Απεργιακές κινητοποιήσεις Εργαστηριακών Ιατρών και στη Δράμα
Χωρίς λύσεις στο πρόβλημα
τεχνητού χρέους εδώ και 12 χρόνια
οι Εργαστηριακοί Ιατροί από τον ΕΟΠΥΥ
Δηλώσεις μελών του Ιατρικού Συλλόγου Δράμας από τις κυρίες Βασιλείου, Τερζίδου και Ευαγγέλογλου
Του Θανάση Πολυμένη
ΕΔΩ ΚΑΙ 12 χρόνια, οι Εργαστηριακοί Ιατροί σε όλη την Ελλάδα αλλά και στη Δράμα, ζητούν και απαιτούν να πάρουν πίσω τα δεδουλευμένα τους από τον ΕΟΠΥΥ.
Στο πλαίσιο αυτό και για άλλη μια φορά, διεκδικούν από το ΕΟΠΥΥ τα χρήματα που τους παρακρατά, παρά τη θέλησή τους και ήδη από χθες έχουν ξεκινήσει απεργιακή κινητοποίηση. Για τη συνέχιση των απεργιακών τους κινητοποιήσεων, το Σαββατοκύριακο θα συνεδριάσει το πανελλαδικό τους όργανο, προκειμένου να αποφασιστούν οι κινητοποιήσεις τους, ανάλογα με τις εξελίξεις που θα υπάρξουν.
Κινητοποιήσεις με απεργίες, έχουν ήδη ξεκινήσει από χθες και οι ιδιώτες Εργαστηριακοί Ιατροί της Δράμας, ενώ μέλη της διοίκησης του Ιατρικού Συλλόγου, παραχώρησαν συνέντευξη Τύπου στα τοπικά μέσα ενημέρωσης.
Στη συνέντευξη, παραβρέθηκε η πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Δράμας κα. Όλγα Βασιλείου και Πυρηνική Ιατρός, η κα. Φωτεινή Τερζίδου Ακτινολόγος και μέλος του Δ.Σ. του Ιατρικού Συλλόγου Δράμας και εκπρόσωπος του Συνδέσμου Εργαστηριακών Ιατρών Αν. Μακεδονίας – Θράκης και η κα. Δέσποινα Ευαγγέλογλου, Βιοπαθολόγος μέλος του Δ.Σ. του Ιατρικού Συλλόγου Δράμας και εκπρόσωπος του Συνδέσμου Εργαστηριακών Ιατρών Αν. Μακεδονίας – Θράκης.
Βασιλείου: Στηρίζει ο Ιατρικός Σύλλογος
Η συνέντευξη ξεκίνησε με δηλώσεις της κας Βασιλείου, η οποία σημείωσε αρχικά ότι ο Ιατρικός Σύλλογος στηρίζει τις κινητοποιήσεις των Εργαστηριακών Ιατρών στη Δράμα, «στη δίκαιη αντίδρασή τους, οι οποίοι για 12 χρόνια διεκδικούν το αυτονόητο: να αμείβονται όπως όλοι για το σύνολο των υπηρεσιών που παρέχουν στους ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ».
Όπως ανέφερε μάλιστα, «επί 12 χρόνια ο ΕΟΠΥΥ καταλογίζει στα εργαστήρια, τις υπερβάσεις του κλειστού και ελλειμματικού προϋπολογισμού του, φορτώνοντας στους Εργαστηριακούς Ιατρούς υπέρογκα χρέη τα οποία τους οδηγούν στο κλείσιμο των ιατρείων τους και αδυναμία συνταξιοδότησης».
Όπως τόνισε «ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός οργανισμός της χώρας που καλύπτει 11,5 εκατομμύρια Ελλήνων, δεν έχει εφαρμόσει ακόμα τις γενικές κατευθυντήριες οδηγίες ορθής κλινικής συνταγογράφησης και τα διαγωνιστικά πρωτόκολλα, δημιουργώντας έτσι κενά στην προκλητή ζήτηση την οποία καλύπτουν τα εργαστήρια με τα ληστρικά μέτρα υφαρπαγής των χρημάτων που δικαιούνται».
Από αριστερά η κα. Φωτεινή Τερζίδου, η κα. Όλα Βασιλείου και η κα. Δέσποινα Ευαγγέλογλου.
Τα βασικά αιτήματα
Με τη σειρά τους, τόσο η κα. Τερζίδου όσο και η κα. Ευαγγέλογλου, δήλωσαν την αδυναμία των Εργαστηρίων να ανταποκριθούν στα έξοδά τους αλλά και να λειτουργήσουν, επισημαίνοντας ότι, για λόγους ανωτέρας βίας αδυνατούν να κρατήσουν ανοικτά τα ιατρεία του. Όπως τόνισαν, η υποχρηματοδότηση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, ο κλειστός προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ, η υποκοστολόγιση των εργαστηριακών εξετάσεων και το συνεχιζόμενο κούρεμα των αποζημιώσεων τους από τον ΕΟΠΥΥ οδηγούν σε οικονομικό αφανισμό έναν ολόκληρο κλάδο.
Τα βασικά σημεία στα οποία εστιάζουν τα αιτήματά τους, είναι ο περιορισμός της υπερσυντσγογράφησης και της προκλητής ζήτησης διαγνωστικών εξετάσεων, η θεσμοθέτηση ανώτατου ορίου clawback στο 5%, καθώς και η υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων με τον ΕΟΠΥΥ.
Σε ερώτηση του «Π.Τ.» αν εξαιτίας όλης αυτής της κατάστασης, αλλάξει κάτι ως προς τους ασφαλισμένους, σημειώνουν ότι «όλο αυτό δεν έχει να κάνει με το αν θα δέχονται ή όχι τον ασφαλισμένο με το ποσοστό του. Θέλουν να έρθουν αυτή τη στιγμή σε επαφή με τον ΕΟΠΥΥ, ώστε να σταματήσει αυτή η επιστροφή χρημάτων προς το Ταμείο».
Ενώ στην ερώτηση γιατί δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα τίποτα εδώ και 12 χρόνια, απαντούν: «Εδώ και 12 χρόνια γίνονται προσπάθειες να επιλυθεί αυτό το πρόβλημα. Δεν έχει κανέναν κομματικό χαρακτήρα αυτή η διαμαρτυρία. Έχουν περάσει πολλές κυβερνήσεις, οι οποίες δεν έδειξαν την απαραίτητη πυγμή και θέληση ώστε να δώσουν πραγματική λύση στο πρόβλημα. Κατά καιρούς έγιναν κάποιες προσπάθειες με ημίμετρα, τα οποία κατάφεραν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Όποιες προσπάθειες και αν έγιναν να περιοριστεί η συνταγογράφηση με άλλους τρόπους, τελικά το clawback αυξανόταν με αποτέλεσμα το τεχνητό χρέος να αυξάνεται. Όσα μέτρα και αν έχουν ληφθεί μέχρι τώρα, τελικά δεν απέδωσαν, γιατί το πρόβλημα δεν λύθηκε στη βάση του. Και αυτή είναι να μπουν κανόνες συνταγογράφησης. Πρόκειται για ένα τραγικό σύστημα συνταγογράφησης, που μέχρι και σήμερα μπορούσαν να γραφτούν τραγελαφικά περιστατικά. Είμαστε σε αναμονή να δούμε αν αυτό μπορεί να διορθωθεί. Το πρόβλημα πρέπει να λυθεί από τη ρίζα του, με τη σωστή συνταγογράφηση που είναι κοινώς αποδεκτό».
Αιτήματα και επιχειρήματα
Στις ανακοινώσεις τους, οι Εργαστηριακοί Ιατροί αναφέρονται στα ζητήματα που τους απασχολούν με σχετικά επιχειρήματα όπως:
Ασφυκτικό οικονομικό περιβάλλον: Η άδικη και παράλογη μείωση των αποζημιώσεων, με τη μορφή των ασφαλιστικών τιμών, του rebate (υποχρεωτικής έκπτωσης) και του clawback, έχει οδηγήσει πολλά Εργαστήρια σε οικονομικό αδιέξοδο.
Ο ΕΟΠΥΥ τα τελευταία χρόνια έχει μονομερώς και καταχρηστικά προβεί σε μείωση των αποζημιώσεων για πολλές εργαστηριακές εξετάσεις κατά 40%, σε προσθήκη νέων, δαπανηρών εξετάσεων στον μη αυξημένο, κλειστό προϋπολογισμό, σε ενσωμάτωση νέων ασφαλιστικών ταμείων και σε άλλες ενέργειες που έχουν διογκώσει την Ιατρική δαπάνη χωρίς ανάλογη αύξηση του προϋπολογισμού. Οι περικοπές από τον ΕΟΠΥΥ των αμοιβών των Εργαστηρίων πλέον ξεπερνούν το 70%.
Έλλειψη ελέγχου στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση: Η έλλειψη αποτελεσματικού ελέγχου, από πλευράς του ΕΟΠΥΥ, της συνταγογράφησης διαγνωστικών εξετάσεων οδηγεί σε φαινόμενα αδικαιολόγητης υπερσυνταγογράφησης, επιβαρύνοντας τελικά μόνο τα Εργαστήρια, καθώς ο προϋπολογισμός είναι κλειστός και ο ΕΟΠΥΥ δεν πληρώνει τίποτα από την προκύπτουσα υπέρβαση. Να τονιστεί σε αυτό το σημείο ότι υπάρχει οικονομική επιβάρυνση (αν και μια μικρότερη) και των ασφαλισμένων, μέσω της αυξημένης συμμετοχής τους για μη απαραίτητες εξετάσεις.
Κίνδυνος για το επίπεδο υγειονομικής περίθαλψης των πολιτών: Η οικονομική ασφυξία των Εργαστηρίων αναπόφευκτα οδηγεί σε μείωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας και σε ενδεχόμενο κλείσιμο ιδιωτικών Ιατρικών δομών, ιδίως αυτών που είναι μικρότερου μεγέθους και εξυπηρετούν μεγάλο μέρος των πολιτών, ειδικά στην επαρχία.