Στη Δράμα ο δημοσιογράφος Πάνος Σόμπολος
Ένα βιβλίο για το βάρβαρο έθιμο
της βεντέτας και πώς μπορεί
να σταματήσει στην Κρήτη
► Μιλάνε στον «Π.Τ.» οι κ.κ. Μακρυκώστας, Σόμπολος, Λωλίδης
► Σόμπολος: «Αν δεν τελειώσει η οπλοκατοχή (στην Κρήτη) δεν θα τελειώσει και η βεντέτα»
Του Θανάση Πολυμένη
ΤΗ ΔΡΑΜΑ επισκέφθηκε το βράδυ της Πέμπτης 20 Μαρτίου, ο γνωστός και καταξιωμένος δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ, Πάνος Σόμπολος, προκειμένου να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο με τίτλο: «Βεντέτες. Εγκλήματα Βεντέτες στην Ελλάδα».
Η εκδήλωση διοργανώθηκε από τις εκδόσεις «Πατάκη», το Δικηγορικό Σύλλογο Δράμας, τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Δράμας και το βιβλιοπωλείο «Μανιφέστο».
Στην παρουσίαση του βιβλίου, στην αίθουσα εκδηλώσεων της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, σύντομο χαιρετισμό απηύθυνε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Δράμας κ. Τάσος Πούλιος, ενώ για το βιβλίο μίλησαν, ο κ. Βασίλης Λωλίδης δημοσιογράφος/ανταποκριτής ΑΠΕ – ΜΠΕ, ο κ. Χρήστος Μακρυκώστας πρόεδρος Πρωτοδικών Δράμας, και ο κ. Αναστάσιος Τσομλεκτσής, αστυνόμος Α’, στο Τμήμα Ασφαλείας Δράμας και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Ο γνωστός και καταξιωμένος δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ, Πάνος Σόμπολος μέσα από μια πολυετή έρευνα κατέγραψε και παρουσιάζει εγκλήματα βεντέτας που συγκλόνισαν το πανελλήνιο και προκάλεσαν αίσθηση.
Πρόκειται για ένα συναρπαστικό βιβλίο που εξαντλήθηκε και επανακυκλοφόρησε πρόσφατα, μέσα από το οποίο ο Πάνος Σόμπολος καταγράφει γεγονότα που είτε κάλυψε ο ίδιος δημοσιογραφικά, είτε ερεύνησε σε βάθος. Ιστορίες που συγκλονίζουν αλλά ταυτόχρονα διδάσκουν και αναλύουν την ανθρώπινη ψυχολογία υπό το βάρος ενός ιδιόμορφου εθιμικού δίκαιου αλλά και παραδόσεων που χάνονται στα βάθη των χρόνων αλλά που επηρέασαν τη ζωή μεμονωμένων ανθρώπων και ολοκλήρων κοινωνιών.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται εγκλήματα βεντέτας που απασχόλησαν την ελληνική κοινή γνώμη από το 1920 έως και το τέλος του 20ού αιώνα. Πραγματικές υποθέσεις βεντέτας που διαδραματίστηκαν στην Κρήτη, στη Μάνη αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, πολλές από τις οποίες δεν έχουν ακόμα ξεχαστεί.
Από αρ. οι κ.κ. Βασίλης Λωλίδης, Τάσος Πούλιος, Πάνος Σόμπολος, Χρήστος Μακρυκώστας και Αναστάσιος Τσομλεκτσής.
Μακρυκώστας: «Αυτό που μένει στον αναγνώστη είναι η λύπη»
Σε δηλώσεις στα μέσα ενημέρωσης, ο κ. Μακρυκώστας, σημειώνει ότι ο κ. Σόμπολος παρουσιάζει για άλλη μια φορά το θέμα του «με έναν εξαιρετικό τρόπο», επισημαίνοντας ότι «το βιβλίο είναι μια εξαντλητική περιγραφή των βασικών εγκλημάτων που ανάγονται στη βεντέτα και έχουν ταλανίσει τη χώρα από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και μετά».
Όπως σημειώνει ο κ. Μακρυκώστας, «τα τελευταία χρόνια τείνει να εκλείψει το φαινόμενο αυτό, το οποίο δυστυχώς ενδημεί ακόμα στην Κρήτη για ευνόητους λόγους που έχουν να κάνουν με ήθη και έθιμα. Ας ελπίσουμε ότι στην πορεία του 21ου αιώνα, θα μπορέσουμε κάποια στιγμή να το αφήσουμε πίσω μας αυτό οριστικά και να μπορέσει ο κόσμος στο σύνολό του να εμπιστευτεί τη Δικαιοσύνη για να απονείμει το δίκαιο σ’ αυτόν που το έχει και το χάνει, όταν το διεκδικεί μ’ αυτόν τον τρόπο».
Όπως εξηγεί, «αυτό που μένει στον αναγνώστη, είναι μια λύπη για όλο αυτό το αίμα που χύθηκε άδικα και για τις χιλιάδες ζωές που καταστράφηκαν χωρίς ουσιαστικό λόγο. Γιατί, το πρόβλημα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν είναι αυτοί που έχασαν τη ζωή τους στα πλαίσια της βεντέτας, όσο το πώς καταφέρνουν να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να συνεχίσουν οι συγγενείς τους και όλοι αυτοί που μένουν πίσω».
Ερωτώμενος αν το αστυνομικό ρεπορτάζ είναι χρήσιμο στους αστυνομικούς, τους νομικούς και για τη Δικαιοσύνη, ο κ. Μακρυκώστας τονίζει: «Πιστεύω πως όταν γίνεται σωστά, είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για όλους, ακόμα και για τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης που μπορούν να ενημερωθούν για ανάλογες υποθέσεις και ανάλογα να προσαρμόσουν την οπτική τους σ’ αυτά που έχουν να αντιμετωπίσουν. Καταλαβαίνετε ότι, ο ρόλος όλων μας, θα πρέπει να διέπεται από μια δεοντολογία την οποία όταν παραβαίνουμε, τα αποτελέσματα μόνο άσχημα θα είναι».
Σόμπολος: Μόνο στην Κρήτη έμεινε σήμερα η βεντέτα
Με δηλώσεις του στα τοπικά μέσα ενημέρωσης, ο κ. Σόμπολος αναφέρθηκε στο βιβλίο του, λέγοντας ότι, «οι βεντέτες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό, οι περισσότερες συγκλόνισαν το πανελλήνιο. Η βεντέτα είναι ένα πανάρχαιο βάρβαρο έθιμο, αλλά παλιά υπήρχε η βεντέτα που προέρχεται από τη λατινική λέξη εκδίκηση».
Όπως είπε, η βεντέτα προέρχεται «από τα αρχαία χρόνια, που δεν είχαν δικαιοσύνη, δεν είχαν νόμους, δικαστές, δικηγόρους κτλ. και φυσικά, όταν καθιερώθηκαν τα δικαστήρια, πλέον η βεντέτα άρχισε να φθίνει».
Αυτό που τόνισε είναι ότι, «σήμερα η βεντέτα εφαρμόζεται σε πολλές χώρες όπως η Αλβανία με την κανούν που βγαίνει από την ελληνική λέξη κανόνας, επίσης εφαρμόζεται ακόμα στο Μαυροβούνιο και άλλες περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η Ιταλία, η Κορσική, η Γαλλία καθώς και χώρες της Μέσης Ανατολής».
Σημείωσε ακόμα ότι «στην Ελλάδα, άνθησε ιδιαίτερα στη Μάνη και στην Κρήτη, ενώ έχει μείνει ακόμα η Κρήτη, όπου δυστυχώς θα αργήσει να τελειώσει, γιατί έχουμε την οπλοκατοχή, οπλοχρησία και οπλοφορία. Βγαίνει ο άλλος από το σπίτι του και στην τσέπη του έχει το κουμπούρι. Αν δεν τελειώσει η οπλοκατοχή δεν θα τελειώσει και η βεντέτα. Κάποια κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για να τελειώσει το θέμα».
Το επόμενο βιβλίο του που ήδη ετοιμάζεται, θα περιλαμβάνει πολλές υποθέσεις γυναικοκτονίας, όπου αναφορικά με τον όρο δηλώνει ότι ήταν αντίθετος στην αρχή, καθώς πρόκειται για ανθρωποκτονία. Σημείωσε όμως, ότι «όπως λέμε παιδοκτονία για να δώσουμε έμφαση στο γεγονός, έτσι λέμε και γυναικοκτονία για να δώσουμε έμφαση σ’ αυτό το φαινόμενο για να προχωρήσουμε περισσότερο στην ισότητα των δύο φύλων».
Ερωτώμενος για ποιο λόγο μπορεί να συμβαίνουν οι γυναικοκτονίες, σημείωσε: «πιστεύω ότι αυτό γίνεται επειδή προχωράμε στην ισότητα. Ένα μεγάλο μέρος των ανδρών δεν το θέλουν αυτό, μένουν στην πατριαρχικότητα που υπήρχε, με την έννοια ότι “Ο άντρας είμαι στο σπίτι και στην κοινωνία και πολλοί τη γυναίκα τη θεωρούν πράγμα”».
Λωλίδης: Ένα βιβλίο που συγκλονίζει
Με δηλώσεις του, ο κ. Λωλίδης επισημαίνει ότι «δεν σας κρύβω ότι διαβάζοντας το βιβλίο υπήρχαν κεφάλαια που πραγματικά συγκλονίστηκα από το ανθρώπινο μίσος και τον ανθρώπινο πόνο. Από το πόσο μικρή αξία είχε και ίσως έχει ακόμα σε ορισμένες περιπτώσεις η ανθρώπινη ζωή.
Από την δική του μεριά ο συγγραφέας όλον αυτό τον πόνο και το μίσος τον προσεγγίζει με πολύ σεβασμό απέναντι στους ανθρώπους που χάθηκαν αλλά και σε αυτούς που έμειναν πίσω να κουβαλούν έναν σταυρό. Συνηθίζουμε να λέμε ότι το θλιβερό είναι αυτοί που φεύγουν, όσοι μένουν πίσω βρίσκουν πάντα τον δρόμο τους γιατί η ζωή συνεχίζεται. Στις σελίδες του βιβλίου περιγράφονται καταστάσεις που ακόμα και αυτοί που έμειναν πίσω ζούσαν σαν πεθαμένοι, ένιωθαν κυνηγημένοι, έπρεπε να διαχειριστούν κατά περίπτωση αισθήματα ανείπωτου πόνου και μεγάλης ντροπής».
Όπως τονίζει μάλιστα, «Προσωπικά αυτό που με συγκλόνισε στο βιβλίο δεν είναι ότι κάποιες βεντέτες ξεκίνησαν πραγματικά από ασήμαντη αφορμή, από μια γίδα και ένα τράγο, από μια κτηματική διαφορά. Είναι ότι ακόμα και τα μικρά παιδιά ήταν θύτες και θύματα αυτών των εγκλημάτων βεντέτας. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα παιδιά των οικογενειών που εμπλέκονταν σε βεντέτες έρχονταν στον κόσμο κουβαλώντας ένα στίγμα, μια βάρβαρη «ιερή» υποχρέωση, μια βαριά παράδοση που θα τους ακολουθούσε σε όλη τους την ζωή».