Home > Αρθρα > Εκδικητική επιθετικότητα: Ψυχολογικές, κοινωνικές και νομικές προεκτάσεις Γράφει η Χρύσα Καλτσώνη Κοινωνική Εγκληματολόγος – Εγκληματολογική Ψυχολόγος Καθηγήτρια στην Αστυνομική Ακαδημία της Ελλάδος

Εκδικητική επιθετικότητα: Ψυχολογικές, κοινωνικές και νομικές προεκτάσεις Γράφει η Χρύσα Καλτσώνη Κοινωνική Εγκληματολόγος – Εγκληματολογική Ψυχολόγος Καθηγήτρια στην Αστυνομική Ακαδημία της Ελλάδος

Εκδικητική επιθετικότητα: Ψυχολογικές,

κοινωνικές και νομικές προεκτάσεις

 

Γράφει η Χρύσα Καλτσώνη

Κοινωνική Εγκληματολόγος – Εγκληματολογική Ψυχολόγος

Καθηγήτρια στην Αστυνομική Ακαδημία της Ελλάδος

Η εκδίκηση αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα ψυχολογικά κίνητρα που μπορούν να οδηγήσουν ένα άτομο, ιδιαίτερα ανήλικους και νέους, στη διάπραξη εγκληματικών πράξεων. Όταν κάποιος αισθάνεται ότι έχει αδικηθεί ή υποστεί σοβαρή βλάβη, η ανάγκη του για απονομή δικαιοσύνης μπορεί να εκφραστεί μέσα από επιθετικές ενέργειες. Μία από τις βασικές εκδηλώσεις της εκδικητικής επιθετικότητας είναι η σωματική βία, η οποία στρέφεται εναντίον όσων θεωρούνται υπεύθυνοι για την αδικία ή την προσβολή. Εάν δεν υπάρξει έγκαιρη παρέμβαση, αυτή η επιθετική συμπεριφορά μπορεί να κλιμακωθεί σε πράξεις όπως σωματικές επιθέσεις ή ακόμα και φαινόμενα συλλογικής βίας, όπως ο σχολικός εκφοβισμός. Σε ακραίες περιπτώσεις, το αίσθημα αδικίας μπορεί να οδηγήσει σε ανθρωποκτονία. Το άτομο βιώνει έντονα συναισθήματα θυμού και ταπείνωσης, θεωρώντας πως η μόνη διέξοδος για να αποκαταστήσει το δίκαιο είναι η βίαιη τιμωρία του υπεύθυνου. Μία ακόμη μορφή εκδικητικής εγκληματικότητας είναι η καταστροφή περιουσίας ή η κλοπή. Συχνά, νέοι που αισθάνονται απογοητευμένοι, περιθωριοποιημένοι ή συναισθηματικά παραμελημένοι επιλέγουν τέτοιες πράξεις ως μέσο εκτόνωσης και εσωτερικής δικαίωσης, θεωρώντας ότι έτσι ανταποδίδουν την αδικία που βιώνουν. Η εκδικητική επιθετικότητα, αν δεν αντιμετωπιστεί με κατάλληλες παρεμβάσεις, μπορεί να εξελιχθεί σε επικίνδυνη μορφή βίας, καθιστώντας απαραίτητη τη λήψη προληπτικών μέτρων τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

Η ανάγκη για εκδίκηση αποτελεί, δυστυχώς, μια διαχρονική και θλιβερή πτυχή της ανθρώπινης φύσης. Όταν ένα άτομο έρχεται αντιμέτωπο με την αδικία, η απουσία διάθεσης για εσωτερική διαχείριση των συναισθημάτων του μπορεί να οδηγήσει σε επιθυμία για εκδίκηση, ένα φαινόμενο που παρατηρείται όλο και συχνότερα στη σύγχρονη κοινωνία. Παράγοντες όπως η κουλτούρα της βίας, το οικογενειακό περιβάλλον, οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των νέων και οι κοινωνικές συνθήκες που ενισχύουν την παραβατικότητα μπορούν να τροφοδοτήσουν αυτήν την ανάγκη. Οι άνθρωποι, από τη φύση τους, διαθέτουν μια ισχυρή αίσθηση δικαιοσύνης, όμως σε πολλές περιπτώσεις η επιθυμία για εκδίκηση εκφράζεται ως μια σκοτεινή και καταστροφική εκδοχή της. Ιδιαίτερα τα παιδιά και οι νέοι που εντάσσονται σε ακραίες ομάδες ή εμπλέκονται σε βίαιες ενέργειες προέρχονται συχνά από κακοποιητικά ή δυσλειτουργικά περιβάλλοντα, όπου η εκδίκηση φαντάζει ως μοναδική επιλογή για να αποκαταστήσουν την αίσθηση του δικαίου στη ζωή τους.

Πιο ειδικά, τα παιδιά τα οποία επιλέγουν να ενταχθούν σε μια τρομοκρατική ομάδα, προέρχονται στις περισσότερες περιπτώσεις από κάποιο κακοποιητικό περιβάλλον. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τον αυτοτραυματισμό του ίδιου του παιδιού για μεγάλο χρονικό διάστημα, την κακοποίηση ανάμεσα στους γονείς αλλά και την κακοποίηση των γονέων απέναντι στο ίδιο το παιδί, την γενικότερη έκθεση σε βίαιες καταστάσεις, την κακοποίηση αγαπημένων προσώπων, όπως είναι η περίπτωση των φίλων, είτε αυτό αφορά τον βίαιο τρόπο απώλειας ζωής μέσα από κάποιο ατύχημα είτε μέσα από κάποια δολοφονία. Για όλους τους παραπάνω λόγους ένα παιδί μπορεί να ταυτιστεί  με την ιδεολογία που πρεσβεύουν οι τρομοκρατικές ομάδες. Αυτή είναι η κεντρική δυναμική της ανάγκης για εκδίκηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η άνοδος της ανήλικης παραβατικότητας και συγκεκριμένα των ανήλικων συμμοριών στη χώρα μας την Ελλάδα. Πολλά παιδιά εντάσσονται σε συμμορίες υπό την επήρεια της εκδίκησης.

Επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει ότι πολλοί νέοι παραβάτες στρέφονται προς συμμορίες, κυρίως λόγω αισθημάτων αδικίας και παραμέλησης. Αυτό το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στις ζωές των περισσότερων ατόμων που στρατολογούνται σε τρομοκρατικές οργανώσεις. Ένα σημαντικό ποσοστό ανήλικων τρομοκρατών έχει υπάρξει μάρτυρας δολοφονιών ή περιστατικών κακοποίησης, ενώ αρκετοί έχουν βιώσει άμεσα μια βαθιά αίσθηση αδικίας, γεγονός που αποτελεί καταλυτικό παράγοντα για την ένταξή τους σε εξτρεμιστικές ομάδες. Εκτός αυτού, πολλοί ανήλικοι τρομοκράτες έχουν αναφέρει ότι η απόφασή τους να ενταχθούν σε τέτοιες οργανώσεις επηρεάστηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Συχνά, μέσα από τηλεοπτικές εικόνες ή ειδησεογραφικές αναφορές, ένιωσαν συναισθηματικά συνδεδεμένοι με τα θύματα, παρόλο που δεν είχαν προσωπική σχέση με τα γεγονότα ή τις περιοχές όπου διαδραματίστηκαν. Η αίσθηση ταύτισης με όσους θεωρούσαν αδικημένους τους οδήγησε στην αναζήτηση εκδίκησης μέσω της συμμετοχής τους σε ακραία κινήματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρομοκρατικές οργανώσεις χρησιμοποιούν διαφορετικές στρατηγικές για τη στρατολόγηση νέων μελών, προσαρμόζοντας τις μεθόδους τους ανάλογα με το κοινωνικό, πολιτικό και ψυχολογικό προφίλ των υποψήφιων στρατολογούμενων.

Ακόμα και η ίδια οργάνωση μπορεί να διαφοροποιεί την πολιτική και τις προσεγγίσεις της σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και περιοχές. Ορισμένες ομάδες για παράδειγμα στην επιθυμία τους να προσελκύσουν και να εντάξουν νέα μέλη, είναι εξαιρετικά πρόθυμες να επενδύσουν τεράστια προσπάθεια στον εντοπισμό δυνητικών νεοσύλλεκτων καθώς και να αναδείξουν τις ανταμοιβές και τα πλεονεκτήματα της ένταξης. Για αυτό το λόγο είναι πολύ σημαντικό να μελετάται η ψυχολογία της εκδίκησης. Χρειάζονται οι κατάλληλες στρατηγικές πρόληψης και παρέμβασης προκειμένου να μειωθεί η εκδίκηση ως κίνητρο για τη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Πολύ σημαντικό βήμα αποτελεί η ένταξη ειδικών συμβούλων ψυχικής υγείας στα σχολεία προκειμένου να παρατηρούν και να ακούν τις ανάγκες – προβληματισμούς των παιδιών δημιουργώντας μια σχέση εμπιστοσύνης. Με αυτόν τον τρόπο οι νέοι θα μπορούν να διαχειρίζονται τα συναισθήματα τους με πιο υγιείς τρόπους, και αφετέρου θα χτίζονται καλύτερες σχέσεις ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και τα παιδιά. Μέσω αυτού θα δημιουργείται ένα φιλικό περιβάλλον όπου θα αναπτύσσεται ο αμοιβαίος σεβασμός, η εν συναίσθηση, η ευγένεια, η δοτικότητα και φυσικά θα αυξάνεται το κίνητρο και η επιθυμία για μάθηση.

Ένα επιπλέον προληπτικό μέτρο είναι η επιμόρφωση των γονέων μέσω σεμιναρίων, προκειμένου να ενισχύσουν τις δεξιότητές τους στη διαχείριση της σχέσης με τα παιδιά τους. Παράλληλα, είναι εξίσου σημαντικό να παρέχεται εκπαίδευση και στους ίδιους τους νέους, ώστε να εξασκούνται σε εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης συγκρούσεων χωρίς τη χρήση βίας. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η καλλιέργεια κινήτρων για προσωπική ανάπτυξη και πρόοδο, βασισμένη σε επιστημονικά τεκμηριωμένα πρότυπα. Τέλος, είναι απαραίτητη η κοινωνική υποστήριξη των οικογενειών, ώστε οι γονείς να έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν υγιείς σχέσεις με τα παιδιά τους μέσω κοινών δραστηριοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο, μειώνονται οι συναισθηματικές και κοινωνικές πιέσεις, συμβάλλοντας στην πρόληψη της παραβατικής συμπεριφοράς.