Home > Πρώτο Θέμα > Άνοιξε τις πύλες της η έκθεση «Διαδρομές εικόνων 17ος- 19ος αι. Τέχνη και Τεχνολογία» στον πολιτιστικό χώρο Σαντιρβάν

Άνοιξε τις πύλες της η έκθεση «Διαδρομές εικόνων 17ος- 19ος αι. Τέχνη και Τεχνολογία» στον πολιτιστικό χώρο Σαντιρβάν

Άνοιξε τις πύλες της η έκθεση

«Διαδρομές εικόνων 17ος- 19ος αι. Τέχνη

και Τεχνολογία» στον πολιτιστικό χώρο Σαντιρβάν

Δρανδάκη: «Η έκθεση των εικόνων, γίνεται μέσα σε ένα οθωμανικό κέλυφος, γιατί αυτά τα έργα διακινούνταν και παράγονταν ως επί το πλείστον, στον οθωμανικό χώρο».

 

Του Θανάση Πολυμένη

ΤΙΣ ΠΥΛΕΣ της άνοιξε  μια ακόμα, από τις ενδιαφέρουσες και γεμάτες ιστορία, έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, στον πολιτιστικό χώρο Σαντιρβάν της Raycap. Κεντρικός τίτλος της έκθεσης: «Διαδρομές εικόνων 17ος- 19ος αι. Τέχνη και Τεχνολογία».

Πλήθος κόσμου παραβρέθηκε στα εγκαίνια, ενώ το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, οι υπεύθυνοι της έκθεσης παρέθεσαν συνέντευξη Τύπου και ξενάγηση στα τοπικά μέσα ενημέρωσης.

Η έκθεση διερευνά την τεχνοτροπική και τεχνική ποικιλομορφία των εικόνων που διακινούνταν στον ελληνορθόδοξο χώρο από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, μέσα από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη.

Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει εικόνες με βυζαντινή αλλά και αργότερα ρωσική τεχνοτροπία, ενώ ένα μέρος της αποτελεί η παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο γίνεται η συντήρησή τους. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι, ο επισκέπτης της έκθεσης μπορεί να δει μέσα από μεγεθυντικούς φακούς που έχουν τοποθετηθεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο, μικρές εικόνες ώστε να διακρίνει λεπτομέρειες που δεν φαίνονται με μια πρώτη ματιά, όπως και τα διάφορα επιστρώματα από σμάλτο, χρυσό και άλλα υλικά, επάνω σ’ αυτές.

Για την έκθεση μίλησε στον «Π.Τ.», η επιμελήτρια της έκθεσης κα. Αναστασία Δρανδάκη, Αναπλ. Καθ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης –  ΕΚΠΑ & Επιστημονική Σύμβουλος, του Μουσείου Μπενάκη και ο συντηρητής τέχνης του Μουσείου Μπενάκη κ. Βασίλης Πασχάλης.

Αυτό που κυρίως τόνισε η κα. Δρανδάκη, στο τέλος της ξενάγησης στο χώρο της έκθεσης, είναι  «το γεγονός ότι η έκθεση των εικόνων, γίνεται μέσα σε ένα οθωμανικό κέλυφος, γιατί αυτά τα έργα διακινούνταν και παράγονταν ως επί το πλείστον, στον οθωμανικό χώρο. Με κάποιο τρόπο, είναι μια αναγωγή σε μια ιστορική πραγματικότητα όπου δρούσαν οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που τα παρήγαγαν ή τα αγόραζαν».

Τα τμήματα της έκθεσης

Αυτό που σημείωσε αρχικά η κα. Δρανδάκη, είναι ότι «ένας πρόσθετος στόχος για την έκθεση αυτή, είναι να δείξουμε πώς δουλεύει ένα Μουσείο. Να δείξουμε δηλαδή τι κάνουμε με τα έργα. Στο δεύτερο μέρος της έκθεσης αναλύει, παρουσιάζεται και μοιράζεται με τους επισκέπτες, τον τρόπο με τον οποίο μελετάμε τα έργα και στο στερεοσκόπιο».

Μιλώντας αναλυτικότερα για την έκθεση, σημειώνει ότι «είναι αφιερωμένη στις εικόνες που κυκλοφορούν στον ελληνορθόδοξο χώρο από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, και με την έννοια αυτή δεν εννοούμε τη γεωγραφική, αλλά πολύ περισσότερο την έννοια του χώρου  ως μια κοινωνική κατασκευή, για το τι είναι αυτό που συμβαίνει στους Έλληνες ορθόδοξους  όπου και αν βρίσκονται, είτε στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα, είτε στον οθωμανικό χώρο, είτε είναι έμποροι στη Ρωσία».

Όπως εξηγεί η ίδια, «η έκθεση είναι οργανωμένη σε τέσσερις ενότητες. Η πρώτη αφορά στα κέντρα παραγωγής αυτής της περιόδου και έχει υποενότητες: Κρήτη, βενετοκρατούμενα Επτάνησα, οθωμανικός χώρος, Κωνσταντινούπολη και ηπειρωτική Ελλάδα, Ρωσία η οποία θέτει υπό την προστασία της τους Ορθοδόξους φυσικά για πολιτικούς λόγους την εποχή αυτή.

Η επόμενη ενότητα είναι αφιερωμένη στην ιδιωτική ευλάβεια. Εδώ έχουμε εικόνες οι οποίες είναι κατ’ εξοχήν προορισμένες για ιδιωτικό χώρο λατρείας και έχουν την ιδιαιτερότητα ότι εκφράζουν με πιο άμεσο τρόπο, τις αγωνίες των ανθρώπων, τις ανάγκες για τις λατρευτικές τους πρακτικές».

Αυτό που διευκρινίζει η κα. Δρανδάκη στο σημείο αυτό, είναι ότι, «μέσα από τέτοια έργα, φωτίζεται η καθημερινότητα των ανθρώπων της εποχής. Έχουμε μάλιστα ένα πλήθος από μικρά ορειχάλκινα προσκυνητάρια, με σμάλτο, πολλά από τα οποία είναι ρώσικης παραγωγής που όμως πλημμυρίζει όλα τα ορθόδοξα σπίτια των Βαλκανίων κυρίως την εποχή του 19ου αιώνα».

Η τρίτη ενότητα, «είναι αφιερωμένη στο διάλογο των διαφορετικών κέντρων παραγωγής με τη Δύση. Όλη, την εποχή αυτή, είτε στην οθωμανική αυτοκρατορία, είτε στη Ρωσία, είτε στην Κρήτη και τα Επτάνησα που είναι Βενετικά, έχουν διαρκείς επαφές με διαφορετικούς τρόπους, με κέντρα της δυτικής Ευρώπης. Και αυτό μπολιάζει την τέχνη στον Ορθόδοξο πληθυσμό. Αυτόν τον διαφορετικό τρόπο που κάθε κέντρο υιοθετεί στοιχεία από τη δυτική ζωγραφική, εξετάζουμε στην τρίτη ενότητα».

Στο τέλος της τρίτης ενότητας, «παρουσιάζονται έργα από τη Ρωσία, όπου ο Μεγάλος Πέτρος, εκδυτικοποιεί εσκεμμένα με πολύ προγραμματισμένο τρόπο τη Ρωσία και φέρνει και καλλιτέχνες, και αρχιτέκτονες και μουσικούς, έχουμε την ίδια εικόνα και στη θρησκευτική τέχνη, όπου πλέον υιοθετούνται τεχνικές και καλλιτεχνικοί τρόποι που έρχονται από τη Δύση και αφήνουν τρόπον τινά πίσω τους τη βυζαντινή παράδοση μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα που ασκούσαν».

Το κομμάτι της τεχνολογίας και της συντήρησης

Σχετικά με το τέταρτο μέρος της έκθεσης, μίλησε στον «Π.Τ.» ο συντηρητής έργων του Μουσείου Μπενάκη κ. Βασίλης Πασχάλης, ο οποίος αναφέρθηκε «στην προσπάθεια του Μουσείου να δώσει στους επισκέπτες μια άλλη διάθεση η οποία δεν είναι ορατή και να τους εισάγει στην τεχνολογία κατασκευής, τα υλικά και τους τρόπους κατασκευής και συντήρησής τους».

Στο τμήμα αυτό ο κ. Πασχάλης εξηγεί ότι «η έκθεση έχει επικεντρωθεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις» κατά τις οποίες ο επισκέπτης μπορεί να δει σε βίντεο, αλλά και μέσα στο χώρο της έκθεσης.

Όπως εξηγεί «η συντήρηση είναι μια διαδικασία η οποία αρχικά προϋποθέτει μια γνώση κατασκευής των έργων αυτών, η οποία οδηγεί και στον κατάλληλο σχεδιασμό συντήρησης για το θέμα αντικείμενο».

Ο κ. Πασχάλης αναφέρθηκε μάλιστα σε συγκεκριμένα αντικείμενα τα οποία είναι μικρά και τα έπαιρναν μαζί τους σε ταξίδια ή τα χρησιμοποιούσαν ως φυλακτά «και έχουν τρυπηθεί ή έχουν υποστεί διάφορες καταστροφές ώστε να τα έχουν μαζί τους».

Όπως εξήγησε σε άλλο σημείο, «η τεχνολογία σήμερα μας επιτρέπει ώστε να έχουμε μη καταστρεπτικές αναλύσεις σε όλα τα έργα». Για ορισμένες από τις εικόνες, έκανε αναλυτική αναφορά στο πώς τα ρωσικά εργαστήρια χρησιμοποιούσαν τις τεχνικές χρυσώματος των εικόνων: «Η ρωσική τέχνη μέχρι τον 17ο – 18ο αιώνα, ακολουθεί αυστηρά τη βυζαντινή, είναι παράλληλες. Από εκεί και μετά αρχίζει να διαφοροποιείται, δέχεται και άλλες επιδράσεις, οπότε και η κατασκευή των εικόνων αλλάζει σε σχέση με τον κλασικό βυζαντινό τρόπο». Δείχνει μάλιστα μια εικόνα στην οποία υπάρχουν τέσσερις διαφορετικοί τρόποι χρυσώματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα χρησιμοποιούσαν διάφορα υλικά, τα οποία προσπαθούσαν να τα κάνουν να μοιάζουν με χρυσό, όπως η κάλυψη ασημιού με ρητίνη που έδινε ένα χρυσαφί χρώμα.

Ένα σημαντικό στοιχείο στο οποίο αναφέρεται ο κ. Πασχάλης, είναι ότι σε ορισμένες ρωσικές εικόνες στις οποίες οι επιγραφές ήταν στο Κυριλικό αλφάβητο και πωλούνται σε Έλληνες Ορθοδόξους, αυτά βάφονταν από επάνω και έγραφαν με το ελληνικό αλφάβητο. Ορισμένες τέτοιες εικόνες υπάρχουν στην έκθεση και όπως επισημαίνει, «είναι μια συλλογική απόφαση κατά τη διαδικασία συντήρησης για το ποια επιγραφή θα κρατηθεί και ποια θα αφαιρεθεί. Το αρχικό έργο έχει μεν το Κυριλικό αλφάβητο, ενώ η αλλαγή των επιγραφών στα ελληνικά συμβάλει στην ιστορικότητά του». Στην έκθεση μάλιστα παρουσιάζεται μια εικόνα του Αγίου Ιωάννη όπου έχουν κρατηθεί και οι δύο επιγραφές για λόγους ιστορικότητας.

Τέλος, η συντηρήτρια μετάλλου, κα. Άνθια Φωκά, αναφέρεται στο καθαρά τεχνολογικό μέρος του Τμήματος Συντήρησης και μας ξεναγεί στον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι συντηρήσεις μετάλλου σε σχετικές εικόνες.

Όπως σημειώνει μάλιστα, «πρόκειται για μια ιδιαίτερη τεχνική για τον εντοπισμό του τρόπου κατασκευής τους. Όλες αυτές οι μεταλλικές εικόνες είναι πολύ μικρές, γιατί τις είχαν πάντα μαζί τους ως φυλακτά και από αυτό φαίνεται ότι κατασκευάζονταν σε ιδιαίτερα μικρούς χώρους όπως κυρίως στα σπίτια τους αλλά και σε μοναστήρια με μια πολύ απλή διαδικασία χύτευσης. Στην έκθεση μπορεί κανείς να δει μια πρόχειρη κατασκευή από ένα τέτοιο καλούπι και ο τρόπος που κατασκεύαζαν τις εικόνες αυτές.

Ώρες λειτουργίας

Η έκθεση θα παραμείνει ανοικτή για το κοινό από 14 Δεκεμβρίου 2024 έως και 21 Απριλίου 2025. Οι ώρες λειτουργίας θα είναι: Πέμπτη: 10:00-14:00 και 17:30-20:30, Παρασκευή: 10:00-14:00 και 17:30-20:30, Σάββατο: 10:00-14:00 και 17:30-20:30, Κυριακή: 11:00-14:00 και 17:30-20:30. Η είσοδος είναι ελεύθερη για όλους.