Home > Αρθρα > Γιατί δεν τολμάς να μιλήσεις και τι να κάνεις γι αυτό; Γράφει ο  Δημητρης Φλαμουρης

Γιατί δεν τολμάς να μιλήσεις και τι να κάνεις γι αυτό; Γράφει ο  Δημητρης Φλαμουρης

Γιατί δεν τολμάς

να μιλήσεις

και τι να κάνεις γι αυτό;

 

 

Γράφει ο  Δημητρης Φλαμουρης

Ο σύντροφός σου ή ένας φίλος σου κάνει κάτι που σε ενοχλεί και σε πληγώνει. Κι όμως δε λες τίποτα. Κάνεις υπομονή. Και σκας. Βλέπεις κάποιον σε ένα μπαρ, στο μετρό ή στο γραφείο και θέλεις να του μιλήσεις. Κι όμως παραμένεις σιωπηλός και μετά κατηγορείς τον εαυτό σου για τη δειλία σου.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί δεν μιλάς να υπερασπιστείς τα θέλω σου;

Με μια λέξη: Φοβάσαι. Τι θα γίνει αν μιλήσω; Κι αν με αποπάρει; Αν δε με καταλάβει; Αν με απορρίψει; Αν σκεφτεί κάτι άσχημο για μένα;

Νιώθεις έντονη δυσφορία. Κάτι να σε πνίγει και να σε ακινητοποιεί. Και όπως αναφέρω στα βιβλία μου, το μαθηματικό αξίωμα που διέπει τις ανθρώπινες συμπεριφορές είναι:

Έντονο Συναίσθημα = Παιδικό Ερέθισμα

Δηλαδή, ένα συναίσθημα που κουβαλάς από την παιδική σου ηλικία ενεργοποιείται εκείνη τη στιγμή μέσα σου. Κάνεις σαν παιδί.

Γιατί το λέω αυτό;

Μια ιστορία θα σας πω

Για να εξηγήσω τι παθαίνεις, θα διηγηθώ μια ιστορία.

Τις προάλλες είχα πάει σε ένα φιλικό σπίτι και ενώ παίζαμε όλοι στην αυλή της πολυκατοικίας, πέρασε η ώρα και έπρεπε να ανέβουμε επάνω. Η οικογένεια είχε τρία παιδιά και η μητέρα με τα δυο παιδιά είχαν μπει στο ασανσέρ για να ανέβουν στο σπίτι. Το μικρότερο παιδάκι, 3 ετών, ήταν έξω από την πόρτα του ασανσέρ, καθώς εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο πατέρας, ο οποίος πήγε στο υπόγειο.

«Θα έρθεις μαζί μας;» ρώτησε η μητέρα.

«Τον μπαμπά μου θέλω» είπε το παιδί.

Ο πατέρας κατέβαινε στο υπόγειο γιατί είχε να κάνει μια δουλειά.

Η μητέρα του είπε:

«Έλα μαζί μας, θα έρθει και ο μπαμπάς.»

«Αγάπη μου πήγαινε με τη μαμά» φωνάζει ο μπαμπάς. «Θα έρθω και εγώ»

«Τον μπαμπά μου θέλω» επέμεινε εκείνο έξω από το ασανσέρ.

«Εντάξει, όπως θέλεις» του λέει η μητέρα και κλείνει την πόρτα για να ανέβουν οι υπόλοιποι επάνω, οι οποίοι περίμεναν τόση ώρα στο ασανσέρ.

Εγώ στεκόμουν εκεί δίπλα και παρατηρούσα.

Με το που έκλεισε η πόρτα του ασανσέρ το παιδί πέφτει στο πάτωμα και ξεσπάει σε απίστευτα κλάματα. Όχι γκρίνια.

Κλάμα. Οδυρμός. Πόνος.

Τρέχει ο πατέρας, ανεβαίνει τα σκαλιά και το παίρνει αγκαλιά.

«Τη μαμά μου θέλω» λέει κλαίγοντας με λυγμούς το 3χρονο. Δυο λογάκια μετά, ο πατέρας ηρεμεί το παιδί και το παιδί αρχίζει και γελάει και πάλι και όλα καλά.

Τι συνέβη εδώ; Τη στιγμή που η μητέρα έκλεισε την πόρτα του ασανσέρ το παιδί πιθανώς ένιωσε απόρριψη / απώλεια και έπεσε στο πάτωμα και άρχισε να κλαίει. Δεν έχει τόσο σημασία το ακριβές συναίσθημα που ένιωσε, όσο ο ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ τρόπος με τον οποίο το βίωσε.

Δηλαδή, από την πλευρά του παιδιού εκείνη τη στιγμή γκρεμίστηκε ο κόσμος του. Πόνεσε απίστευτα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά γελούσε στην αγκαλιά του πατέρα του και ο κόσμος του ήταν και πάλι καθολικά υπέροχος.

Γιατί τα παιδιά έχουν μόνο δυο συναισθηματικές καταστάσεις:

  1. Όλα είναι τέλεια.
  2. Καταστράφηκαν όλα.

Άσπρο-Μαύρο.

Δεν υπάρχει γκρι.

Ο κόσμος των μικρών παιδιών καταστρέφεται όταν ο γονέας δεν τους δίνει την προσοχή που θέλουν και ο κόσμος τους λάμπει όταν ο γονέας τους δίνει την προσοχή που ζητούν.

Η έκφραση: «Μαμά σε μισώ» μπορεί να δώσει χώρο στην έκφραση: «Είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου» μέσα σε λίγη μόνο ώρα.

Όλα ή τίποτα.

Πίσω στους μεγάλους

Έτσι είμαστε και πολλοί από εμάς που δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε και να εκφραστούμε. Τη στιγμή που πρέπει να μιλήσουμε/διεκδικήσουμε, εκλαμβάνουμε μέσα μας την όποια “πιθανή” απόρριψη των δικών μας συναισθημάτων με την ίδια ένταση όπως το τρίχρονο παιδάκι.

Το ακινητοποιητικό συναίσθημα που βιώνουμε είναι ο υποσυνείδητος φόβος, ότι αν ο άλλος δεν καταλάβει την ανάγκη μας, θα πονέσουμε με την ίδια καθολική ένταση.

Προκειμένου να μιλήσουμε, η δύσκολη αλλά απελευθερωτική συνειδητοποίηση που καλούμαστε να κάνουμε είναι πως….. δεν είμαστε πλέον τριών ετών…

Το συναίσθημά μας εξακολουθεί να είναι το συναίσθημα του τρίχρονου εαυτού μας, αλλά εμείς έχουμε μεγαλώσει από τότε.

Πλέον, μια απόρριψη των συναισθημάτων μας, δεν πρόκειται να μας διαλύσει. Μπορεί για τον τρίχρονο εαυτό μας όλα μας τα συναισθήματα μας να είχαν ένταση 10, όμως είναι προνόμιο του ενήλικα να μπορεί να διακρίνει ότι μια άρνηση μπορεί να είναι δυσάρεστη μεν, αλλά θα την αντέξει δε. Ίσως έχει ένταση 6. Όχι 10.

Μπορεί αν όταν παραπονεθεί και δεν τον καταλάβει ο σύντροφός του να ενοχληθεί, αλλά θα πονέσει σε βαθμό 7. Δεν θα βιώσει την καθολική απόρριψη του 10. Θα το αντέξει.

Είναι προνόμιο των ενηλίκων να μπορούν να διαχειρίζονται μια διαμάχη, ή μια απορριπτική γκριμάτσα ή μια έκφραση αποδοκιμασίας στο πρόσωπο ενός σημαντικού άλλου.

Κατά συνέπεια δεν χρειάζεται να κάνουμε τα πάντα για να αποφύγουμε να στεναχωρήσουμε κάποιον, όπως κάναμε τα πάντα για πάρουμε την προσοχή των γονιών μας ή για να μην τους στεναχωρήσουμε όταν ήμασταν μικροί.

Ενηλικίωση είναι η συνειδητοποίηση πως στο παρόν μας μπορούμε να επιβιώσουμε ψυχικά αν δυσαρεστήσουμε έναν κοντινό μας άνθρωπο ή αν ματαιωθεί μια επιθυμία μας.

Ο τρίχρονος εαυτός μας δεν μπορούσε. Κατέρρεε και ανασταίνονταν κάθε στιγμή. Εμείς μπορούμε.

Ο ενήλικας έχει τη δυνατότητα να είναι πιο σταθερός συναισθηματικά. Το τρίχρονο δεν την έχει. Ένα «Όχι» δεν μας συντρίβει πια. Μια απογοήτευση, δεν είναι καθοριστική για την ύπαρξή μας. Δεν είναι καθολική.

Θέλει δουλειά

Όσο και να ακούγεται απλό αυτό στη θεωρία, στην πράξη μπορεί να είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο επίτευγμα.

Δυστυχώς πολλοί από εμάς δεν είχαμε τη στήριξη που ήταν απαραίτητη για να εδραιώσουμε την ικανότητά μας να διαχειριζόμαστε μια άρνηση, όταν το είχαμε ανάγκη. Συνεπώς αντιδρούμε ακόμα με τον ίδιο τρόμο μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Δεν είμαστε ψυχικά ενήλικες. Κι ας είμαστε 20, 30, 40, 60 ή 80 ετών.

Χρειάζεται δουλειά με τον εαυτό μας, συχνά με τη βοήθεια ενός ειδικού, για να δούμε σε ποιες περιπτώσεις αντιδρούμε μέσα από τον τρίχρονο εαυτό μας. Ο στόχος της δουλειάς είναι να συνειδητοποιήσουμε πως δεν υπάρχει μόνο το 0(μηδέν)  ή το 10. Υπάρχουν και άλλες εντάσεις στα συναισθήματα. Εντάσεις του 4, του 5, του 7 που μπορεί να μην είναι ευχάριστες, αλλά είναι σαφώς διαχειρίσιμες.

Ο τρίχρονος εαυτός μας μάς προειδοποιεί. Τρομοκρατείται και ουρλιάζει: «Μην πεις τίποτα! Μη μιλάς! Θα διαλυθείς!»

 

Mπορούμε να σκύψουμε με στοργή επάνω του και να του πούμε: «Ξέρω ότι φοβάσαι. Και μεγαλώσαμε πια. Ό,τι και να γίνει μπορούμε να το διαχειριστούμεΤώρα αντέχουμε. Είναι κρίμα να καταπιεζόμαστε. Θα μιλήσω!».

Ας δείξουμε συμπόνοια στον εαυτό μας. Δεν είναι εύκολο να είσαι άνθρωπος. Κανείς δε μεγάλωσε με τις ιδανικές συνθήκες που έχει ανάγκη ένας άνθρωπος.

Κατανοώντας αυτή την μικρή, αλλά τόσο σημαντική, λεπτομέρεια, θα κατορθώσουμε να πούμε αυτό που μας ενοχλεί. Θα καταφέρουμε να εκφράσουμε την αλήθεια που μας πνίγει και μας καίει. Θα σταματήσουμε να καταπιεζόμαστε. Ο φόβος που μας κρατάει δέσμιους δεν ανήκει στο παρόν μας. Ανήκει στο πολύ μακρινό παρελθόν μας.

Έτσι θα κάνουμε το σημαντικότερο βήμα για να ζήσουμε μια ζωή πιο αυθεντική, πιο γνήσια και πιο ελεύθερη.

Τη ζωή που κάθε ενήλικας ονειρεύεται και μπορεί να ζήσει!