ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΑ
Του Ιωάννη Δεϊρμεντζόγλου
Σάββατο προς μεσημέρι και ο ενθουσιασμός στη γειτονιά διάχυτος. Κλειστά τα σχολεία και η «μαρίδα» των μαθητών ξεχύθηκε στο πλάτωμα της πλατείας. Όμορφο σκηνικό, ιδανικός τόπος για μικρά παιδιά, μακριά από τον κίνδυνο των αυτοκινήτων, γεμάτος δένδρα στις πλευρές, παγκάκια, βρύσες και πράσινο γρασίδι, γήπεδο κατάλληλο για ποδόσφαιρο.
Ψηλές πολυκατοικίες γύρω προβάλλουν το τεράστιο τσιμεντένιο κορμί τους, με τα φαρδιά μπαλκόνια να χαρίζουν θέα προς όλες τις διευθύνσεις, κερκίδες γηπέδου, στημένα παρατηρητήρια για « αφ΄ υψηλού έλεγχο», του γιου, του εγγονού, από τη μαμά ή τη γιαγιά, συνήθως, που με ιδιαίτερη ευθύνη επιτελεί καθήκοντα φρούραρχου της παιδικής κουστωδίας.
Φωνές και φασαρία στην αρχή, έως ότου, δύο από τα μεγαλύτερα παιδιά επιλέξουν ο καθένας τη δική του ομάδα. Σε λίγο, η μπάλα στο κέντρο του γηπέδου κι αμέσως το εναρκτήριο λάκτισμα. Ο αγώνας διεξάγεται χωρίς διαιτητή, δίχως προπονητές, δίχως αναπληρωματικούς στον πάγκο.
Κυριαρχούν οι μεγαλύτεροι κάθε ομάδας. Οι μικρότεροι τρέχουν πάνω – κάτω, κυνηγώντας την μπάλα, μα προλαβαίνουν οι άλλοι. Κουράζονται εύκολα, φωνάζουν, θυμώνουν, ξεχνούν και ξεχνιούνται απ΄τους συμπαίκτες τους, στέκονται παρά πέρα. Χαζεύουν, θυμούνται πάλι και μπαίνουν στο παιχνίδι. Επιστρέφουν στη «δράση».
Κάπου εκεί, μέσα στη φασαρία, κάτω από τα δένδρα, πρωταγωνιστές ενός βωβού δράματος που εξελίσσεται καθημερινά στη γειτονιά, δυο αδέλφια, προσφυγόπουλα. Οι γονείς, διωγμένοι, κυνηγημένοι από τις βόμβες του εμφυλίου πολέμου κατάφεραν να φθάσουν στην Ελλάδα και να κουρνιάσουν στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας.
Αυτοί οι άνθρωποι και άλλοι όμοιοί τους έγιναν
«σημεία αντιλεγόμενα» στην Ελληνική κοινωνία.
Συζητήσεις σε παρέες, αντίλογοι στα καφενεία, διαφωνίες στις τηλεοράσεις – μεταξύ πολιτικών και οργανώσεων – προσπάθειες απομάκρυνσής τους, από τον τόπο μας, διαμάχες για την παρουσία τους, για το αν πρέπει ή όχι να τους εντάξουμε και να τους ενσωματώσουμε τελικά, στον ιστό της Ελληνικής κοινωνίας. Ακόμα, να τους μάθουμε τη γλώσσα μας, τον τρόπο ζωής, τον πολιτισμό μας……
Πολλοί λένε, πως «φτάνει πια δεν χωρούν άλλοι και πως δεν είναι σωστό να τους γκετοποιούμε ….. άνθρωποι είναι κι αυτοί».
Άλλοι, «πως είναι σταλμένοι» επί τούτου, για να αλλοιώσουν την πίστη μας, καθώς συχνά προβάλλουν απαιτήσεις παράλογες έως και προκλητικές, που αφορούν στις εικόνες μας, στο σταυρό, τις εκκλησιές και τις καμπάνες, που τους ενοχλούν.
Πολλοί παραπονούνται πως οι πρόσφυγες εύκολα προσλαμβάνονται στις δουλειές, ενώ αγνοούνται οι Έλληνες και ότι λαμβάνουν υψηλά επιδόματα, όταν οι Έλληνες πένονται. Τονίζουν επίσης την αύξηση της εγκληματικότητας, τις κλοπές, τις βιαιότητες που παρατηρούνται στα κέντρα φιλοξενίας.
Ερμηνείες όλα, στρατηγικές, σχέδια για την αντιμετώπιση του φαινομένου και κυρίως ο φόβος των κατοίκων από τις συχνές, παραβατικές συμπεριφορές των φιλοξενουμένων, που δεν πρέπει να κακοφορμίσουν, σε μια χώρα που διέρχεται – βιώνει, πρωτοφανείς δυσκολίες οικονομικές, ηθικές, κοινωνικές, αμυντικές, με σωρία προκλήσεων, από τους γειτόνους και υψηλής ασφάλειας.
Πόσες σκέψεις περνούν απ το μυαλό σου καθώς κοιτάζεις τα δυο παιδιά, τραβηγμένα στη γωνιά της πλατείας να παρακολουθούν τα παιγνίδια των άλλων παιδιών! Απορείς, και αναρωτιέσαι, προβληματίζεσαι και αγωνιάς` για εκείνους και για μας, ψάχνοντας να δικαιολογήσεις και τις δυο πλευρές, γιατί δεν είμαστε μόνον εμείς, που υποφέρουμε, υπάρχουν και οι άλλοι.
Νιώθεις πως είσαι σε σταυροδρόμι και πρέπει ν΄ αποφασίσεις το δρόμο που θα επιλέξεις. Και ξαφνικά, τα δυο αδέλφια δείχνουν το δρόμο που μας κάνει να ελπίζουμε, πως σε κάθε δύσκολο και ανυπέρβλητο, κάτι θετικά υπάρχει που μπορεί ν΄ αποτελέσει τη βάση και την αρχή για τη λύση.
Τα δυο αδελφάκια κάποια ώρα, σπάνε τη σιωπή και την αδράνεια της στιγμής, τρέχουν στην πολυκατοικία. Χτυπούν την πόρτα του γείτονά τους, φωνάζουν και περιμένουν. Σε λίγο, ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ένα κύριος με το σκυλάκι του. Χοροπηδούν τα παιδιά από χαρά, ορθώνεται το σκυλάκι στα δυο πόδια, ζητά χάδια, παιγνίδια. Τρέχουν πέρα δώθε, το κυνηγούν, σκαρφίζονται κόλπα, καταστρώνουν σχέδια για τη διασκέδασή τους.
΄Ηταν αναπάντεχο, αλλά φάνηκε απαραίτητο, για να συμπληρωθεί η εικόνα της χαράς των παιδιών με το σκύλο να μπερδεύεται στα πόδια όλων, να κυνηγά την μπάλα, να την δαγκώνει, να την αφήνει και πάλι το ίδιο μπροστά στα έκπληκτα μάτια των γαβριάδων.
Προσπαθώ να ξεχωρίσω τα δύο αδελφάκια. Έγιναν ένα με τα άλλα και κυνηγούν όλα μαζί, παίζουν και χαίρονται με τα καμώματα του σκύλου.
Οι μικροί Σύριοι, δεν γνωρίζουν τη γλώσσα μας. Ναι, είναι ένα εμπόδιο. Είναι όμως παιδιά, γνωρίζουν το παιχνίδι κι αυτό τα ενώνει. Ο σκύλος και το παιγνίδι γίνονται κοινός δρόμος συνάντησης, επαφής με έναν ξένο, στοιχείο ένωσης, αρχή συνύπαρξης, θεμέλιο αγάπης για τα παιδιά, που στο χρόνο μπορούν να εξελιχθούν σε στενότερους δεσμούς.
Χρειάζεται κάτι περισσότερο, για να γκρεμιστούν τα τείχη του φόβου;