Προσκύνημα στην Βηθλεέμ
Του Ιωάννη Δεϊρμεντζόγλου
«Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός∙ ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο Αστήρ…»
Παραμονή των Χριστουγέννων του 1991 ξεκινήσαμε ακολουθώντας, όχι τον φωτεινό Αστέρα της Βηθλεέμ, αλλά το δρομολόγιο της Αεροπορικής γραμμής, Αθήνα, Κάιρο, Ισραήλ (αεροδρόμιο Μπεν Κουριέν).
Σπεύδουμε να προσκυνήσουμε την φάτνη των αλόγων, όπου δέχτηκε στην αχυρένια στρώση του τον αχώρητο, θεό, τον σαρκωμένο από τα αγνά σπλάχνα της Παναγίας Μητέρας του, τον αμήτορα ως θεό και απάτορα ως άνθρωπο, τον βασιλέα των βασιλέων ντυμένο τους δερμάτινους χιτώνες του ανθρώπου, τον αναμάρτητο που έκλινε τους ουρανούς και κατέβη στη γη για ν’ ανυψώσει εμάς στον ουρανό.
Κυλούν οι ρόδες του αυτοκινήτου στην άσφαλτό. Τα τοπία διαδέχονται το ένα το άλλο, μακραίνουν, χάνονται πίσω μας, μα τίποτα γύρω μας δεν βοηθάει την φαντασία καθώς παλεύει να ξεπεράσει.
Την σημερινή πολυτέλεια, να φέρει, μπροστά μας τα ταπεινά σπιτάκια της Βηθλεέμ, τους χωμάτινους δρόμους, τ’ ανηφορικά σοκάκια, τους βοσκούς, τους μάγους εκ Περσίας… Ψάχνει, ο νους και τα μάτια ζητούν ν’ αντικρίσουν ό,τι οι ορθόδοξοι αγιογράφοι παριστάνουν στις βυζαντινές εικόνες των εκκλησιών μας. Το σπήλαιο, τα βόδια, το γαϊδουράκι, τον μικρό Χριστό στο αχυρένιο στρώμα, την Παναγία δίπλα του να τον κοιτά γλυκά και τον Ιωσήφ καθισμένο παράμερα να συλλογίζεται τούτο το παράξενο θαύμα.
Πλησιάζουμε. Λίγες στροφές ακόμα στους αγιασμένους λόφους της βηθλεέμ και να προβάλλει το ψηλό καμπαναριό του ναού της Γεννήσεως.
Διπλές οι καμπάνες αντιλαλούν γλυκόηχα. Νιώθεις πως είσαι στο κλίμα εκείνων των ημερών. Τότε που άνοιξαν οι ουρανοί και ο χορός των αγγέλων έψαλλε μελωδικά το «επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία…» τότε που οι αγραυλούντες βοσκοί, φοβισμένοι από το θάμβος των αγγέλων, γονατιστοί, άκουαν -πρώτοι αυτοί- το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Χριστού.
Τότε που οι μάγοι προσκυνούσαν ταπεινά το θείο βρέφος και απέθεταν στα πόδια του τα ατίμητα δώρα, χρυσό και σμύρνα και λιβάνι.
Φτάνουμε. Προηγείται ο Πατριάρχης Διόδωρος Β’ καθισμένος σε άσπρο άλογο, με την ακολουθία του, τους ψάλτες, τους ιερείς, τα εξαπτέρυγα, τους άρχοντες και το πλήθος των προσκυνητών. Σκύβουμε να περάσουμε από την χαμηλή πύλη του ναού. Είναι έτσι χτισμένη για να μην μπορούν να περάσουν έφιπποι οι άραβες και μαγαρίσουν τον άγιο τόπο.
Ο Ναός, μεγαλοπρεπής, ολοφώτεινος με τρία κλίτη. Στο κεντρικό κλίτος. Ψάλλουν οι ορθόδοξοι ιερείς. Στο αριστερό φωνασκούν, στην προσπάθεια τους να καλύψουν τις κατανυκτικές ψαλμωδίες την ορθοδόξων, οι κόπτες. Τριάντα βροντόφωνοι, λες και είναι μέλη όπερας σε θεατρική παράσταση. Στο τρίτο κλίτος, δεξιά, καθολικοί καρδινάλιοι, ντυμένοι στα βυσσινί χρώματα, τριγυρίζουν πέρα δώθε, σαν σε πλατεία. Καθρεφτίζονται, χτενίζονται, συζητούν, χαριεντίζονται, σα να βρίσκονται σε Τούρκικο χαμάμ. Κανένας σεβασμός! Τουρίστες σε ξένη χώρα, που παλαιότερα την κατέκτησαν οι πρόγονοί τους σταυροφόροι. Τώρα νιώθουν διωγμένοι αφέντες σ’ ένα τόπο όπου εβραίοι και Ρωμαίοι σταύρωσαν έναν θεό, τον αληθινό θεό…
Στα δεξιά μας, πέντε σκαλιά οδηγούν χαμηλά στο σπήλαιο των αλόγων. Εκεί και η φάτνη προσκομιδή σήμερα, όπου ο ιερέας ετοιμάζει την θεία κοινωνία. Ψηλά, απ’ την κορυφή του σπηλαίου, κρέμονται ασημοκάντηλα και άλλα χρυσά, αφιερώματα όλο ευλαβών προσκυνητών. Με το μελιχρό φως τους φωτίζουν τις εικόνες, και τα χρυσοπήγια. Λάμπουν με βασιλική μεγαλοπρέπεια. Πλούτος επίγειος, φθαρτός που δεν φτάνει την υπέρλαμπρη λάμψη του άκτιστου φωτός, το φως της θεότητας, το αληθινό φως του Χριστού, που από συγκατάβαση κατέβηκε στη γη έγινε άνθρωπος για να υψώσει του άνθρωπο στον ουρανό, στο αρχέτυπον κάλλος.
Σ’ αυτόν τον μικρό χώρο, που βασιλείς και άρχοντες γονάτισαν ταπεινά και απέθεσαν το στέμμα τους, γονατίζουμε κι εμείς και αγγίζουμε, ό,τι τα χέρια και τα πόδια του Ιησού άγγιζαν. Αλήθεια! Πόσα γόνατα προσκύνησαν τούτο τον τόπο; Πόσα χείλη ικέτευσαν; Πόσα μάτια δάκρυσαν, πόσες καρδιές κτύπησαν με γρήγορους παλμούς καθώς έσκυβαν το κεφάλι πάνω στην αγιασμένη φάτνη που δέχτηκε γυμνό το σώμα του θείου βρέφους! Όλα γύρω σου μιλούν, όλα σου θυμίζουν εκείνον που κάθε χρόνο γεννιέται μέσα μας στην φάτνη της καρδιάς μας και της γλυκαίνει, την μεταμορφώνει σε δικό του θρόνο, την λούζει με το θεϊκό του φως… Ακούω την ουράνια μελωδία των αγγέλων και σταλάζει μέσα μου το μύρο της αγιοσύνης του γεννημένου Χριστού και συγχρόνως ψάλλουν τα χείλη… «Δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
- Χριστός γεννάται, φίλοι μου.
- Αληθώς γεννάται.