Επιτρέπονται οι απευθείας
διαφημίσεις στο email μας;
Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου, Νομικός
Στην εποχή μας η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών χρησιμοποιεί καθημερινά κάποιας μορφής ηλεκτρονική επικοινωνία, είτε πρόκειται για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε για το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (στο εξής: email). Το email είναι τόσο απαραίτητο και εξυπηρετεί τόσες πολλές ανάγκες, ώστε πλέον έχει εξαλείψει σχεδόν την παραδοσιακή μορφή αλληλογραφίας. Τα οφέλη του είναι ακόμα περισσότερα για τους επαγγελματίες, οι οποίοι μέσω email μπορούν να δέχονται και να προσφέρουν υπηρεσίες, να εξοικονομούν πολύτιμο χρόνο και πόρους, αλλά και ενημερώνονται σε πολύ σύντομο χρόνο για ό,τι τους αφορά.
Ωστόσο το email δεν χρησιμοποιείται μόνο με σκοπό την αλληλογραφία. Διάφορες επιχειρήσεις και εμπορικά -οικονομικά συμφέροντα εκμεταλλεύονται τις ηλεκτρονικές μας διευθύνσεις με σκοπό την απευθείας προώθηση των προϊόντων τους. Πρόκειται για τις γνωστές μας -λίγο πολύ -διαφημίσεις που εμφανίζονται στις θυρίδες των εισερχομένων μηνυμάτων, μια πρακτική που ονομάζεται “inbox advertising”. Οι διαφημίσεις αυτές ξεχωρίζουν συνήθως από τα υπόλοιπα εισερχόμενα βάσει ορισμένων διακριτικών γνωρισμάτων (πχ διαφορετική γραμματοσειρά ή σκίαση, αναγραφή του όρου “Διαφήμιση”) και καταρχήν δεν πρέπει να συγχέονται με το newsletter ορισμένων site, στο οποίο εγγραφόμαστε μόνο προαιρετικώς με την συναίνεση μας. Υπό ποίες προϋποθέσεις είναι αυτές οι διαφημίσεις επιτρεπτές, εφόσον μάλιστα το κοινό τους επιλέγεται είτε τυχαία, είτε μέσω αλγορίθμων και ψηφιακής ιχνηλάτισης (βλ. cookies);
Για να διαπιστώσουμε αν μια τέτοιου είδους προώθηση διαφημιστικών μηνυμάτων επιτρέπεται, ανατρέχουμε στο νόμο για την Προστασία του Καταναλωτή (Ν.2251/1994) και συγκεκριμένα στο άρθρο 9 παρ. 5, όπου γίνεται παραπομπή στον νόμο 3471/2006. Ο νόμος αυτός ενσωματώνει την Οδηγία 2002/58 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν.3471, οι απευθείας διαφημίσεις στη θυρίδα των εισερχομένων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι θεμιτές, μόνο εφόσον ο χρήστης του email έχει δώσει ρητή συγκατάθεσή (πολιτική opt-in). Η συγκατάθεση αυτή δεν πρέπει να εκμαιεύεται με συγκεκαλυμμένο τρόπο. Πρέπει ο χρήστης δηλαδή να γνωρίζει σαφώς ότι δίνει συγκατάθεση καθώς και σε τι ακριβώς συγκατατίθεται. Περαιτέρω, σε περίπτωση που ο χρήστης δεν επιθυμεί να λαμβάνει διαφημιστικά μηνύματα μπορεί να το δηλώσει, η άρνησή του πρέπει να καταγραφεί δωρεάν σε ειδικούς καταλόγους (πολιτική opt–out), ενώ η επιθυμία οφείλει να γίνεται απόλυτα σεβαστή. Συμπεραίνουμε πως χωρίς την άδειά μας απαγορεύεται η αποστολή διαφημιστικών στο email μας.
Παρόλα αυτά, ορισμένες φορές λαμβάνουμε διαφημιστικά μηνύματα στο email, ακόμα και χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή μας. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο νόμος μας παρέχει προστασία. Αρχικά, σύμφωνα με τα άρθρα 11&14 Ν 3471/2006 οι αποδέκτες ανεπιθύμητων διαφημιστικών μηνυμάτων στο email μπορούν να απαιτήσουν αποζημίωση για περιουσιακή ή ηθική βλάβη, αλλά και να ζητήσουν από όποιον στέλνει τα ανεπιθύμητα μηνύματα να μην επαναλάβει αντίστοιχη ενέργεια στο μέλλον, υπό την απειλή χρηματικής ποινής. Επιπλέον, όπως έχει κριθεί και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ανεπιθύμητα διαφημιστικά ενδέχεται να συνιστούν αθέμιτη επιθετική εμπορική πρακτική, με τη μορφή της “ανεπιθύμητης άγρας πελατών” εφόσον, η εμφάνιση των εν λόγω διαφημιστικών μηνυμάτων είναι συχνή και λαμβάνει χώρα σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως “συνεχής”. Από την επιθετική αυτή τακτική προστατευόμαστε και με βάση το δίκαιο προστασίας καταναλωτών, μέσω των αγωγών που μπορούν να ασκήσουν οι Ενώσεις Καταναλωτή ή ο κάθε καταναλωτής μεμονωμένα (αρ. 9θ Ν 2251/1994).
Υπάρχει όμως και ένα ενδεχόμενο τα διαφημιστικά μηνύματα στο email μας να είναι παράνομα, παρά την ρητή συγκατάθεσή για την αποστολή τους. Συγκεκριμένα, τόσο το δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, όσο και η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία χαρακτηρίζουν αθέμιτα ως παραπλανητικά τα διαφημιστικά μηνύματα στις θυρίδες εισερχομένων στο email, όταν ο μέσος καταναλωτής δεν μπορεί να τα ξεχωρίσει εύκολα από την υπόλοιπη αλληλογραφία. Απουσιάζουν δηλαδή τα διακριτά αναγνωριστικά των διαφημιστικών (πχ. αναγραφή του ότι πρόκειται για διαφήμιση, αναγραφή ημερομηνίας σε άλλο σημείο από την εισερχόμενη αλληλογραφία κ.α.). Υπό αυτήν την περίσταση ελλοχεύει κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ διαφημιστικών και αλληλογραφίας. Μπορεί για παράδειγμα κάποιος ανυποψίαστος χρήστης να ανοίξει το διαφημιστικό μήνυμα, θεωρώντας ότι πρόκειται για την αλληλογραφία του, και να προβεί σε αγορά του προϊόντος ή της υπηρεσίας, μια αγορά που δεν θα είχε ποτέ πραγματοποιηθεί αν εξαρχής διαπίστωνε ότι πρόκειται περί διαφημιστικού. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε πως τόσο οι επιθετικές, όσο και οι παραπλανητικές διαφημιστικές πρακτικές συνιστούν πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού. Παρέχεται επομένως νομική προστασία και στις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, σύμφωνα με το οικείο δίκαιο.
Από όλα τα παραπάνω μπορούμε να αντιληφθούμε ότι, συνήθως, για να λαμβάνουμε διαφημίσεις στο email, έχουμε σε κάποιο στάδιο συμφωνήσει. Για να απαλλαγούμε συνεπώς από τις ανεπιθύμητες διαφημίσεις, αρκεί να ανακαλέσουμε τη συμφωνία μας. Η διαδικασία ανάκλησης δεν είναι βέβαια πάντοτε τόσο εύκολη, παρόλο που αποτελεί υποχρέωση του κάθε site να την καθιστά εύκολα προσβάσιμη, αφού το διαδίκτυο και οι ρυθμίσεις του είναι πολλές και περίπλοκες. Γι’ αυτό, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι πριν από κάθε πληκτρολόγηση στη λέξη “αποδέχομαι” να διαβάζουμε σε τι ακριβώς παρέχουμε την συναίνεση μας. Μπορεί η νομική προστασία που μας παρέχεται να είναι υπερπλήρης, δεν χρειάζεται όμως να φτάνουμε σε σημείο να την αναζητούμε συνέχεια, όταν εμείς οι ίδιοι μπορούμε να καθορίσουμε αν θα βλέπουμε διαφημίσεις και τι είδους. Ωστόσο, επειδή πολλές αναγκαίες εφαρμογές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απαιτούν αυτή τη ρητή συγκατάθεση για να μας παρέχουν τις υπηρεσίες τους, πρέπει να είμαστε ως ένα βαθμό υποψιασμένοι και εκπαιδευμένοι στο να διακρίνουμε τις διαφημίσεις από την υπόλοιπη αλληλογραφία. Πρέπει τέλος κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε αθέμιτη πρακτική να μην διστάζουμε να την καταγγείλουμε στις αρμόδιες αρχές (πχ Αρχή Προστασίας Καταναλωτή, Επιτροπή Ανταγωνισμού), ώστε να συμβάλλουμε και εμείς με τη σειρά μας σε ένα ασφαλές και αξιόπιστο διαδίκτυο.