Στο πλαίσιο των βραβείων της ΑμΚΕ ΚΥΚΛΩΨ
Η ιστορία της φωτογραφίας
στη Δράμα και οι
πρώτοι φωτογράφοι
Μιλάει στον «Π.Τ.» το μέλος της Επιτροπής Φωτογραφίας της ΑμΚΕ ΚΥΚΛΩΨ Στρ. Κασμερίδης και συλλέκτης φωτογραφιών
Του Θανάση Πολυμένη
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ενδιαφέρουσα για τις απαρχές της ιστορίας της φωτογραφίας στη Δράμα, υπήρξε η εισήγηση του κ. Στράτου Κασμερίδη στην εκδήλωση των ετήσιων βραβείων της ΑμΚΕ ΚΥΚΛΩΨ, που έγινε το βράδυ του περασμένου Σαββάτου 15 Σεπτεμβρίου, στο Μαρμάρινο Σπίτι.
Ο κ. Στράτος Κασμερίδης, μέλος της Επιτροπής Φωτογραφίας της ΑμΚΕ ΚΥΚΛΩΨ και συλλέκτης φωτογραφιών, έκανε μια εμπεριστατωμένη εισήγηση, για το πότε ξεκίνησε η φωτογραφία στη Δράμα, για τους πρώτους φωτογράφους, αλλά και τι αποτύπωσαν εκείνες τις εποχές. Και ακόμα, ο κ. Κασμερίδης ανέφερε μέσα σε ποιο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο έγιναν όλα αυτά.
Κατά την εισήγησή του ο κ. Κασμερίδης, σημείωσε αρχικά ότι, «αναζητώντας κανείς τις απαρχές της φωτογραφικής δραστηριότητας στη Δράμα και την περιοχή της, μπορεί να την εντοπίσει στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία άνθισε το εμπόριο του καπνού. Τότε, άρχισε να εδραιώνεται δυναμικά το ελληνικό στοιχείο της πόλης, δημιουργώντας τις βάσεις μιας δραστήριας αστικής κοινότητας, επηρεασμένη κυρίως από τα πρότυπα της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης.
Η ολοκλήρωση της σιδηροδρομικής σύνδεσης Θεσσαλονίκης –Δεδέ Αγάτς, της σημερινής Αλεξανδρούπολης το 1896, έμελλε να φέρει την τεχνολογία της φωτογραφίας ακόμα πιο κοντά στους κατοίκους της μικρής μακεδονικής πόλης. Έτσι, Έλληνες και ξένοι, γνωστοί αλλά και διάσημοι φωτογράφοι, όπως οι πρωτοπόροι αδελφοί Μανάκια, ή ο Σουηδός Γκιγιόμ Γκουστάβ Μπεγκρέν, επισκέπτονται τη Δράμα, φωτογραφίζοντας την ανερχόμενη αστική τάξη και χαρακτηριστικά σημεία της πόλης, με έμφαση στο τοπίο των πηγών της Αγίας Βαρβάρας, αλλά και στο φημισμένο παζάρι της, το οποίο εκτεινόταν εντός αλλά και εκατέρωθεν της κοίτης του χειμάρρου που χώριζε την παλιά και νέα πόλη και ήταν γνωστό ως Τσάι».
Ιστορική αναδρομή
Για την εισήγησή του ο κ. Κασμερίδης μίλησε επίσης στον «Π.Τ.», όπου αναφέρθηκε στο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής εκείνης των πρώτων φωτογράφων επισημαίνοντας ότι γίνεται μια «ιστορική αναδρομή στα τελευταία 130 χρόνια, απ’ όταν είχαμε τα πρώτα φωτογραφικά βήματα στη Δράμα, τα πρώτα φωτογραφία επί Τουρκοκρατίας, πώς ξεκίνησε η Δράμα φωτογραφικά σαν θέμα, αλλά και οι φωτογράφοι που πέρασαν από εδώ, είτε Έλληνες, είτε ξένοι.
Αυτό που θέλω να δείξω και έχει προκύψει και μέσα από την έρευνά μου και ως συλλέκτης όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι η Δράμα έχει πολύ μεγαλύτερο φωτογραφικό πλούτο, απ’ ότι πιστεύουμε.
Συγκεκριμένα, την εποχή του Μεσοπολέμου έχουν περάσει, είτε για μικρό χρονικό διάστημα, είτε για μεγαλύτερο, πάρα πολλοί φωτογράφοι από την πόλη και το Νομό μας, πολλοί περισσότεροι απ’ όσο νόμιζε κανείς.
Πάντα οι πόλεις της Καβάλας και των Σερρών φάνταζαν το αντίπαλο δέος της Δράμας, αλλά τελικά μέσα απ’ αυτή την έρευνα, η Δράμα αποδεικνύει ότι έχει πολύ μεγαλύτερο πλούτο. Εδώ ερχόντουσαν φωτογράφοι κάθε εβδομάδα από το Σουφλί για να φωτογραφήσουν τη Δράμα».
Η θεματολογία τους
Ερωτώμενος με τι ασχολήθηκαν, θεματικά, οι φωτογράφοι της εποχής εκείνης, ο κ. Κασμερίδης σημειώνει ότι, «με το τοπίο ασχολήθηκαν κυρίως οι φωτογράφοι που κατοικούσαν στη Δράμα, που είχαν την ευαισθησία με τον χώρο.
Αυτοί που ήταν οι κυρίως πελάτες τους, ήταν οικογένειες, η ανερχόμενη τάξη των καπνεμπόρων και βέβαια κάθε φωτογράφος είχε και τις δικές του ευαισθησίες και θεματολογίες. Κάποιοι ασχολούνταν περισσότερο με το τοπίο, άλλοι με παιδιά.
Έχουμε μεγάλα ονόματα που έχουν περάσει από τη Δράμα. Για παράδειγμα ο Θεόδωρος Νικολέρης προπολεμικά, είχαμε και τα περίφημα γυμνά της Δράμας στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και βέβαια μεταπολεμικά, αυτός που κυριάρχησε ήταν ο Θεόδωρος Σερβάνης. Δεν είναι τυχαίο, ότι και οι δύο είχαν καταγωγή από το Σαμάκοβο της Ανατολικής Θράκης, αλλά δεν είχαν κάποια συγγένεια μεταξύ τους».
Οι νεότεροι
Αναφορά κάνει ακόμα ο ίδιος και στα νεότερα πλέον χρόνια, όπου όπως μας λέει, «παρακολουθούμε και την πορεία της φωτογραφίας και τη δεκαετία του 1960, η οποία αρχίζει και φθίνει μετά το 1970 και το 1980, μέχρι που τη δεκαετία του 1990 έχουμε τα πρώτα δείγματα με ανθρώπους με ευαισθησίες που ασχολούνται με τη φωτογραφία. Όπως τον Γιώργο Κασαπίδη, τον εκλιπόντα Δημήτρη Μακρίδη, τον Κώστα Βιδάκη που έχει αναδείξει τον φυσικό πλούτο της πόλης και του Νομού και βέβαια η φωτογραφική ομάδα της ΕΦΟΔΟΥ με τη νέα γενιά».
Ένα σπάνιο μουσείο φωτογραφίας
Ερωτώμενος αν η προσπάθεια της ΑμΚΕ ΚΥΚΛΩΨ που κάνει με τη φωτογραφία στη Δράμα, βοηθάει στην ανάπτυξή της, ο κ. Κασμερίδης σημειώνει: «Βεβαίως! Και όταν πάρει σάρκα και οστά και το μουσείο φωτογραφικών μηχανών, ευελπιστούμε και φωτογραφίας σε δεύτερο χρόνο, θα μπορέσει να αναδεχθεί όλος αυτός ο πλούτος και βέβαια θα είναι και κάτι μοναδικό για τα πανελλαδικά δεδομένα. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην Αθήνα, πέρα από τα κατά τόπους τμήματα των Μουσείων. Γνωρίζουμε ότι στο Μουσείο Μπενάκη, υπάρχει ένα φωτογραφικό τμήμα, όμως κάτι αποκλειστικά για τη φωτογραφική μηχανή και τη φωτογραφία, είναι αρκετά πρωτότυπο. Αρκεί η νέα γενιά, οι άνθρωποι που μένουν εδώ και δημιουργούν, να το δουν αυτό σαν μια ευκαιρία να χτίσουν κάτι παραπάνω. Και βέβαια ο κόσμος να διασώσει ό,τι μπορεί από τις φωτογραφικές μνήμες που έχει στην οικογενειακή βαλίτσα που κουβαλάει ο καθένας μας, να μην πεταχτούν».