Home > Πρώτο Θέμα > Η δεύτερη χρήση δραμινών αρχαιοτήτων-Tου Γ.Κ.  Χατζόπουλου, τ. Λυκειάρχη

Η δεύτερη χρήση δραμινών αρχαιοτήτων-Tου Γ.Κ.  Χατζόπουλου, τ. Λυκειάρχη

Η δεύτερη χρήση

δραμινών αρχαιοτήτων

 

Tου Γ.Κ.  Χατζόπουλου, τ. Λυκειάρχη

Η εξέλιξη, που παρατηρείται στις νέες ανάγκες του ανθρώπου, αλλά και η αλλαγή φιλοσοφίας στον τρόπο της ζωής, στις θρησκευτικές αντιλήψεις καθώς και η άγνοια στη διατήρηση της ιστορικής συνέχειας, οδηγούν τους μεταγενεστέρους να προβαίνουν στη δεύτερη χρήση επινοημάτων του παρελθόντος.

Τα χρησιμοποιούμενα αυτά επινοήματα με σκοπό τελείως διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο δημιουργήθηκαν, κατασκευάσθηκαν, σμιλεύθηκαν ή πλάστηκαν μπορεί να διαφύγουν είτε την καταλυτική μανία του πανδαμάτορα χρόνου είτε και την επέλαση διαφόρων φυσικών φαινομένων.

Η πρακτική εφαρμογή τους έλυσε στην ουσία πολλές ευκαιριακές, πρόχειρες ή ολιγόχρονες ανάγκες, πολλές από τις οποίες εξέλιπαν με το διάβα του χρόνου, αφού αντιμετωπίστηκαν με περισσότερη σιγουριά από τις νέες επινοήσεις του ανθρώπινου νου.

Τοίχος του ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών μ επιγραφή λατινική και άλλα αρχαιολογικά αποτμήματα (Φωτ. Αρχείο Γ.Κ. Χατζόπουλου)

Έτσι όσες αρχαιότητες έδωσαν λύση στις καθημερινές ή μακροχρόνιες ανάγκες, όπως αυτές που αναφέρονται στην κατασκευή οικοδομημάτων, στους αποθηκευτικούς χώρους στη διατροφή των ζώων, αντικαταστάθηκαν από τα επινοηθέντα σύγχρονα μέσα με προεξέχουσα τη χρήση του τσιμέντου.

Περιερχόμενος κάποιος τόσο τους αστικούς χώρους, όσο και τους περιφερειακούς, διαπιστώνει εύκολα αυτήν την επινοητική ενέργεια του νεώτερου ανθρώπου, προκειμένου να δώσει εύκολη λύση και σχεδόν χωρίς πολύ κόπο, στα προβλήματα, τα οποία αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει.

Ας δούμε λοιπόν σε αδρές γραμμές κάποιες από τις αρχαιότητες, που με τη δεύτερη χρήση τους έδωσαν λύσεις σε προβλήματα ουσιαστικά των νεωτέρων ανθρώπων.

Κι ας έρθουμε τώρα στη δεύτερη χρήση αρχαιοτήτων κατασκευασμένων από μάρμαρο ή γενικά από λίθο.

Τοίχος του ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών με ρωμαϊκή επιγραφή (Φωτ. Αρχείο Γ.Κ. Χατζόπουλου)

Στην πόλη της Δράμας και συγκεκριμένα στον Ιερό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών για την κατασκευή του βορείου τοίχου του χρησιμοποιήθηκαν σπαράγματα από ρωμαϊκές επιγραφές, οι οποίες είτε βρέθηκαν σκόρπιες είτε και λαξεύθηκαν για την οικοδομική ανάγκη. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν κίονες κατακρεουργημένοι, μαρμάρινοι διαφόρων σχημάτων, προερχόμενοι από παλαιότερα κτίσματα παγανιστικά ή και παλαιότερα χριστιανικά καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη.

Ακόμη στο άνω μέρος του σωζόμενου βυζαντινού τείχους κτίσθηκε για τις ανάγκες λειτουργίας του ναού νεότερο καμπαναριό.

Τοίχο του ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών με λατινική επιγραφή (Φωτ. Αρχείο Γ.Κ. Χατζόπουλου)

Από τον χώρο του ιερού ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας προέρχεται μαρμάρινη πλίνθος, η οποία στήριζε προφανώς άγαλμα του θεού Διονύσου και φέρει την επιγραφή […] ΔΡΟΚΛΕΟΥΣ ΙΕΡΗΤΕΥΣΑΣ ΔΙΟΝΥΣΩ. Τα γράμματα της επιγραφής ανήκουν στο τέλος ή στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα (Χάιδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη). Η μαρμάρινη πλίνθος, αφού λαξεύτηκε εσωτερικά, πήρε τη μορφή λεκάνης, η οποία φέρει οπή στο κάτω μέρος της πλατιάς πλευράς της. Οι διαστάσεις της είναι: ύψος 0,44 μ., μήκος 0,74 μ., πλάτος 0,67 μ. Η ύπαρξη οπής δηλώνει ότι το λαξευμένο βάθρο χρησιμοποιήθηκε ίσως ως πλυντήριο.

Η διατυπωθείσα προ ετών άποψη ότι χρησιμοποιήθηκε ως ληνός δεν πείθει, αφού οι εσωτερικές διαστάσεις (της πλίνθου) δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο.

Το βάθρο βρέθηκε στα κράσπεδα του ξηροχειμάρρου, που διέσχιζε την πόλη της Δράμας (τσάι) και μεταφέρθηκε ποιος ξέρει πότε και από ποιον αρχαιόφιλο αντίποδα των αρχαιοκαπήλων, στον περίβολο του ιερού ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας, όπου και φιλοξενούνταν για πολλά χρόνια. Μεταφέρθηκε στο αρχαιολογικό μουσείο της Δράμας, όπου και φιλοξενείται.

Μέρος του ιερού του Διονύσου στην Καλή Βρύση (Φωτ. Αρχείο Γ.Κ. Χατζόπουλου)

            Η παρουσία του ενεπίγραφου βάθρου με τη χαρακτηριστική επιγραφή, που παραθέσαμε πιο πάνω, από την οποία μαρτυρείται ότι το βάθρο στήριζε άγαλμα σχετιζόμενο με τον θεό Διόνυσο, μας οδηγεί αβίαστα στη σκέψη ότι κάπου εκεί, κοντά στον ναό της Αγίας Σοφίας, πρέπει να υπήρχε ιερό του Διονύσου. Η σκέψη ενισχύεται και από τη γνωστή προσπάθεια του χριστιανισμού για να υπερισχύσει της μακροχρόνιας παρουσίας της ειδωλολατρίας να κτίζει στους χώρους, όπου υπήρχαν κέντρα λατρείας ή ιερά παγανιστικά, ιερούς ναούς ή και να τα κατεδαφίζει χρησιμοποιώντας τα οικοδομικά τους υλικά. Ίσως κάτι παρόμοιο να έχει συμβεί και με την οικοδόμηση του ιερού ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας, δηλ. κτίσθηκε κοντά στον ιερό ναό του Διονύσου για να τον επισκιάσει.

Ασφαλώς η ανεύρεση ιερού του Διονύσου μέσα στα όρια της αρχαίας Δράμας, στο Ισάρ των Τούρκων, δεν είναι εύκολο εγχείρημα, αφού η δόμηση κτισμάτων είναι πυκνή, πολλά από τα οποία είναι παλιά, υπάρχουν όμως και πολυκατοικίες, οι οποίες καθιστούν ανέφικτο το έργο της έρευνας και του εντοπισμού του διονυσιακού ιερού.

Προ ετών, όταν υπηρετούσα στο Γυμνάσιο – Λύκειο του Καλαμπακίου, εντόπισα σε παλαιά οικία σκάλα εξωτερική, που το ένα σκαλοπάτι της φιλοξενούσε ρωμαϊκή επιγραφή. Απλή λύση η χρήση της επιγραφής με τη λεία επιφάνεια για την κατασκευή της σκάλας.

Στο ίδιο χωριό εντόπισα στην αποθήκη ενός κατοίκου τεράστιο πήλινο αγγείο. Σε ερώτησή μου πώς βρέθηκε το τεράστιο αγγείο στην κατοχή του, μου απάντησε ότι το εντόπισε στο χωράφι του καθώς όργωνε. Το ανέσυρε από το έδαφος και το μετέφερε στην αποθήκη του και το χρησιμοποιούσε για την αποθήκευση σιτηρών. Ρωτώντας πόση ποσότητα σιτηρών μπορούσε να αποθηκεύσει μέσα του, μου απάντησε ότι τοποθετούσε ογδόντα τενεκέδες σιταριού. Και αν υπολογίσουμε το βάρος του περιεχομένου του τενεκέ σε 20 κιλά, τότε το αγγείο χωρούσε 1.600 κιλά.

Το αγγείο αυτό ανήκει στα νεολιθικά χρόνια και χρησιμοποιούνταν από τους νεολιθικούς κατοίκους της Συκιάς ή του Δοξάτ Τεπέ για τη συγκέντρωση βρόχινου νερού, αναγκαίου για τις καλλιέργειες σε περίοδο ανομβρίας.

Το ιερό του Διονύσου στην Καλή Βρύση Δράμας (Φωτ. Αρχείο Γ.Κ. Χατζόπουλου)

            Στο μεγάλο σπίτι των Σιταγρών ο Κόλιν Ρένφριου ανακάλυψε παρόμοια αγγεία, σε μικρότερο μέγεθος όμως, όπου είχαν αποθηκεύσει οι νεολιθικοί άνθρωποι σιτάρι. Τα αγγεία ήταν βυθισμένα στο έδαφος και καλύπτονταν από εφαρμοστό πήλινο κάλυμμα. Γύρω τους εντοπίστηκαν μικρές στοές, οι οποίες έφταναν μέχρι τα εξωτερικά τους τοιχώματα, έργο ασφαλώς των ποντικών, οι οποίοι είχαν οσφρανθεί την παρουσία σιταριού, απέτυχαν όμως να τη γευτούν και προς χάρη της αρχαιολογικής επιστήμης σώθηκε μέχρι τις ημέρες μας.

Παρόμοια αγγεία φιλοξενούνται στο αρχαιολογικό μουσείο της Δράμας, αλλά και σε κάποια σπίτια. Το μέγεθός τους είναι μικρότερο του ευρισκομένου στο Καλαμπάκι.

Στην Πλατανιά, στον χώρο της πλατείας, υπάρχει κιονόκρανο κορινθιάζον; ή Χριστιανικό, το οποίο, ποιος ξέρει πότε λαξεύτηκε εσωτερικά και χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους ως ιγδίον (γουδί) για την αποφλοίωση βρασμένου σιταριού και στη συνέχεια για την άλεσή του και την παρασκευή πλιγουριού, υγιεινότατης τροφής. Οι κάτοικοι το ονομάζουν ακόμη και σήμερα ντουμπέκι, λέξη τουρκική (dibek = ιγδίον, γουδί).

Το βάθρο του αγάλματος του Διονύσου (Φωτ. Αρχείο Γ.Κ. Χατζόπουλος)

            Είναι εύλογη η ονομασία του, αφού η Πλατανιά κατοικούνταν μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών του ’22 σχεδόν από Τούρκους, από τους οποίους και δανείστηκαν οι πρόσφυγες την ονομασία του κιονοκράνου.

Στην Πλατανιά βρέθηκε κι άλλο κιονόκρανο, μικρότερο σε μέγεθος, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως βάση ξύλινου στύλου, που στήριζε το πάτωμα διώροφης οικίας, μακεδονικής αρχιτεκτονικής. Το είχα φωτογραφίσει το 1965. Η φωτογραφία βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Δράμας. Το σπίτι κατοικούνταν από υπερήλικες. Μετά το θάνατό τους εγκαταλείφθηκε και ως ετοιμόρροπο κατεδαφίσθηκε. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του κιονοκράνου.

Επίσης στην Πλατανιά φιλοξενείται αρχαίος βωμός, μεταφερμένος από κάποιο κήπο ή αυλή σπιτιού, που βρισκόταν στον παλιό οικισμό.

Ενθυμούμαι ότι υπήρχαν και άλλοι αρχαίοι βωμοί στην Πλατανιά, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί στην αυλή του παλιού δημοτικού σχολείου.

Οι βωμοί αυτοί δεν υπάρχουν πια στο σημείο, όπου είχαν μεταφερθεί πριν από 70 περίπου χρόνια. Η τύχη τους αγνοείται.

Ο ευρισκόμενος σήμερα στην πλατεία της Πλατανιάς, βωμός έχει σχήμα παραλληλεπίπεδο, ενώ φέρει στις 4 πλευρές του έναν ανάγλυφο φανό. Είναι λαξευμένος με επιμέλεια εσωτερικά σε όλο το ύψος του.

Το βάθρο του αγάλματος του Διονύσου (Φωτ. Αρχείο Γ.Κ. Χατζόπουλος)

            Περίεργη φαίνεται η εσωτερική του λάξευση με σκοπό τη δεύτερη χρήση του.

Πάντως δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι χρησιμοποιήθηκε μετά τη λάξευσή στου ως στόμιο ενός από τα πολλά πηγάδια, τα οποία βρίσκονται στην Πλατανιά, το νερό των οποίων χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι ως πόσιμο γι’ αυτούς και τα κατοικίδιά τους, αλλά και για την καθαριότητα ή την άρδευση λαχανόκηπων, μέχρι που απέκτησε το χωριό υδρευτικό δίκτυο.

Αν είχε χρησιμοποιηθεί ως στόμιο πηγαδιού, θα είχαν αποτυπωθεί τα ίχνη του σχοινιού ή της αλυσίδας στην άκρη των οποίων προσδένονταν το δοχείο (κουβάς) άντλησης του νερού. Δυσερμήνευτη λοιπόν η δεύτερη χρήση του.

Στο χωριό ως στόμιο πηγαδιών συναντάμε κυκλικούς πορώδεις λίθους, λαξευμένους εσωτερικά όπου είναι εμφανέστατα αποτυπωμένες στην εσωτερική επιφάνεια πτυχώσεις οφειλόμενες στην επαφή του σχοινιού ή της αλυσίδας μ’ αυτήν κατά την άντληση του νερού.

Η αρχαιολόγος Κατερίνα Περιστέρη, η οποία διενήργησε ανασκαφές στο ιερό του Διονύσου στην Καλή Βρύση Δράμας, αναφέρει: «Πολλοί καλοπελεκημένοι δόμοι χρησιμοποιήθηκαν στα νεώτερα σπίτια του χωριού σαν οικοδομικό υλικό …»

Νεολιθικός οικισμός Δοξάτ Τεπέ (Φωτ. Αρχείο Γ.Κ. Χατζόπουλου)

            Κίονες χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό, αλλά και ως υποστηρικτικοί κτισμάτων.

Στον δρόμο που οδηγεί στον οικισμό Πανόραμα είχα εντοπίσει πριν χρόνια σαρκοφάγους, που από κατοίκους πληροφορήθηκα ότι τις χρησιμοποιούσαν ως ποτίστρες μεγάλων ζώων (αγελάδων). Οι σαρκοφάγοι είναι ενεπίγραφες (λατινική γραφή, αν θυμάμαι).

Αρχαίος βωμός στην Πλατανιά (Φωτ. Αρχείο Γ.Κ. Χατζόπουλος)

            Τέλος κάποιο έγκοιλο χάλκινο νόμισμα των βυζαντινών χρόνων, το οποίο έφερε οπή στο άνω μέρος του, σημείο ότι κάποτε χρησιμοποιήθηκε ως κόσμημα του λαιμού, αφού επιχρυσώθηκε, απετέλεσε και πάλι κόσμημα.

Στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου του Δοξάτου η Αγία Τράπεζα στηρίζεται σε ενεπίγραφο ανεστραμμένο ρωμαϊκό βωμό.

Τέλος ανθρωπόμορφο νεολιθικό ειδώλιο, το οποίο εντόπισα το 1966 με μαθητές μου του Λυκείου Καλαμπακίου στον νεολιθικό οικισμό Δοξάτ Τεπέ, με εισήγησή μου κόσμησε το εξώφυλλο του περιοδικού «Δραμινά Χρονικά», ενώ με άλλη εισήγησή μου καθιερώθηκε ως αργυρό βραβείο στους νικητές του κινηματογραφικού διαγωνισμού, τον οποίο είχε οργανώσει πριν χρόνια η τότε Κινηματογραφική Λέσχη Δράμας (Γεωργόπουλος – Δερμεντζόγλου, Μακρής κ.ά.)

Το πιο πάνω ειδώλιο φιλοξενείται σε προθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Δράμας.

Παρέθεσα σε αδρές γραμμές μερικές από τις αρχαιότητες του νομού Δράμας σε δεύτερη χρήση. Ασφαλώς δεν είναι και οι μόνες. Αναγκαία κρίνεται η έρευνα και η παρουσίαση και άλλων, που φιλοξενεί η Ηδωνίδα γη, ο νεροσυρμός λαών και εθνών καταποτήρας (Κ. Παλαμάς), αλλά και η «εν λίθοις και μνημείοις σωζομένοις φθεγγομένη την ελληνικότητά της» (Στ. Μερτζίδης).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Χάιδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη, Ο αρχαίος Οικισμός της Δράμας και το Ιερό του Διονύσου, Η Δράμα και η Περιοχή της, Δράμα 1992.
  2. Στ. Μερτζίδη, Αι χώραι του παρελθόντος και αι εσφαλμέναι τοποθετήσεις των, Κωνσταντινούπολις, 1897.
  3. Κ. Περιστέρη, Ανασκαφική έρευνα στην Καλή Βρύση Δράμας, Η Δράμα και η περιοχή της, Δράμα 1994.
  4. Γ. Κ. Χατζοπούλου, Η εμβρυακή μορφή του θεάτρου και η λατρεία του Διονύσου στη χώρα των Ηδωνών, Δράμα 2006.
  5. Περιοδικό «Δραμινά Χρονικά», Δράμα 1980.
  6. Χαράλ. Πέννα, Ταξιάρχες Δράμας, Η Δράμα και η περιοχή της, Δράμα 1992.
  7. Νεολιθική Ελλάς, Συλλογικό Έργο.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

  1. Κιονόκρανο
  2. Βάθρο
  3. Ταξιάρχες
  4. Αγγείο (προϊστορικά)
  5. Αγία Σοφία
  6. Ειδώλιο (Καλαμπάκι)
  7. Ιερό Διονύσου
  8. Βωμός Δοξάτου