Home > Αρθρα > Η Δημοκρατία στην Αρχαία Αθήνα Tου κ. Γ. Κ. Χατζοπούλου, τ. Λυκειάρχη

Η Δημοκρατία στην Αρχαία Αθήνα Tου κ. Γ. Κ. Χατζοπούλου, τ. Λυκειάρχη

Η Δημοκρατία

στην Αρχαία Αθήνα

«Χρώμεθα γαρ πολιτεία ου ζηλούση τους των πέλας νόμους, παράδειγμα δε μάλλον αυτοί όντες τινί ή μιμούμενοι ετέρους. Και όνομα μεν δια το μη ες ολίγους, αλλ΄ες πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται» (= Το πολίτευμά μας σε τίποτε δεν αντιγράφει τα ξένα πολιτεύματα. Αντίθετα είμαστε πολύ περισσότερο εμείς παράδειγμα για τους άλλους παρά μιμητές τους. Το πολίτευμά μας λέγεται Δημοκρατία, επειδή την εξουσία δεν την ασκούν λίγοι πολίτες, αλλά όλος ο λαός) (Θουκυδίδου, Ιστοριών Β’, 37,1).

Tου κ. Γ. Κ. Χατζοπούλου, τ. Λυκειάρχη

Κλείνοντας το άρθρο μου με τίτλο «Οδυνηρό το τέλος των τυράννων», που δημοσιεύθηκε στις 10.1.2025 έδωσα την υπόσχεση να  γράψω ένα δεύτερο άρθρο με θέμα «πώς μπορεί να λειτουργήσει ένα γνήσιο δημοκρατικό πολίτευμα;»

Κανένας καλόπιστος μελετητής των πολιτευμάτων δεν αμφισβητεί την πιο πάνω θέση του μεγάλου Αλιμούσιου ιστορικού Θουκυδίδη, που τη διατυπώνει με το στόμα του Περικλή στον μνημειώδη επιτάφιό του.

Όμως ας δούμε ποια είναι η κοινωνική κατάσταση στην Αττική, την εποχή που εκφωνείται ο Επιτάφιος. Σύμφωνα με τη στατιστική της εποχής εκείνης στην Αττική ζουν 240 χιλιάδες περίπου άνθρωποι. Οι 200 χιλιάδες είναι δούλοι και μέτοικοι. Απομένουν λοιπόν 40 χιλιάδες Αθηναίοι.

Αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι μια οικογένεια στην Αθήνα – η πιο μικρή αριθμεί 4 άτομα, τον πατέρα, τη μητέρα και δυο παιδιά – και από τα τέσσερα αυτά άτομα η γυναίκα δεν έχει δικαίωμα ψήφου, ούτε και τα παιδιά, όσο είναι ανήλικα, τότε δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο 10 χιλιάδες, δηλαδή όσοι είναι οι σύζυγοι.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: πώς δικαιολογείται αυτή η θέση, όταν από τις 240 χιλιάδες κατοίκους της Αττικής έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν μόνο 10 χιλιάδες; Και πώς είναι δυνατόν αυτοί οι 10 χιλιάδες να είναι οι πολλοί, αφού αποτελούν το 1/6 του πληθυσμού με τα 5/6 του να στερούνται του πανίσχυρου όπλου, που λέγεται ψήφος;

Αλλά στα λόγια του Θουκυδίδη υπάρχει και μια άλλη φράση: «Το πολίτευμα της Αθήνας στα λόγια ήταν δημοκρατικό, στην πράξη όμως εξουσίαζε ο ένας, δηλαδή ο Περικλής». Ούτε λίγο ούτε πολύ ο μεγάλος της Ιστορίας Θουκυδίδης ευθαρσώς κάνει λόγο για δικτατορία του ενός!

Δε θα μείνουμε μόνο σ’ αυτή την αντιφατική θέση του Θουκυδίδη. Θα αντλήσουμε από τη ζωή της Αθήνας κι άλλες περιπτώσεις. Οι Αθηναίοι δεν είναι εκείνοι που στηριζόμενοι στις καταθέσεις τριών ψευδομαρτύρων, καταδικάσανε σε θάνατο το πιο σοφό συμπολίτη τους, τον Σωκράτη, κατά τη δήλωση της Πυθίας; Τόσο τυφλή ήταν η δικαιοσύνη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ώστε, δεν μπόρεσε να πεισθεί για την αθωότητα ενός πολίτη της, που άνοιξε διάπλατα τον δρόμο της αλήθειας;

Δεν μπορούσαν οι πολυπληθείς αμύντορες της Δημοκρατίας να αντιληφθούν ότι βοούσε η παρουσία της μαφίας των εκβιαστών και των λαοπλάνων τους, οι οποίοι καταστήσανε αθύρματά τους γνήσιους τούς Αθηναίους πολίτες;

Και μπορεί ο Θουκυδίδης να καυχιόταν για τις αρετές του αθηναϊκού πολιτεύματος, όπως: «Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι μπροστά στο νόμο και από τα δημόσια αξιώματα δεν αποκλείονται εκείνοι, που είναι ικανοί και αξίζουν, κι ας είναι φτωχοί, και δεν πρέπει να προτιμώνται εκείνοι, που προέρχονται από την υψηλή κοινωνία δεν έχουν όμως προσόντα;».

Ορθότατη, μα την αλήθεια, η άποψή του. Κι ακόμη πιο ορθή είναι εκείνη, που χαρακτηρίζει ως άχρηστους εκείνους, που, ενώ είναι άξιοι και τίμιοι, δείχνουν αδιαφορία για τα αξιώματα. Εκείνοι, ενώ μπορούν να ωφελήσουν τους συμπολίτες τους, κλείνονται στο καβούκι τους, τηρώντας πιστά τη ρήση; «Κυάμων απέχεσθαι», δηλαδή μακριά από τα κουκιά, την πολιτική, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την άσκηση της εξουσίας από τους ακατάλληλους; Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει και στις ημέρες μας, που την εξουσία την ασκούν, συνήθως, οι φαύλοι και οι δημαγωγοί;

Δεν είναι λίγοι εκείνοι, που είναι προικισμένοι με αρετές και αποφεύγουν να διεκδικήσουν αξιώματα. Και όταν το τολμούν συσπειρώνονται οι λασπολόγοι και τους κλείνουν τον δρόμο υψώνοντας προφράγματα.

Πιο αυστηρός στη θωράκιση της δημοκρατίας είναι ο φιλόσοφος Πιττακός ο Μυτιληναίος, υποστηρίζοντας σθεναρά: «Κρατίστην είναι δημοκρατίαν όπου τοις πονηροίς ουκ έξεστιν άρχειν και τοις αγαθοίς ουκ έξεστι μη άρχειν» (= Καλύτερη δημοκρατία είναι εκείνη, όπου στους κακούς (ανίκανους και διεφθαρμένους) δεν επιτρέπεται να παίρνουν την εξουσία, ενώ στους άξιους και τίμιους δεν επιτρέπεται να απαρνιούνται την άσκηση της εξουσίας).

Αλλά και ο υπέρμαχος του δημοκρατικού πολιτεύματος Αρίστιππος καταδίκαζε την ασύδοτη δημοκρατία, την οποία χαρακτήριζε ως τη χειρότερη τυραννία.

Κι ο Θαλής ο Μιλήσιος, προσωκρατικός φιλόσοφος, εγκωμίαζε τη δημοκρατία εκείνη: «Την έχουσαν μήτε πλουσίους άγαν μήτε πένητας» (= Άριστη είναι η δημοκρατία εκείνη, που δεν έχει ούτε πολύ πλουσίους ούτε πολύ φτωχούς πολίτες). Χρυσή μέση οδός. Και δεν είχε άδικο. Γιατί τα πολλά πλούτη, συνήθως, δεν είναι καρπός του ιδρώτα και της έντιμης εργασίας, αλλά της συγκαλυμμένης αδικίας την οποία θωρακίζουν νόμοι θεσπισμένοι έντεχνα με αρκετά φτιασίδια. Και όταν τούτα τα φτιασίδια υποπίπτουν στην αντίληψη εκείνων, που ορθά αδικούνται, τους οδηγούν σε έντονες αντιδράσεις, που αναγκάζουν τους θεσμοθέτες να άρουν την αδικία με νέους νόμους ή τροποποιήσεις των αδίκων νόμων, υπολογίζοντας σοβαρά τη μείωση των «κυάμων» τους.

Με τη δημοκρατία όμως δεν τελειώσαμε. Θα επανέλθουμε με νέο άρθρο μας.