους της περιοχής μας, αναφέρονται επίσης σε μνημεία αρχαίων πόλεων, αναφέρονται στους πληθυσμούς που συναντούν στο πέρασμά τους από τα διάφορα μέρη της Εγνατίας Οδού. Η οποία πρέπει να πούμε ότι ενώ είναι ένας δρόμος πάνω από 2.000 χρόνια, έχει όλα αυτά τα χρόνια αλλάξει η κατεύθυνσή του, έχουν αλλάξει τα τεχνικά του χαρακτηριστικά, παραμένει όμως μέχρι σήμερα ο δρόμος που ενώνει όλες τις πόλεις από τη Μακεδονία μέχρι και τον Έβρο».
O Paul Lucas στη Δράμα το 1705
Στην έκθεση, ένας από τους πίνακες είναι αφιερωμένος στον Γάλλο περιηγητή Paul Lucas, ο οποίος μάλιστα υπήρξε απεσταλμένος του Λουδοβίκου 14ου, ο οποίος επισκέφθηκε τη Δράμα το 1705 και γράφει για την πόλη: [Στη Δράμα του 1705 υπήρχε μια μονάχα ελληνική εκκλησία. «Πήγα να τη δω. Μέσα στο μισοχαλασμένο ναό, βρήκα την προτομή ενός Ηρακλή εξαιρετικής ομορφιάς από άσπρο μάρμαρο. Χρησιμοποιείται για βάθρο μιας ξύλινης κολώνας που υποστηρίζει το γυναικωνίτη. Η μισή ήταν θαμμένη στο χώμα. Θα την αγόραζα αν βρισκόταν στη Δράμα ο μητροπολίτης. Ας είναι. Θα την πάρω σ’ ένα άλλο ταξίδι».]
Σχολιάζοντας ο κ. Πινάτζης, εξηγεί ότι «χωρίς να ξέρουμε τη δοσοληψία που υπήρχε εκείνα τα χρόνια, προφανώς ήταν εφικτό να αγοράσουν με κάποιο τρόπο και είναι σημαντικό ότι είχαν στο νου τους να συλλέξουν αρχαιότητες. Γιατί αυτές ήταν η ταυτότητα της χώρας, αυτός ο σπουδαίος αρχαίος ελληνικός πολιτισμός και ό,τι έχει σωθεί απ’ αυτόν σήμερα».