Εκτέλεση στην πλατεία
(Με αφορμή την επέτειο στις 4 Οκτωβρίου των 35 εκτελεσθέντων)
Γράφει ο Νίκος Εμμανουηλίδης
Μετά το φονικό των 35 εκτελεσθέντων Κυργιωτών στο Καρά – Ορμάν «δόθηκε αμνηστία» είπαν και οι κάτοικοι του Κυργίων φοβισμένοι άρχισαν από τις κρυψώνες τους στο βουνό να κατεβαίνουν στο χωριό. Σπίτια καμένα, μαγαζιά ληστευμένα, δρόμοι γεμάτοι αποκαΐδια και συντρίμμια των βομβαρδισμών. Πού και πού πτώματα ανήμπορων κατοίκων να ακολουθούν τους δικούς τους στο βουνό, που εκτελέστηκαν από τους Βουλγάρους με την είσοδο τους στο χωριό.
Πρώτο επαχθές μέτρο των βουλγαρικών αρχών η επιβολή προστίμου 500 λέβα σε κάθε οικογένεια ως αποζημίωση στις οικογένειες των εκτελεσθέντων από τους αντάρτες Βουλγάρων τη νύχτα της εξέγερσης της 28ης Σεπτεμβρίου 1941.
Τον Οκτώβριο του 1941 έρχονται στο χωριό 40 οικογένειες αποίκων Βουλγάρων, που σε συνεργασία με τις αρχές κατοχής επιφύλαξαν πολλά δεινά στους κατοίκους. Εγκαταστάθηκαν σε σπίτια δολοφονημένων και αυτών, που από φόβο είχαν φύγει αφήνοντας πίσω όλο το βιος τους.
Μοιράστηκαν τα ευφορότερα χωράφια. Έπαιρναν τη σοδειά κατά τον αλωνισμό των σιτηρών δίνοντας στους δικαιούχους κατοίκους μόνον τον σπόρο για την σπορά του επόμενου χρόνου και χορηγούσαν με κουπόνι στα μέλη κάθε ελληνικής οικογένειας λίγο στάρι «εφάπαξ» για όλη τη χρονιά. Συχνά προέβαιναν σε κατασχέσεις ζώων και περιουσιών. Έβαζαν, όποτε ήθελαν, εξοντωτικούς πρόσθετους φόρους. Ο πιο ανήκουστος ήταν φόρος για την καταστροφή του χωριού, που οι ίδιοι έκαψαν!
Συνέλαβαν τον Νικ. Τσομτσομίδη, που επιχείρησε να κρύψει την ώρα του αλωνισμού ένα τσουβάλι σιτάρι στα άχυρα, για να το πάρει αργότερα σπίτι του και τον πέθαναν στο ξύλο.
Ομάδα 20 Βουλγάρων μπήκαν στο σπίτι του Σωκρ. Αρβανιτίδη με το πρόσχημα ότι τάχα απέκρυψε σιτηρά και μπροστά στα μάτια του μικρού αγοριού σκότωσαν τον πατέρα και τη μητέρα. Έπειτα όρμησαν να βιάσουν τις δύο αδελφές, αυτές αντιστάθηκαν και επί τόπου τις εκτέλεσαν.1
Για άγνωστη αιτία εκτέλεσαν του Κ. Σκάντζο και Θ. Κατσαντώνη, ενώ θέριζαν σιτάρι στα χωράφια τους. Εκτέλεσαν και τον Γ. Ρούντη στο χωράφι του κι έριξαν το πτώμα του στο πηγάδι στην περιοχή Κουρούτσαϊ.
Τον Φεβρουάριο του 1942 συνέλαβαν 30 κατοίκους με την αθεμελίωτη κατηγορία ότι συμμετείχαν στα γεγονότα της εξέγερσης στο χωριό κατά των Βουλγάρων και άλλοι χωρίς νομική υποστήριξη καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν, άλλοι πέθαναν από βασανιστήριο και ασιτία.2
Τον Ιούνιο του 1942 περιέφεραν σε βουλγαρικές αρχές κομμένο κεφάλι αντάρτη στους κεντρικούς δρόμους του χωριού για την τρομοκράτηση των κατοίκων.
Αποκορύφωμα της τρομοκρατίας, η εκτέλεση του αντάρτη Γεωργόπουλου στην κεντρική πλατεία. Κρυβόταν έρημος, κουρελιάρης, πεινασμένος στο βουνό, κατέβηκε να προμηθευτεί τρόφιμα σε συγγενικό σπίτι στο συνοικισμό Υψηλό (τον πλησιέστερο στου βουνό) και εκεί με προδοσία τον συνέλαβαν.
Ήταν γύρω στις 10 π.μ., όταν τον έφεραν στην κεντρική πλατεία με δεμένα πισθάγκωνα τα χέρια. Κόσμος πολύς μαζεύτηκε με τη διάδοση της είδησης, ανάμεσά τους κι εγώ.
Καθώς κατηφόριζαν προς την πλατεία οι συνοδοί χωροφύλακες τον έβριζαν, τον έφτυναν, τον κλωτσούσαν, με τα υποκόπανα των όπλων τον κτυπούσαν στη μέση, στα πόδια, στο κεφάλι, όπου να ήταν. Σωστό ανθρώπινο ράκος – μόλις που στεκόταν στα πόδια – τον έστησαν όρθιο στη βάση του παλιού Ηρώου στο κέντρο της πλατείας που είχαν γκρεμίσει οι Βούλγαροι. Τον βλέπαμε ρακένδυτο, χλωμό, αδύνατο, γεμάτο αίματα στα ρούχα, στο πρόσωπο, στα μαύρα μακριά γένια και ράγιζε η καρδιά μας. Με το πονεμένο βλέμμα του σαν να έστελνε μήνυμα, μα πώς (εκείνη τη στιγμή) να το συνδράμει κανείς και να τον σώσει.
«Εμείς δε λερώνουμε τα χέρια με το αίμα αυτού του κοπρόσκυλου, εσείς να τον σκοτώσετε».
Έπειτα πιο ιταμά προσθέτουν:
«Μια σφαίρα κοστίζει 10 λέβα, το αίμα αυτού του σκύλου δεν έχει καμιά αξία. Τι περιμένετε, σκοτώστε τον με πέτρες».
Τότε κάποιος από τους λεγόμενους «βουλγαρίζοντες» ξεπροβάλλει από το πλήθος με βαριά κοτρώνα στο χέρι και χτυπώντας τον στη μέση τον σωριάζει καταγής. Έπειτα συνεπικουρούμενος από ένα δύο «ομοϊδεάτες» τον χτυπούν με πέτρες, συντρίβουν το κεφάλι σαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Το αίμα ποτάμι έρρεε. Τον σκέπασαν με χοντρή κουβέρτα, μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή. Διέταξαν μάλιστα και τους παρευρισκόμενους «συμβολικά» να ρίξουν τον «λίθο του αναθέματος». Το απόγευμα μετέφεραν και πέταξαν το πτώμα του άτυχου αντάρτη έξω από τον συνοικισμό Βαθύσπηλο, όπου κατασπαράχτηκε από τα σκυλιά και τα όρνια.
Η εκτέλεση του Έλληνα αντάρτη στην κεντρική πλατεία από ομοχώριους «βουλγαρίζοντες» (είχε ελάχιστους τέτοιους το χωριό) αποτέλεσε το πιο μελανό και επονείδιστο γεγονός για τα Κύργια στην περίοδο της κατοχής.
Μετά την εκτέλεση ερχόταν ο διευθυντής της Ασφάλειας τακτικά από τη Δράμα στο χωριό, μάζευε τους κατοίκους και από το μπαλκόνι της Κοινότητας εκτόξευε τις απειλές του:
«Από εδώ και πέρα για κάθε Βούλγαρο που σκοτώνεται θα εκτελούνται 100 κάτοικοι και για πέντε όλοι οι άρρενες κάτοικοι του χωριού».
Η φρικιαστική αυτή εμπειρία μου στην ηλικία των 10 ετών στάθηκε πραγματικός εφιάλτης στον ύπνο για πολλά χρόνια.
Μεγάλος ένιωσα την ανάγκη και έγραψα το ποίημα:
- Τι ‘ναι η βοή π’ ακούγεται κι η ταραχή μεγάλη
στων Κυργιωτών την αγορά, την κεντρική πλατεία;
- Αντάρτη πιάσαν οι Βούλγαροι με προδοσία σε σπίτι,
σαν τρόφιμα για το βουνό κατέβηκε να πάρει.
Ευθύς του άμοιρου δένουνε πισθάγκωνα τα χέρια
και με βρισιές, κλωτσιές και κοπανιές των όπλων
τον σέρνουνε κατάδικο στου μαρτυρίου τον τόπο.
Ταχιά ξαπλώθη στο χωριό το θλιβερό μαντάτο
κι ο κόσμος έξω χύθηκε, πλημμύρισ’ η πλατεία
ψηλά τονε στήνουνε στη βάση του Ηρώου.
Αντίκρυ θέση παίρνουνε, τα όπλα ετοιμάζουν
φωτιά να ρίξουν οι εχθροί, στον Άδη να τον πάνε.
Εκείνος έστεκε στητός, τον Χάρο αψηφόντας.
Η σκέψη πέταε μακριά προς την ΑΘΑΝΑΣΙΑ,
τον Διάκο φέρνοντας στο νου, εκεί στην Αλαμάνα.
Τριγύρ’ ο κόσμος θώραε με περισσή λαχτάρα
χωρίς βοήθεια να μπορεί και λύτρωση να φέρει.
Τότε οι δόλιοι δήμιοι απόφαση αλλάζουν,
σφαίρα να μη χαλάσουνε φονεύοντας τον «σκύλο».
Με πέτρες εκβιάζουνε άλλοι να τον σκοτώσουν.
Κι έγινε, ωιμέ, τ’ ανήκουστο από αδελφοκτόνο χέρι!
Μέσ’ απ’ το πλήθος το πυκνό εν’ άτομο προβάλλει
κι υψώνοντας στα χέρια του πέτρα πολύ μεγάλη
ορμά κατά του δύστυχου και τον κτυπά στη μέση.
Σωριάστηκε βαρύγδουπο στης γης ευθύς το σώμα!
Με πέτρες τότε τον βαρούν, λιντσάρουν το κεφάλι.
Το αίμα ποτάμι κύλησε, εβάφτηκε το χώμα!
Μα του εφτάψυχου η ψυχή δεν έβγαιν’ απ’ το σώμα.
Ρίχνουν κουβέρτα τον σκεπούν, ώσπου ν’ αποτελειώσει…
Και τότε τα πλήθη οι βάρβαροι με θράσος διατάζουν
το «λίθο του αναθέματος» να ρίξουν στο κουφάρι.
Ο κόσμος έμεινε βουβός, εσάστισεν ο νους του:
«Πως γίνετ’ αδελφός τ’ αδέλφι να σκοτώνει
μ’ άγριο λιθοβολισμό από βαριές κοτρώνες!»
Όλων τα μάτια βούρκωσαν, βούρκωσε κι η πλατεία
και το ζητεί, το απαιτεί στου μαρτυρίου τον τόπο
επιγραφή να χαραχτεί σε μαρμαρένια πλάκα:
«Εδώ έπεσ’ ο Γεωργόπουλος με λιθοβολισμό»
Να βλέπουν οι παλιές γενιές, στο νου να τονε φέρνουν.
Να βλέπουν κι οι νέες γενιές, παράδειγμα να παίρνουν.