Η Αγγέλικα στο δρόμο
της παράδοσης
Του Δημήτρη Μαυρόπουλου
Σαφώς, η επανάσταση είναι άσκοπη, όταν η μεταρρύθμιση είναι πειστική, αποτελεσματική και εφικτή, ενώ η μεταρρύθμιση είναι μάταιη, όταν η επανάσταση είναι δικαιολογημένη, τελεσφόρα και επιταχυντική.
Στο δίλημμα επανάσταση ή μεταρρύθμιση απάντησε στον καιρό της η κομμουνίστρια Ρόζα Λούξεμπουργκ, ενώ ένας αστός στοχαστής, ο Μαξ Βέμπερ, συγκατατέθηκε υπέρ των ειρηνικών μετασχηματισμών.
Κατ’ αντιστοιχία η σχέση επανάσταση – μεταρρύθμιση προβάλλεται και αντιμετωπίζεται ως σχέση παράδοσης – εκσυγχρονισμού.
Αυτό, το δίπολο παράδοση – εκσυγχρονισμού, παλαιού – νέου, μπορεί να ψηλαφηθεί στο διήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη «Η Αγγέλικα», που κατά τα άλλα είναι μία ευτράπελη ιστορία που καταλήγει να γίνει σοβαρή.
Η δράση του διηγήματος εκτυλίσσεται σε ένα ελληνικό νησί.
Να ‘ναι άραγε ο γενέθλιος τόπος του συγγραφέα, δηλαδή η Λέσβος;
Ήταν η εποχή που οι κοινότητες, η εκκοσμικευμένη έκφραση του ελληνισμού, ενώ η ενορία ήταν η πνευματική του εκδήλωση, φρόντιζαν να προσλαμβάνουν δασκάλους για την μόρφωση των παιδιών τους, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ήταν ξενομερίτες.
Στο διήγημα αναφέρονται ο «Προεστός», δηλαδή ο επικεφαλής της κοινότητας, ο «Έφορος του σχολείου», ενώ «καλοί πατριώτες» που ήθελαν την πρόοδο του τόπου, ήταν οι χωρικοί που επιθυμούσαν να έχουν σχολείο για τα παιδιά τους.
Ο Δραγούμης, στο «Μαρτύρων και ηρώων αίμα», αποτυπώνει την προσπάθεια των κοινοτήτων να εξασφαλίσουν δασκάλους για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους.
Μάλιστα, κάπου μάς δίνει και τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονταν οι μαθητές, οι νεαροί ελληνόπαιδες των αλύτρωτων περιοχών.
Ταυτοχρόνως, ο Δραγούμης, εξάρει την εθνωφελή, γενναία δράση των δασκαλισσών, πράγμα που το αποτυπώνει και η Πηνελόπη Δέλτα «Στα μυστικά του βάλτου».
Το όνομα της δασκάλας, λοιπόν, που κατέφθασε στο χωριό από τη χώρα, δηλαδή την πρωτεύουσα του νησιού – να ‘ναι η Μυτιλήνη; – ήταν, το λαϊκότροπο Αγγέλικα, από το βαφτιστικό Αγγελική.
Άλλωστε, και η παρακόρη στο σπίτι της Αγγέλικας, φέρει το υποκοριστικό «Μαρούλα», από το Μαρία.
Το κάλεσμά της έγινε δια αλληλογραφίας.
Επειδή, δεν υπήρχε σχολείο ανεγερμένο, νοίκιασαν ένα σπίτι, του οποίου το δωμάτιο θα χρησίμευε ως διδακτήριο.
Πρόθεση των χωρικών ήταν η Αγγέλικα να «πολιτίζει», μάλλον πρόκειται για «εκπολιτισμό», που έχει σχέση αφενός με το curriculum, την εγκύκλιο μάθηση αφετέρου, κυρίως, με τα προελαύνοντα αστικά ήθη, τα κορίτσια τους.
Ίσως, εδώ υποκρύπτεται ο ανταγωνισμός της δημώδους παράδοσης με την λόγια παράδοση ή του λαϊκού πολιτισμού με τον σύγχρονο ή ανώτερο πολιτισμό, που γίνεται εντονότερος όταν οι κοινωνίες γεφυρώνονται, ανοίγονται, αλληλοεπιδρούν.
Αυτού του είδους το σχολείο είναι ένα παρθεναγωγείο, το οποίο ιστορικά προηγήθηκε, ένα σχολείο θηλέων, ακολούθησε παράλληλα με τα σχολείο αρρένων, πριν μεταβληθεί σε μεικτό.
Είτε το κάτασπρο δέρμα της, σαν τους «γαλαζοαίματες» κυράδες, που δεν γνώριζαν από, κοπιαστική, εργασία στην ύπαιθρο και, μόνιμη, έκθεση στον ήλιο, είτε το χαμόγελό της, η εύθυμη, χαρούμενη, ζωηρή παρουσία της, είτε η αστική της ενδυμασία, συνέβαλλαν, οπότε τι «πρώτο, το δεύτερο και τι δέκατο», ώστε η θέα της να ενέχει θέση Θεάς, δημιουργώντας αναστάτωση στους χωριανούς, οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν συνεσταλμένες και επιφυλακτικές χωριατοπούλες.
Το «κάτασπρο δέρμα» της Αγγέλικας, μάς ανάγει στο έπος του Διγενή Ακρίτα, εκεί που περιγράφεται όλο χάρη η μετέπειτα μητέρα του ήρωα: «Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, ο Μικροκωνσταντίνος, / τέσσερους είχεν αδελφούς και μια αδελφή μονάχη, / ο ήλιος δεν την έβλεπε, τ’ αστρί και το φεγγάρι / την εκαλησπερίζανε ψηλά στο παραθύρι, / η Πούλια κι ο Αυγερινός τη γλυκοχαιρετούνε / την κόρη την πιο όμορφη σ’ όλη τη Ρωμανία».
Ο συγγραφέας θα τονίσει, ότι ο ερχομός της Αγγέλικας έφερε επανάσταση στον τόπο τους.
Η «δασκάλισσα», έτσι την αποκαλεί ο δημοτικιστής Εφταλιώτης, εξού και γιατρέσσα, γιατρίνα, βουλευτίνα κ. ο. κ. μαθαίνει στις μαθήτριες την καθαρευόυσα, την οποία ο μάλλον ανυποψίαστος και δογματικός, κατά τ’ άλλα δεξιοτέχνης του διηγήματος, Εφταλιώτης την ειρωνεύεται, σχεδόν την χλευάζει.
Επί παραδείγματι, ισχυρίζεται παράδοξα, ότι το ψωμί δεν τρώγεται, αν ενωρίτερα στο βιβλίο δεν είναι γραμμένο ως άρτος, θα προσθέταμε, ότι το νερό δεν πίνεται, αν πρωτύτερα στο βιβλίο δεν διαβαστεί ως ύδωρ.
Το σχόλιο του Εφταλιώτη, μού θυμίζει τα καταληκτικά φαιδρά, κωμικά, αφενός στο διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού «Πώς η μηλιά έγινε μηλέα» αφετέρου στο αφήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη «Η Μηλιά», όταν στο τέλος της ιστορίας ο αγράμματος και γέρος πατέρας θα διοριστεί Υπουργός Παιδείας, εννοείται ότι στα γεράματα θα μάθει γράμματα και θα διαβάζει μετά μανίας βιβλία!
Η διδασκαλία της Αγγέλικας επέτυχε, ώστε να δουν «ανθρωπισμό», εξού και ο τύπος του ρήματος «ανθρωπεύουν», γράφει ο Εφταλιώτης, τα κορίτσια του χωριού και να καμαρώνουν οι γονείς.
Τούτο, είχε επίδραση και στις μεγαλύτερες αδελφές, οι οποίες, λόγω ηλικίας, δεν παρακολουθούσαν το σχολείο.
Οπότε, βρήκαν διέξοδο στα νυχτέρια, αλλιώς στη βραδινή, στα «παραγώνια» των αρχαίων, στα «παρακάθια» των Ποντίων, στις βεγγέρες των Κυκλαδιτών, όπου η δασκάλισσα, εκτός από την ραπτική και το ράψιμο που δίδασκε, αφηγούνταν ιστορίες, εξηγούσε συνήθειες, τραγουδούσε αστικά τραγούδια, τραγούδια της χώρας.
Αρχικά, οι χωριατοπούλες την περιγελούσαν, με το να μιμούνται το ύφος της φωνής και τα λόγια της, τη ματιά της.
Μετά τήν θαύμαζαν, για τα κάτασπρα δόντια, τα κόκκινα χείλη, το μακρύ πόδι, το περπάτημα, τα στολίδια, το φόρεμα. Στο τέλος, επιχείρησαν να την μιμηθούν.
Και ολοσχερής επίδραση δεν μπορεί να υπάρξει, όταν δεν συνδυαστεί η φύση με τον πολιτισμό, το κληρονομικό με το επίκτητο, η ανάγκη με τη θέληση και την ελευθερία.
Βέβαια, οι αλλαγές, προϊόν μίμησης, σημείο αναφοράς η πρωτεύουσα, αφενός ήταν αθόρυβες αφετέρου εξωτερικές, γι’ αυτό πολλές φορές κωμικές και εξωτερικεύονταν άλλοτε στα λόγια άλλοτε στις συμπεριφορές, άλλοτε στα ενδύματα.
Άλλωστε, η αστική ενδυμασία, η φερμένη από τη χώρα, έμοιαζε περισσότερο με στολή, παρά με καθημερινό, λειτουργικό ρούχο.
Ο Εφταλιώτης υποτιμά την επανάσταση των ηθών, σχεδόν χυδαιοποιεί τον πνευματικό κόσμο, και την ανάγει στην επανάσταση της οικονομίας, προνομοποιεί τον υλιστικό κόσμο, οπότε παρουσιάζει τους χωρικούς να νοιάζονται κυρίως, αποκλειστικά για τις δυσμενείς συνέπειες που επιφέρουν αυτές οι αλλαγές στην τσέπη τους.
Οπωσδήποτε, οποιαδήποτε αλλαγή πρέπει να απαντάει σε μία γνήσια, αληθινή ανάγκη, όχι σε κάτι επίπλαστο, τεχνητό και αναμφίβολα να μην είναι απότοκος της παρομοιώδους έκφρασης «βλέπε και θάμαζε».
Πρέπει να είναι κανείς βαθιά πεπεισμένος, πρωτίστως δημιουργικός, ώστε να μην προσφύγει εκών άκων στη, ξενική, μίμηση, οπότε, συν τοις άλλοις, θυσιάσει και την ελευθερία του.
Εδώ ταιριάζει απόλυτα το ευαγγελικό: «ουδέ βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς · ».
Είναι βάρος δυσβάσταχτος και καθήκον ανυπέρβλητο να παραμείνεις αυθεντικός ή να γίνεις αναπαλλοτρίωτος, ερμηνεύω το θουκυδίδειο λόγο στον Επιτάφιο του Περικλή, «σχολείο» και «δάσκαλος», για τους άλλους.
Είναι αξιοθαύμαστο, με τί τέχνη ο συγγραφέας αποδίδει την επίδραση πάνω στις κοπέλες. Βλέποντας και ακούγοντας, εννοείται το νέο, λησμονούσαν το παλαιό.
Η ανησυχία των χωρικών, λοιπόν, για τις αλλαγές που επέφερε η παρουσία, η επίδραση της δασκάλισσας τούς ενεργοποίησε.
Διείδαν σε έναν επικείμενο γάμο, με τις υποχρεώσεις που αυτός επιφέρει, την απαλλαγή από την απρόσμενη «μάστιγα».
Τότε, για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, η δασκάλισσα μετατράπηκε σε «δασκαλίτσα».
Μολονότι, η δασκάλισσα διακήρυσσε, με παρρησία ως μιαν άλλη Αντιγόνη ή με ελευθεριότητα ως κάποια Σπαρτιάτισσα, και έβρισκε ευήκοα ώτα, ότι ο έρωτας, δηλαδή το αυθόρμητο, κι όχι το συνοικέσιο, δηλαδή η σκοπιμότητα, ταιριάζει σε μια κοπέλα.
Άρα και ο θεσμός της προίκας θέτονταν εν αμφιβόλω.
Οι χωριανοί, το νέο, το ξενόφερτο το χαρακτήριζαν «φράγκικο».
Άλλωστε το διήγημα το διαπερνά η αντίθεση φράγκικου, ξενικού, – ρωμαίικου, εγχώριου, ελληνικού.
Ας σκεφτούμε, πως στη γλώσσα μας κληροδοτήθηκε η ονομασία του δίδραχμου, ως «δίφραγκου», για να κατανοήσει την αποστροφή του διαιώνιου λαού μας προς τους από δυσμάς καχύποπτους Ευρωπαίους.
Όμως, το αποτέλεσμα της παρέμβασης των χωρικών, με ένα τερτίπι, ένα τέχνασμα, καθησύχασε την ανησυχία τους και διασφάλισε τη συνέχεια, αφού η δασκάλα θα ερωτευτεί, «έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,…» κατά τον ποιητή, έναν νέο του χωριού, τον οποίο αργότερα θα παντρευτεί.
Έκτοτε, η Αγγέλικα θα εξυμνεί το χωριό, θα την ηδονίζουν τα τραγούδια του, θα εκθειάζει τα νυχτέρια.
Στο νου μου έρχονται οι αγαπημένοι στίχοι από τη «Χωριάτα», τραγούδι από το μακρινό 1938, της Σοφίας Βέμπο: «Στο χωριό, παλιά γενιά μου, / ξύπνησες μεσ’ στην καρδιά μου, / μια καινούργια ανατριχίλα / με τα δέντρα, με τα φύλλα / κι όπου να σταθώ, να γείρω, / νιώθω το δικό σου μύρο / και τα μάτια όπου γυρίζω / σένανε θε ν’ αντικρύσω».
Ο τρόπος επιβλήθηκε στη ύλη, ο πολιτισμός υποτάχτηκε στη φύση, η σχέση αποδείχτηκε δυνατότερη από την ύλη, η παράδοση προσέλκυσε τον εκσυγχρονισμό, το ενδιαφέρον νίκησε το συμφέρον, τέλος δια του έρωτος λύθηκε ο «γόρδιος δεσμός».
Η περίπτωση του Εφταλιώτη και του διηγήματός του, αυθόρμητα μού φέρνει στον νου τον Ιβάν Τουργκένιεφ. Ο Ρώσος μυθιστοριογράφος ανήκε στον κύκλο των «δυτικιστών», αντίπαλο ρεύμα ήταν οι «σλαβόφιλοι», εκπρόσωπος ακραιφνής ο Ντοστογιέφσκι.
Μολονότι, ο Τουργκένιεφ στο μυθιστόρημα «Πατέρες και παιδιά» κομίζει τον ευρωπαϊκό μηδενισμό, εντούτοις στις σελίδες τού «Αναμνήσεις ενός κυνηγού» θα περιγράψει ατόφια τη ρωσική ζωή και πολύ αργότερα θα αναγνωρίσει την προτεραιότητα της Αγίας Ρωσίας έναντι της αλλοτριωμένης Δύσης.