Δηλώσεις του πρόεδρου του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Α/θμιας Εκπαίδευσης Δράμα στον «Π.Τ.»
Χωρίς προηγούμενο και χωρίς επιμόρφωση
οι εκπαιδευτικοί κράτησαν τους μαθητές
σε επαφή με το σχολείο!
Του Θανάση Πολυμένη
ΠΟΛΥΣ λόγος το τελευταίο διάστημα στις ημέρες της πανδημίας του κορωνοϊού Covid-19, για το άνοιγμα των σχολείων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Πρόκειται για ένα δύσκολο πρόβλημα, με πολλούς παράγοντες και οι επίσημες ανακοινώσεις του Υπουργείου αναμένονται αυτές τις μέρες.
Για το θέμα αυτό, ο «Πρωινός Τύπος» επικοινώνησε και συνομίλησε με τον πρόεδρο του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Δράμας κ. Λάζαρο Αρτεμιάδη.
Αρχικά, ζητήσαμε από τον κ. Αρτεμιάδη να μας σχολιάσει πώς είδε την μέχρι σήμερα πορεία στην ιδιαίτερη αυτή κατάσταση με την πανδημία και αναφορικά με το ζήτημα της τηλεκπαίδευσης.
Όπως τόνισε, «οι εκπαιδευτικοί κράτησαν την επαφή του μαθητή με το σχολείο. Αν και δεν υπήρχε ούτε εξοπλισμός, ούτε και επιμόρφωση όλα αυτά τα χρόνια, αυτή η κρίση έδειξε ότι όλη αυτή η διαδικασία ήταν ανύπαρκτη αλλά και αυτά τα λίγα που γινόταν, ήταν σε λάθος κατεύθυνση. Οι εκπαιδευτικοί, μόνοι τους, από την πρώτη στιγμή, φρόντισαν με κάθε τρόπο να έρθουν σε επαφή με τους μαθητές. Με όποιο τρόπο μπορούσε ο καθένας. Άλλος με email, άλλος με το Viber, άλλος με το Messenger και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα έστησαν και τις ηλεκτρονικές τάξεις στο eclass.
Έτσι ξεκάθαρα και χωρίς προηγούμενο. Δεν υπήρχε καμιά επιμόρφωση σ’ αυτό το αντικείμενο ενώ θα έπρεπε να υπάρχει. Οι εκπαιδευτικοί στάθηκαν στο ύψος τους. Όλοι έχουμε εμπλακεί. Κάναμε ηλεκτρονικές τάξεις όλοι οι εκπαιδευτικοί και μάλιστα σε μεγάλο ποσοστό».
Ο κ. Αρτεμιάδης κάνει λόγο επίσης και για τα απαραίτητα εργαλεία, επισημαίνοντας ότι, «συμμετείχαν όσοι μπορούσαν και είχαν τα απαραίτητα μέσα. Άλλοι είδαν ότι μπορούσαν να λειτουργήσουν με email, γιατί υπήρχε μια δυνατότητα να επιλέξουν τον τρόπο και ανάλογα με τους μαθητές τους. Η αλήθεια είναι επίσης ότι, πολλά παιδιά δεν έχουν τάμπλετ ή υπολογιστές και άλλοι δεν διαθέτουν τα κατάλληλα κινητά τηλέφωνα».
Επισημαίνει ακόμα ότι, «οι εκπαιδευτικοί στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και είναι αυτοί που κρατάνε τον σύνδεσμο μεταξύ του σχολείου και του μαθητή».
Στην ερώτηση για το πώς βλέπει τη συνέχεια, ο κ. Αρτεμιάδης εκφράζει την επιθυμία όλων να ανοίξουν τα Δημοτικά σχολεία, «γιατί θα είναι μια πολύ αισιόδοξη στάση, αλλά το βλέπω δύσκολο, γιατί δεν υπάρχει η δυνατότητα να εφαρμόσουμε τα μέτρα προστασίας στην αυλή και εντός της τάξης. Το ζήτημα των αποστάσεων μεταξύ των παιδιών στην αυλή κυρίως. Δεχόμαστε μηνύματα από τα ίδια τα παιδιά που θέλουν να ανοίξουν και πάλι τα σχολεία».
Όπως τονίζει σε άλλο σημείο, «μπορεί να πάμε και με τρία τμήματα σε κάθε τάξη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να γίνουν και απογευματινά μαθήματα. Μπορεί να υπάρξει και μια τέτοια λογική διαδικασία».
Οι αλλαγές στο νομοσχέδιο για την Παιδεία
Ερωτώμενος για τις αλλαγές που ετοιμάζεται να εφαρμόσει η κυβέρνηση στο χώρο της Παιδείας γενικότερα, ο πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Δράμας, εκφράζει γενικά την αρνητική του στάση και επισημαίνει:
«Εγώ μένω στο ότι, η όποια αλλαγή στην εκπαίδευση, γίνεται με συζήτηση. Αυτή τη στιγμή, σε κατάσταση αποκλεισμού, το να κατεβάζεις νομοσχέδιο με τέτοια διαδικασία μέχρι την Τετάρτη 6 Μαΐου, χωρίς τις Ομοσπονδίες, χωρίς τους γονείς, χωρίς κανέναν για συζήτηση και όλους αποκλεισμένους, για μένα είναι ενδεικτικό, του τρόπου με τον οποίο σκέφτεται η πολιτική ηγεσία. Η οποία, εκμεταλλευόμενη την κατάσταση, προσπαθεί να προχωρήσει σε μια αντιεκπαιδευτική πολιτική.
Για παράδειγμα, εισάγει στο Νηπιαγωγείο νέα ύλη. Με ποιον έκανε διάλογο; Με κανέναν. Πού το στηρίζει; Πουθενά. Όλοι είναι απέναντι. Οι καθηγητές, τα Πανεπιστήμια, όλοι. Απλά, εκμεταλλευόμενη αυτή τη δύσκολη κατάσταση πάει να τα περάσει. Εγώ έχω μια κουβέντα: να το πάρει πίσω, γιατί οι δύσκολες στιγμές θα τελειώσουν, η χώρα θα μπει σε κανονική λειτουργία και όλα αυτά τα οποία έκανε, θα μείνουν στα χαρτιά.
Με αυταρχισμό και πονηρές κινήσεις, δεν ασκείται εκπαιδευτική πολιτική. Και αυτοί που είναι σήμερα στο Υπουργείο σύμβουλοι, βίωσαν το κλίμα της αξιολόγησης και των αντιεκπαιδευτικών πολιτικών. Θεωρώ ότι κάθε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να κάνει την εκπαιδευτική της πολιτική, αλλά με όρους δημοκρατίας και διαλόγου. Υπάρχει καθολική αντίδραση από το σύνολο. Όλοι είναι απέναντι σ’ αυτόν τον χειρισμό. Δεν είναι θέμα κομματικής πρακτικής. Είναι θέμα, καθαρά, δημοκρατικής λειτουργίας».