Home > νέα > Αναγκαιότητα η μετάφραση εκκλησιαστικών κειμένων για τις ανάγκες της θείας λειτουργίας Ο Αρχιμανδρίτης π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος μιλάει στον «Π.Τ.»

Αναγκαιότητα η μετάφραση εκκλησιαστικών κειμένων για τις ανάγκες της θείας λειτουργίας Ο Αρχιμανδρίτης π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος μιλάει στον «Π.Τ.»

Σχολή Γονέων Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας

Αναγκαιότητα η μετάφραση

εκκλησιαστικών κειμένων για

τις ανάγκες της θείας λειτουργίας

Η βάπτιση, η συνειδητότητα στη ζωή της Εκκλησίας και η μετάφραση της εκκλησιαστικής γλώσσας

Ο Αρχιμανδρίτης π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος μιλάει στον «Π.Τ.»

 

Του Θανάση Πολυμένη

ΜΙΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ενδιαφέρουσα ομιλία παρακολούθησαν οι παρευρισκόμενοι στην πέμπτη συνάντηση της Σχολής Γονέων, που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της περασμένης Κυριακής 23 Φεβρουαρίου, στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων.

Το θέμα με κεντρικό τίτλο, «Μπαμπά, με ρώτησες όταν με βάφτισες;», ανέλυσε ο πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος, αδελφός της Ιεράς Μονή Προφήτου Ηλιού Ηλιουβουνίων Πρεβέζης. Η Σχολή Γονέων διοργανώνεται από την Ιερά Μητρόπολη Δράμας και με την πολύ καλή επιμέλεια του π. Δημητρίου Αχθοφορίδη, εφημέριου του Ι. Ν. Αγίων Αναργύρων.

Ευγενώς δέχτηκε να  μιλήσει για το θέμα στον «Π.Τ.» ο π. Βαρνάβας, επισημαίνοντας αρχικά: «Είμαστε σε μια πραγματικότητα που τα αυτονόητα έχουν τελειώσει. Παλαιότερα ήταν αυτονόητο ότι ένας χριστιανός, τα παιδιά του τα βαφτίζει. Τώρα όμως αυτά δεν μπορούν να είναι εθιμικά, το βρήκαμε και το κάνουμε. Πρέπει να είναι κάτι συνειδητό, αυτό είναι το νόημα της εισηγήσεως, ότι μέσα στην Εκκλησία πρέπει να ξέρουμε ποιοι είμαστε και γιατί».

Όπως εξήγησε ο π. Βαρνάβας, «διότι αν τα παιδιά τα βαφτίσαμε για να τα δώσουμε το όνομα και να καμαρώνει ο παππούς κτλ., δεν ζουν συνειδητά μέσα στην Εκκλησία, και  βλέπουμε ότι κι εμείς οι μεγαλύτεροι είμαστε επιφανειακοί – και συγγνώμη να το πω, υποκριτές – θα έρθει κάποια στιγμή και θα πει ότι, δεν μου δίνει κάτι αυτός ο χώρος, διότι δεν έχει αλήθεια, έχει ψεύδος, το οποίο διατηρούμε με τη δική μας υποκρισία. Έτσι θα έρθει η ώρα και το παιδί θα πει ότι δεν έχει κανένα λόγο να είναι μέσα σ’ αυτό το σπίτι, και θα επιλέξει αυτό που θέλει. Είτε να είναι άθεος, είτε να επιλέξει άλλη θρησκεία. Γι’ αυτό θεωρώ ότι χρειάζεται μια αυτοκριτική από τους μεγαλύτερους, να γίνουμε πρώτα εμείς συνειδητά μέλη της Εκκλησίας, να ξέρουμε τι πιστεύουμε και να μην είναι μόνο Πιστεύω ένα θεωρητικό κείμενο, αλλά τρόπος ζωής.

Σήμερα είναι τόσα πολλά τα ερεθίσματα που δέχονται τα παιδιά, βομβαρδίζονται από τόσες θεωρίες, ιδεολογίες, θρησκευτικά κινήματα και τα οποία σερβίρουν πολύ δελεαστικές προτάσεις για νόημα ζωής και αναπαυτικές θα έλεγα, που γοητεύουν τα παιδιά μας και καλούνται να διαλέξουν, ενώ ξέρουμε ότι οδηγούν σε αδιέξοδα. Αυτή τη λύση προσπαθούμε να δώσουμε ώστε να γίνει η Εκκλησία κάτι ζωντανό και όχι ένα απολίθωμα του παρελθόντος, το οποίο απλώς διατηρεί  αυτό που λέει ο λαός μας, το βρήκα και το κάνω. Αυτό δεν έχει κανένα νόημα».

«Ο Θεός δεν θέλει να υποφέρουμε»

Ερωτώμενος αν έρχεται σε επαφή με ανθρώπους που θέτουν τέτοιες απόψεις, ο π. Βαρνάβας εξηγεί: «Πολύ συχνά ακούμε ανθρώπους που έχουν απογοητευτεί από τον χώρο και από εμάς τους κληρικούς και από τη διδασκαλία όπως την σερβίρουμε εμείς, που είναι μερικές φορές πολύ εγκεφαλική, πολύ δογματική – είναι δόγματα βέβαια οι θρησκείες – αλλά είναι περιοριστική για τη ζωή των ανθρώπων.

Δίνει την εντύπωση ότι ο Θεός δίνει μόνο απαγορεύσεις και δεν μας αφήνει να χαρούμε τη ζωή. Υπάρχει και ένα σύνθημα το οποίο το είχε πατρονάρει ο κήρυκας της αθεΐας στην Αγγλία, Ρίτσαρντ Ντόκινς, Βιολόγος, που θεωρείται από τους κορυφαίους αθεϊστές της εποχής μας. Το σύνθημα αυτό το είχαν βάλει και στα λεωφορεία της Αγγλίας, που έλεγε ότι “προφανώς δεν υπάρχει Θεός, άρα μην αγχώνεστε, απολαύστε τη ζωή σας”. Σαν να λέει ότι ο Θεός είναι το εμπόδιο για να χαρούμε τη ζωή».

Όπως τονίζει ιδιαίτερα ο π. Βαρνάβας, «ο  Θεός δεν θέλει να υποφέρουμε, δεν είναι σαδιστής. Την ουσιαστική ανάπαυση θέλουμε να βρούμε, αλλά και την ουσιαστική χαρά. Είναι ο μόνος που ξέρει πώς χαίρεται ο άνθρωπος, και είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει αυτή τη χαρά. Αλλά εμείς, με λάθος τρόπο που συμπεριφερόμαστε και διδάσκουμε, δίνουμε την εντύπωση ότι ο χριστιανισμός είναι η θρησκεία της στέρησης, της θλίψης, της κατάθλιψης και όχι η θρησκεία της χαράς. Ενώ σημαίνει ακριβώς αυτό, και το λέει  και ο ίδιος ο Χριστός, ότι η χαρά που δίνω εγώ, δεν μπορεί να την αφαιρέσει κανένας, ούτε ο θάνατος».

Χωρίς παρωπίδες και χωρίς λεξικό στην εκκλησία

Ερωτώμενος αν θα έδινε κάποια συμβουλή στο σημείο αυτό, σημειώνει: «Η συμβουλή είναι πρώτα οι ποιμένες, οι κληρικοί, οι γονείς φυσικά και οι διδάσκαλοι, να ψάξουν λίγο βαθύτερα το νόημα της χριστιανικής ζωής, μελετώντας τις πηγές, την Καινή Διαθήκη τουλάχιστον, τη ζωή των πατέρων χωρίς παρωπίδες, για να βρουν αυτό το μήνυμα και φυσικά να το ζουν μέσα στη ζωή της Εκκλησίας.

Θα μου επιτρέψετε να πω ότι ένα από τα εμπόδια τα οποία μας δυσκολεύουν να βρούμε αυτό το νόημα, ιδιαίτερα στη μυστηριακή ζωή, είναι το θέμα της γλώσσας. Διότι, να μην κρυβόμαστε, όχι μόνο τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι, δεν κατανοούν το μεγαλύτερο μέρος των λεγομένων και των ψαλλομένων μέσα στη διάρκεια των ιερών ακολουθιών. Είναι σε μια γλώσσα η οποία είναι πολύ μακριά από εμάς, να μην πω γλώσσα νεκρή».

Αυτό που ιδιαίτερα τονίζει ο ίδιος, είναι ότι, «πρόκειται για μια πονεμένη ιστορία για την οποία θα πρέπει να γίνουν τολμηρά βήματα με όποιο ευλογημένο κόστος πρέπει να γίνουν, ώστε η γλώσσα αυτή να γίνει ζωντανή, να γίνει άμεση. Να το πω απλά, να γίνει σημερινή γλώσσα, όπως είναι σε όλες τις άλλες Εκκλησίες. Σε όλες τις Εκκλησίες, η γλώσσα της λατρείας είναι καθημερινή, δεν είναι αρχαία γλώσσα. Η αρχαία γλώσσα, όσο και αν διδαχθεί στα σχολεία που δεν διδάσκεται επαρκώς – κι εγώ Φιλόλογος είμαι – και παρ’ όλα αυτά έχω δυσκολίες σε πολλά κείμενα και σε υμνολογικά και σε πατερικά. Χρειαζόμαστε μετάφραση, ιδιαίτερα στην Παλαιά Διαθήκη και στους Ψαλμούς.

Θεωρώ απαράδεκτο να μπαίνω μέσα στην Εκκλησία και να χρειάζομαι λεξικό. Αν υποθέσουμε ότι η Εκκλησία είναι το σπίτι του Πατέρα μου, τότε  στο σπίτι του Πατέρα μου μιλάω αυθόρμητα».

Δεκτικότητα της μετάφρασης

Ερωτώμενος αν από την πλευρά του κλήρου και της Εκκλησίας γίνεται δεκτό κάτι τέτοιο ώστε να υπάρξει μια μετάφραση, ο π. Βαρνάβας εμφανίζεται μάλλον αρνητικός:

«Δυστυχώς όχι. Δεν μπορώ να κάνω μια στατιστική, γνωρίζω όμως ότι αρκετοί αρχιερείς είναι θετικοί σε τέτοια ανοίγματα. Γνωρίζω  από τη δική μας Μητρόπολη, ότι όσο ζούσε ο μακαριστός γέροντάς μας Μελέτιος, ο προηγούμενος Μητροπολίτης, είχε γίνει ένα πείραμα για οκτώ χρόνια, όσοι ιερείς ήθελαν – όχι κατ’ αναγκαστικά αλλά να το αποδέχονταν εγκάρδια – να τελούν τα μυστήρια κυρίως όπως γάμους, βαφτίσεις και τις ευχές της λειτουργίας.

Και είδαμε από τους απροκατάληπτους ανθρώπους – έχει σημασία η λέξη απροκατάληπτους – θαυμαστά αποτελέσματα, ενθουσιασμό.  Είπαν, επιτέλους, μπαίνουμε στην εκκλησία και κάτι καταλαβαίνουμε και συμμετέχουμε σ’ αυτά που γίνονται.

Εγώ εύχομαι να ξεπεραστούν τα εμπόδια αυτά, μιας και δεν υπάρχουν θεολογικά επιχειρήματα κατά των μεταφράσεων. Δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα, εκκλησιαστικό, θεολογικό. Ίσα –ίσα, η παράδοση της Εκκλησίας από την ημέρα της Πεντηκοστής – οι Απόστολοι ελλάλουν έκαστος και άκουγε ο λαός ιδία διαλέκτω – όχι απλώς στη γλώσσα, αλλά στη διάλεκτο. Ο καθένας  άκουγε στη γλώσσα του τον απόστολο Πέτρο που τους μίλησε. Άρα, είναι θα έλεγα εντολή του Αγίου Πνεύματος, να μιλάμε, να προσευχόμαστε, ο καθένας στη ζωντανή γλώσσα που καταλαβαίνει. Αυτή είναι η ευχή μας».