Ανοίγει για πρώτη φορά στο κοινό
ο αρχαιολογικός χώρος
της ακρόπολης του Κεφαλαρίου
► Η ακρόπολη Κεφαλαρίου αποτελούσε το τελευταίο σημείο ενημέρωσης των Φιλίππων
► Ιστορικά στοιχεία από την προϊσταμένη της ΕΦΑ Δράμας που μιλάει στον «Π.Τ.» κα. Πουλιούδη
Του Θανάση Πολυμένη
ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ φορά φέτος, κατά τη διάρκεια των τριήμερων εκδηλώσεων για την γιορτή της πανσελήνου του Αυγούστου που διοργανώνει η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δράμας, ανοίγει και ο αρχαιολογικός χώρος της ακρόπολης του Κεφαλαρίου.
Πρόκειται για ένα ακόμα σημαντικό αρχαιολογικό σημείο της περιοχής της Δράμας, αλλά και γενικότερα του κάμπου των Φιλίππων, καθώς αποτελούσε χώρο – σημείο, για την ειδοποίηση και ενημέρωση των κατοίκων της περιοχής των Φιλίππων, από κάθε κίνδυνο και για κάθε γεγονός.
Όλες αυτές οι ακροπόλεις, επί της ουσίας φιλοξενούσαν στις κορυφές τους τις περίφημες φρυκτωρίες, σημεία δηλαδή στα οποία άναβαν φωτιές και ειδοποιούσαν για τα επερχόμενα το τελικό πόλισμα, όπως την πόλη των Φιλίππων.
Η φρυκτωρία ήταν ένα σύστημα οπτικής επικοινωνίας με φρυκτούς, δηλαδή φλεγόμενους πυρσούς ή δαυλούς, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην αρχαιότητα για τη μετάδοση μηνύματος σε μακρινή απόσταση. Το άναμμα του πρώτου πυρσού ακολουθούσαν διαδοχικά οι υπόλοιποι φρυκτωροί ώστε να αναμεταδοθεί η είδηση.
Η ακρόπολη Κεφαλαρίου αποτελούσε ένα τέτοιο σημείο και ήταν η τελευταία ακρόπολη – φρυκτωρία πριν από τους Φιλίππους, καθώς από εκεί ειδοποιούνταν πλέον η αντίστοιχη ακρόπολη.
Πολύσυκο – Πλατανιά – Αδριανή – Κεφαλάρι
Μιλώντας στον «Π.Τ.» η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δράμας κα. Βασιλική Πουλιούδη, μας δίνει σημαντικά ιστορικά για την περιοχή της ακρόπολης Κεφαλαρίου.
Όπως επισημαίνει αρχικά, «όλες οι ακροπόλεις αποτελούν ένα σύνολο δικτύου ενημέρωσης με τη μέθοδο των φρυκτωριών την εποχή εκείνη. Απόληξή τους ήταν η ίδια η ακρόπολη των Φιλίππων και αυτό γινόταν προς ενημέρωση των κατοίκων της περιοχής».
Κάνοντας μια νοητή διαδρομή, μας εξηγεί ότι, «αυτή αρχίζει από την ακρόπολη του Πολυσύκου, η οποία έβλεπε και είχε εικόνα την Ακρόπολη της Πλατανιάς. Αυτή έβλεπε και ειδοποιούσε την ακρόπολη της Αδριανής και αντίστοιχα η Αδριανή ειδοποιούσε την ακρόπολη Κεφαλαρίου και αυτή τέλος την ακρόπολη των Φιλίππων».
Σύμφωνα με την κα. Πουλιούδη, «οι φρυκτωρίες, πέρα από την υποχρέωση που είχαν για να ειδοποιούν για φίλιες ή εχθρικές επισκέψεις, είχαν και την εποπτεία του ίδιου του πολίσματος, της κώμης, που υπήρχε στην πλαγιά τους. Και αυτό το γνωρίζουμε, γιατί κάπου κοντά πάντα υπήρχε ένα μικρό πόλισμα, μια μικρή κώμη που προφυλάσσονταν οι κάτοικοι τόσο από βαρβαρικές επιδρομές, όσο και από τα άγρια ζώα ή φυσικές καταστροφές».
Όπως εξηγεί, «το τείχος της ακρόπολης του Κεφαλαρίου, δεν ήταν σε μεγάλο ύψος, ωστόσο όμως ο βράχος της αποτελούσε και τμήμα της ίδιας της ακρόπολης και την οριοθετούσε. Επίσης από την ακρόπολη Κεφαλαρίου βλέπει κανείς όλο τον κάμπο των Φιλίππων και φτάνει μέχρι και το Παγγαίο, το Μενοίκιο, το Σύμβολο ακόμα και την Αμφίπολη. Ουσιαστικά μπορούσαν να ελέγχουν τους δύο πόλους της πολιτιστικής μας κληρονομιάς (Αμφίπολη – Φίλιπποι) που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία σήμερα».
Σημειώνει μάλιστα ότι, «δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι, κάτω από την ακρόπολη του Κεφαλαρίου και όλο τον κάμπο, υποτίθεται ότι εκεί έγινε και η περίφημη Μάχη των Φιλίππων, αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί απόλυτα, παρά μόνο έχουν βρεθεί ορισμένα λείψανα. Από εκεί πάντως είχαν μια πάρα πολύ καλή εικόνα της πλαγιάς και του κάμπου».
Τονίζει επίσης ότι στην πλαγιά πιο κάτω από την ακρόπολη έχουν βρεθεί ορειχάλκινα λυχνάρια που επιβεβαιώνουν την παρουσία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην περιοχή, ενώ στα ριζά της ακρόπολης έχουν βρεθεί και τμήματα του Κεφαλαρίου που ύδρευε τους Φιλίππους και την ίδια τη Νεάπολη.
Όπως σημειώνει τέλος η κα. Πουλιούδη, «πρόκειται για ένα καίριο και σημαντικό σημείο, γιατί πέρα από τις πηγές του Κεφαλαρίου, οι οποίες μας δίνουν αρκετές πληροφορίες – καθώς σ’ αυτές τις πηγές βαφτίστηκε και η ίδια η Αγία Λυδία – γνωρίζουμε και έχουμε βρει τμήματα του ρωμαϊκού αγωγού, μέρος του οποίου βρίσκεται στην περιοχή, ενώ υπάρχει και ένας προϊστορικός οικισμός, ο οποίος πιθανολογείται ότι είχε κατοίκηση ακόμα και μέχρι τα μεταβυζαντινά χρόνια».