Ανατολική Θράκη
μια από τις χαμένες πατρίδες
Γράφει ο Ευάγγελος Χ. Μαρινόπουλος
1940-1960. Πρώτα η μαύρη βουλγαρική κατοχή, έπειτα ο εμφύλιος πόλεμος και κατόπιν η φοβερή φτώχεια. Φρικτή εποχή! Ούτε μια δραχμή στην τσέπη. Τα μεγάλα αδέλφια μου, που είχαν αρχίσει να γαμπρίζουν, έπαιρναν από τον πατέρα μας δύο δραχμές κάθε Κυριακή, για να μπορούν να πιούν ένα ποτήρι κρασί με την παρέα τους. Εμείς οι μικροί δεν ξέραμε το σχήμα τής δραχμής. Δουλεύαμε όμως όλοι, οι μεγαλύτεροι στις βαρύτερες δουλειές και οι μικρότεροι στις ελαφρότερες. Πέντε αγόρια και τρία κορίτσια. Πέθανε μια αδελφούλα μας στην κατοχή και μείναμε εφτά. Μαζί με τους γονείς αποτελούσαμε μια οικογένεια εννέα ατόμων.
Την ημέρα δουλεύαμε στα χωράφια και δεν είχαμε ευκαιρία να συζητούμε. Τα χέρια εργάζονταν και το στόμα ήταν κλειστό. Χρόνος για κουβέντα υπήρχε μόνον, όταν μπουρλιάζαμε (βελονιάζαμε) τα καπνόφυλλα, που μαζεύαμε την νύχτα και τις πρωινές ώρες. Είναι το λεγόμενο «σπάσιμο» του καπνού, που άρχιζε στις 3 την νύχτα και τελείωνε γύρω στις 10 το πρωί. Νομίζω ότι δεν μίσησα καμμιά άλλη δουλειά τόσο, όσο μίσησα το σπάσιμο των καπνόφυλλων. Έβριζα μέσα μου εκείνον τον … κερατά, που έφερε τον καπνό στην Ευρώπη από την Αμερική. Τότε δεν γνώριζα το όνομά του· το έμαθα αργότερα· είναι ο Jean Nicot, εξ ου και η ονομασία τής νικοτίνης. Αλλά σύντομα σταμάτησα να τον βρίζω, αφενός μεν επειδή δεν έσπαζα πια ούτε μπούρλιαζα καπνόφυλλα και αφετέρου επειδή είχα αρχίσει να καπνίζω!
Όταν λοιπόν βελονιάζαμε τα καπνόφυλλα καθισμένοι όλοι μαζί στο ισόγειο του σπιτιού, συζητούσαμε για διάφορα θέματα ή λέγαμε αστεία, για να μη νυστάζουμε έπειτα από το νυχτερινό σπάσιμο. Πολλές φορές πειράζαμε ο ένας τον άλλον για τα «ελαττώματά» μας, για να δημιουργούμε ευχάριστη ατμόσφαιρα. Πειράζαμε ακόμα και τους γονείς μας ρωτώντας τους πώς γνωρίστηκαν, πώς παντρεύτηκαν, ποιος από τους δυο ήταν πιο πλούσιος, πιο όμορφος, πιο σπουδαίος. Τότε οι γονείς μας διαφωνούσαν μεταξύ τους και ο πατέρας παρουσίαζε τον εαυτό του ως μεγάλο γόητα. Τότε η μητέρα μας τάχα θύμωνε και έλεγε ότι ο πατέρας μας παρακαλούσε την ίδια, τον μεγάλο αδελφό της και τον πατέρα της να πουν το ναι. Και εμείς γελούσαμε και μαζί μας γελούσαν και οι γονείς μας. Στην πραγματικότητα όλα αυτά ήταν μια θεατρική παράσταση ευχάριστη σε όλους.
Τότε λοιπόν ρωτούσαμε την μητέρα μας πώς ζούσε η οικογένειά της στο Κρυονέρι των Σαράντα Εκκλησιών τής Ανατολικής Θράκης. Η μητέρα μας άλλοτε σοβαρευόταν και άλλοτε δάκρυζε και άρχιζε να περιγράφει την ζωή τής οικογένειάς της στην πατρίδα της: «Ε, παιδιά, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι είχαμε, πώς ζούσαμε, τι σπίτι και τι αγαθά αφήσαμε στην πατρίδα μας! Ένα μεγάλο σπίτι διώροφο, βόδια, αγελάδες, μοσχάρια, 100 στρέμματα γης που παρήγε τα πάντα: σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, καλαμπόκι, σουσάμι, κηπευτικά, φρούτα… Είχαμε και αμπέλι με άφθονα σταφύλια διαφόρων ποικιλιών. Το σπίτι μας είχε πάντα κρέατα νωπά και παστωμένα, βούτυρο, τυριά, γλυκίσματα, κρασιά, ρετσέλια, πετιμέζια… Αφθονία σε όλα και όλα νόστιμα και άριστης ποιότητας. Τι να σας τα λέω! Μόνον αν τα βλέπατε με τα μάτια σας, θα τα πιστεύατε. Και τώρα όλα αυτά τα χαίρονται και τα απολαμβάνουν οι Τούρκοι. Χαράμι να τους γίνουν!»
Η μάνα σταματούσε να μιλάει συννεφιασμένη και δακρυσμένη. Πώς να ξεχάσει τον παράδεισο των Σαράντα Εκκλησιών και να συμβιβαστεί με την κόλαση της φτωχής μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας! Είχε δίκαιο η δύστυχη και ήταν απόλυτα ειλικρινής στην περιγραφή των αγαθών, που εγκατέλειψαν βιαίως στην γενέτειρά της. Εγώ όμως που ήμουν ο έκτος από τα παιδιά και το ζιζάνιο της οικογένειας – όπως με αποκαλούσαν τα αδέλφια μου – αμφισβητούσα όσα έλεγε η μητέρα μας και τα θεωρούσα υπερβολικά και συμπληρώματα της φαντασίας της. Τότε η μητέρα μού απαντούσε: «Παιδί μου, αν επισκεφθείς ποτέ το Κρυονέρι και την περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών, θα πιστέψεις ότι όσα σας είπα είναι λίγα· στην πραγματικότητα η ζωή μας εκεί ήταν πολύ καλύτερη».
Στο σημείο αυτό σταματούσε η συζήτηση και συνεχίζαμε το βελόνιασμα. Κάπου-κάπου νυστάζαμε και έπρεπε να συμβεί κάποιο επεισόδιο, για να ξυπνήσουμε και να συνεχίσουμε την βαρετή δουλειά μας. Επειδή η περιγραφή τού τρόπου ζωής και των αγαθών, που είχαν στις Σαράντα Εκκλησίες, έγινε αρκετές φορές, μέσα στην ψυχή μου είχε εισχωρήσει και εγκατασταθεί η επιθυμία να πάω κάποτε στην Ανατολική Θράκη – ειδικά στις Σαράντα Εκκλησίες και ειδικότερα στο Κρυονέρι – για να ιδώ με τα μάτια μου την πόλη και τα χωριά, τα σπίτια και τα χωράφια, για να σχηματίσω μια ιδέα για όσα είχα ακούσει από την μάνα μου.
Πράγματι το 1973, όταν η μάνα μου δεν ζούσε πια, ξεκινήσαμε δύο ζευγάρια με το αυτοκίνητό μου για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί μείναμε λίγες μέρες και πήραμε τον δρόμο τής επιστροφής. Κατά την επιστροφή επισκεφθήκαμε τις Σαράντα Εκκλησίες και το Κρυονέρι. Φυσικά εκεί δεν μείναμε ούτε δύο ώρες και είναι αυτονόητο ότι δεν ήταν δυνατόν να διαπιστώσουμε αν οι κάτοικοι είναι πλούσιοι ή φτωχοί ούτε να ιδούμε τα αγαθά τους. Γυρίσαμε πίσω προς την κεντρική οδό Κωνσταντινούπολης – Αλεξανδρούπολης. Στο δρόμο πεινάσαμε και φάγαμε ψωμί και τυρί για να μην πληρώσουμε το γεύμα σε Τούρκο εστιάτορα. Επιστρέφοντας προς την Ελλάδα οδηγούσα βαρύς και αμίλητος.
Όταν περάσαμε την γέφυρα του Έβρου, είπα στους φίλους μου: Όσα χρόνια θα είμαι στη ζωή, στην Τουρκία δεν πρόκειται να ξαναπάω, εκτός αν αυτά τα μέρη που είδαμε … γίνουν πάλι ελληνικά. Και κράτησα τον λόγο μου. Πέρασαν από τότε 45 χρόνια. Δεν έχω καμμιά διάθεση να ξαναδώ τους Τούρκους και την πατρίδα τής μάνας μου, που δεν είναι τώρα της μάνας μου, αλλά της Εμινέ, της Λεϊλά, της Ναϊλέ, της Ζεχρά….
Και μια σημαντικά παρατήρηση: Η Ελληνική Δυτική Θράκη έχει ένα σωρό βουνά. Η Ανατολική Θράκη, που κατέχουν οι Τούρκοι, δεν έχει ούτε ένα βουνό· είναι μια απέραντη πεδιάδα. Πώς να μην έχει μεγάλη γεωργική παραγωγή! Είχε δίκαιο η μητέρα μου. Οι Τούρκοι μας πήραν το «καϊμάκι» και μας άφησαν το «αϊράνι». Καλά να πάθουμε, αφού παραδώσαμε ολόκληρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στους Μογγόλους τής Κεντρικής Ασίας!