Δολοφονία 29χρονου
φίλου της Α.Ε.Κ.: Οι ευθύνες
των Κρατικών Οργάνων
Τι όφειλε να πράξει η Ελληνική Αστυνομία για να αποτρέψει τη δολοφονική επίθεση; Τα μηνύματα και η αργοπορημένη αντίδραση…
Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου, Νομικός
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την έκδοση της Δικαστικής Απόφασης που έκρινε την ενοχή των δραστών της δολοφονικής επίθεσης, με αφορμή οπαδικά κίνητρα, στον Άλκη Καμπανό, πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. Παρόλο που η συγκεκριμένη υπόθεση συγκλόνισε όλη την Ελλάδα και έγινε αιτία μεγάλης κινητοποίησης κατά της οπαδικής βίας, τα φαινόμενα επιθέσεων με αφορμή τον αθλητισμό και την υποστήριξη συγκεκριμένων ομάδων δεν έδειχναν να περιορίζονται. Ήταν, συνεπώς, θέμα χρόνου να γίνουμε μάρτυρες ενός ακόμα περιστατικού ακραίας οπαδικής βίας με σοβαρές επιπτώσεις.
Την 7η Αυγούστου λοιπόν, ενόψει της αναμέτρησης της ομάδας της Α.Ε.Κ. με την Κροατική Ντιναμό Ζάγκρεμπ για τα προκριματικά του Champions League, ενώ ίσχυε απόφαση της UEFA για απαγόρευση μετακίνησης οπαδών της Κροατικής ομάδας προς τη χώρα μας, περίπου 150 αυτοκίνητα με Κροάτες οπαδούς πέρασαν τα Ελληνικά σύνορα, διέσχισαν όλη σχεδόν την ηπειρωτική χώρα και έφτασαν στην Αθήνα για να δώσουν τη δική τους «αναμέτρηση». Από κοινού με τους αναφερόμενους ως «Έλληνες συνεργούς» έφτασαν στη Νέα Φιλαδέλφεια και επιτέθηκαν με σφοδρότητα και βαναυσότητα κατά των οπαδών της Α.Ε.Κ. Ακολούθησε μάχη με φωτοβολίδες, πέτρες, αυτοσχέδιους εμπρηστικούς μηχανισμούς, ρόπαλα και μαχαίρια, ένδειξη ότι τα άτομα αυτά κατέφτασαν στη Νέα Φιλαδέλφεια προετοιμασμένα να επιτύχουν τον σκοπό τους. Ο σκοπός αυτός επετεύχθη, αφού οι Κροάτες χούλιγκαν με τη βοήθεια των «Ελλήνων συνεργών» τραυμάτισαν 4 φίλους της Α.Ε.Κ., ένας εκ των οποίων υπέκυψε στα τραύματα που προκλήθηκαν από τις πολλαπλές μαχαιριές που δέχθηκε.
Σε όλη αυτή την ιστορία δεν αναφέραμε μέχρι τώρα πουθενά για την Ελληνική Αστυνομία, επειδή πολύ απλά δεν υπήρχε Ελληνική Αστυνομία. Οι δυνάμεις της ΕΛ.ΑΣ. έφτασαν στο σημείο της επίθεσης, αφότου τα επεισόδια είχαν ήδη κορυφωθεί και οι φίλοι της Ελληνικής ομάδας είχαν ήδη τραυματιστεί. Ακολούθησε μπαράζ συλλήψεων με τα δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για σχεδόν 100 συλλήψεις, αλλά και εξονυχιστικός έλεγχος στα σύνορα σε όσα άτομα προσπάθησαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Την κρίσιμη όμως στιγμή, όταν τα επεισόδια ήταν έτοιμα να ξεσπάσουν και η κατάσταση φαινόταν ότι θα ξέφευγε από κάθε έλεγχο, η αστυνομία απουσίαζε παντελώς, επηρεάζοντας καταλυτικά την εξέλιξη της επίθεσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι διάχυτη σε όλη την κοινωνία η αίσθηση ότι η αστυνομία παρέλειψε να εκτελέσει τα καθήκοντά της και φέρει σημαντική ευθύνη για τα επεισόδια οπαδικής βίας που σημειώθηκαν. Σε ποιο βαθμό, ωστόσο, ο νόμος επιβεβαιώνει την αίσθηση που επικρατεί στην κοινωνία;
Σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 2800/2000 (Α΄ 41) ορίζονται τα εξής: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφαλείας …, και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνόμευσης και τροχαίας. β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2. … 3. Η άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως: α. … β. την τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις και την προστασία των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των πολιτών κατά τις εκδηλώσεις αυτές. … 4. … 5. Η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη δίωξη των εγκλημάτων κατά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων. β. … στ. Την επιτήρηση των τόπων όπου συχνάζουν οι ύποπτοι διάπραξης εγκλημάτων και τον έλεγχο των προσώπων αυτών. …». Στο άρθρο 9 του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής: «2. Όλες οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό της τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών…».
Επιπλέον, στο άρθρο 93 του π.δ. 141/1991 (Α΄ 58) ορίζεται ότι: «1. Η Προληπτική ενέργεια αποτελεί το πρώτιστο καθήκον της Ελληνικής Αστυνομίας. Αποσκοπεί στην πρόληψη των αξιόποινων πράξεων και δυστυχημάτων και την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης, ευταξίας και απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών…».
Από τα παραπάνω νομοθετήματα που αφορούν τις υποχρεώσεις της Ελληνικής Αστυνομίας μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η πρόληψη εγκλημάτων, η αποτροπή βίαιων επεισοδίων και η εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης στους δημόσιους χώρους αποτελεί ύψιστο καθήκον και υποχρέωση της Ελληνικής Αστυνομίας που προβλέπεται από το Νόμο. Με άλλα λόγια, η παράλειψη αποτροπής εγκλημάτων και βίαιων επεισοδίων εκ μέρους της αστυνομίας, καθώς και η απουσία της αστυνομίας από δημόσιους χώρους, όπου εκτυλίσσεται σοβαρή συμπλοκή και διακυβεύονται έννομα αγαθά πολιτών, συνιστά παραβίαση της νομοθεσίας και στοιχειοθετεί πολλαπλές ευθύνες.
Προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης της Ελληνικής Αστυνομίας αποτελεί η αντικειμενική δυνατότητα αποτροπής των εγκλημάτων και διασφάλισης της ειρήνης στο δημόσιο χώρο. Στην προκείμενη περίπτωση, ήδη ημέρες πριν τα αιματηρά επεισόδια η αστυνομία ήταν ενήμερη για την απόφαση εκ μέρους της UEFA που απαγόρευε σε οπαδούς της Ντιναμό Ζάγκρεμπ να μετακινηθούν στην Αθήνα για τον ποδοσφαιρικό αγώνα της 8ης Αυγούστου 2023 με την Α.Ε.Κ. Παράλληλα, θεωρούμε προφανές ότι η ΕΛ.ΑΣ. γνώριζε πως στις 7 Αυγούστου η Κροατική ομάδα θα έκανε προπόνηση επί ελληνικού εδάφους. Παρόλα αυτά δεν έλαβε κανένα μέτρο για την αποτροπή ενδεχόμενων επεισοδίων στην περιοχή πριν, κατά τη διάρκεια, ή μετά την προπόνηση της Ντιναμό.
Επίσης, όσον αφορά την οργανωμένη μετακίνηση Κροατών οπαδών προς την Αθήνα, έχει αναφερθεί πως η Αστυνομία του Μαυροβουνίου είχε ειδοποιήσει την Ελληνική Αστυνομία για τις κινήσεις των Κροατών ήδη πριν αυτοί προσεγγίσουν τα ελληνικά σύνορα. Παρόλα αυτά οι οργανωμένοι οπαδοί πέρασαν στην Ελλάδα χωρίς τη διενέργεια σοβαρού ελέγχου και μετακινούνταν μαζικά προς την Αθήνα, διασχίζοντας τα διόδια των αυτοκινητοδρόμων. Καθ’ όλη αυτή την πολύωρη μετακίνηση στην Εθνική Οδό και τη διέλευση από σταθμούς διοδίων κανένα αστυνομικό όργανο δεν αντιλήφθηκε, ή, τουλάχιστον, δεν έλαβε σοβαρά υπόψη τον κίνδυνο που εγκυμονούσε αυτή η οργανωμένη μετακίνηση, ώστε να λάβει μέτρα. Σημειώνεται πως στους περισσότερους σταθμούς διοδίων υπάρχουν αστυνομικές δυνάμεις.
Αφού λοιπόν οι Κροάτες χούλιγκαν έφτασαν ανενόχλητοι στην Αθήνα, χρησιμοποίησαν τα μέσα μεταφοράς προκειμένου να προσεγγίσουν τη Νέα Φιλαδέλφεια, ενώ, για μια ακόμη φορά, η Ελληνική Αστυνομία απέτυχε να αντιληφθεί την ύπαρξη τους και τον κίνδυνο που πλέον ήταν υπαρκτός για την δημόσια ασφάλεια, ή, τουλάχιστον δεν έλαβε τα παραπάνω σοβαρά υπόψη. Μόνο αφότου οι Κροάτες χούλιγκαν συνενώθηκαν με τους «Έλληνες συνεργούς» και ξεκίνησαν τα επεισόδια που είχαν ως αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του 29χρονου Μιχάλη, φαίνεται πως αντιλήφθηκε η Ελληνική Αστυνομία την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου και τη διασάλευση εννόμων αγαθών πολιτών. Έφτασε όμως στο σημείο της επίθεσης προκειμένου να καταστείλει τα επεισόδια και όχι να προλάβει την εξέλιξή τους. Αντίστοιχο κατασταλτικό χαρακτήρα είχαν όλες οι συλλήψεις που έγιναν τόσο στον τόπο της επίθεσης, όσο και στους συνοριακούς σταθμούς.
Αντιλαμβανόμαστε πως η προϋπόθεση της αντικειμενικής δυνατότητας προληπτικής δράσης εκ μέρους της Ελληνικής Αστυνομίας πληρούταν πολύ πριν οι οργανωμένοι οπαδοί ξεκινήσουν τα αιματηρά επεισόδια. Η προσέγγιση αυτή της αστυνομίας «καταστολή αντί πρόληψης» εγείρει εύλογα ερωτήματα ως προς την επιχειρησιακή της ετοιμότητα και την οργάνωσή της, ενώ δημιουργεί σημαντικές ευθύνες του Δημοσίου απέναντι στους πολίτες που αποτυγχάνει να προστατεύσει.
Αν κρίνουμε από την μεγάλη κινητοποίηση των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών και, έχοντας ως παρακαταθήκη την απόφαση στην υπόθεση δολοφονίας του Άλκη, είμαστε αισιόδοξοι ότι οι ευθύνες, είτε από πράξεις είτε από παραλείψεις, θα αποδοθούν στους υπαίτιους της θανατηφόρας επίθεσης της 7ης Αυγούστου. Ωστόσο, η όποια απόδοση ευθυνών δεν μπορεί να φέρει πίσω τον 29χρονο, ούτε να αναιρέσει τα σωματικά και ψυχικά τραύματα που προκλήθηκαν – και θα προκληθούν – σε τόσους ανθρώπους και τις οικογένειές τους. Η καταστολή, δηλαδή, εκ μέρους των οργάνων της τάξεως δεν μπορεί να αντισταθμίσει την υποχρέωση πρόληψης και αποτροπής εγκλημάτων και βίαιων επεισοδίων. Θα πρέπει, συνεπώς, να επέλθουν ριζικές αλλαγές στην επιχειρησιακή λειτουργία, αλλά και στη νοοτροπία της Ελληνικής Αστυνομίας, ώστε να έρθει στο επίκεντρο η πρόληψη εγκλημάτων. Αντίθετα, η εκ των υστέρων καταστολή θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως έσχατη λύση. Ίσως με αυτόν τον τρόπο αποφύγουμε στο μέλλον να γίνουμε και πάλι πρώτο θέμα για την ολιγωρία του κρατικού μας μηχανισμού.
Τέλος, όσον αφορά τους λεγόμενους «Έλληνες συνεργούς», δυστυχώς για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνεται πως η κουλτούρα του φανατισμού και της οπαδικής βίας είναι βαθιά ριζωμένη σε τμήματα της Ελληνικής κοινωνίας. Η προσπάθεια εξάλειψης αυτών των φαινομένων θα πρέπει να είναι διαρκής, συντονισμένη και να συνοδεύεται από θαρραλέες αποφάσεις.