Άνοιξε τις πύλες της η δεύτερη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη
Η νεοελληνική αργυροχοΐα από
τον 18ο έως αρχές του 20ου αιώνα
σε μια παρουσίαση στη Δράμα
Μιλάνε στον «Π.Τ.» ο Επιστημονικός Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη κ. Μαγγίνης και η υπεύθυνη της έκθεσης κα. Πολίτου
Του Θανάση Πολυμένη
ΤΟ ΒΡΑΔΥ του περασμένου Σαββάτου 17 Ιουνίου, άνοιξε τις πύλες της η δεύτερη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη στον πολιτιστικό χώρο της εταιρείας Raycap, Σαντιρβάν.
Πρόκειται για μια έκθεση κοσμημάτων από την συλλογή του Μουσείου Μπεκάνη, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη νεοελληνική αργυροχοΐα, της περιόδου από το 18ο αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου και η οποία έχει κεντρικό τίτλο τον στίχο του Κωνσταντίνου Καβάφη από το ποίημά μου «Περιμένοντας τους Βαρβάρους»: «Μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα».
Η πρώτη έκθεση και οι διαλέξεις
Να σημειωθεί ότι, η πρώτη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη με τίτλο «Δια τα Κειμήλια της Μικράς Ασίας», δέχτηκε περίπου 7.000 επισκέψεις, «ένα εξαιρετικό νούμερο για το κεντρικό Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα, απέναντι από τη Βουλή», όπως είπε στα τοπικά μέσα ενημέρωσης ο Επιστημονικός Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Γιώργος Μαγγίνης, κατά την πρώτη παρουσίαση της έκθεσης.
Και επειδή από τη μια έκθεση στην επόμενη χρειάζεται μια διαδικασία για να στηθούν, μεσολάβησαν τρεις διαλέξεις (παρουσιάστηκαν αναλυτικά από τον «Π.Τ.» με σχετικά ρεπορτάζ).
«Στόχος αυτών των κύκλων», τόνισε ο κ. Μαγγίνης, «είναι να συστήσουμε, όχι μόνο το ανθρώπινο δυναμικό του Μουσείου Μπενάκη που δεν έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις και δεν προγραμματίζεται στο άμεσο μέλλον, αλλά και λειτουργίες του Μουσείου που δεν είναι σαφείς σε κάποιον που επισκέπτεται μια έκθεση. Για παράδειγμα, θέλαμε να δείξουμε και το ερευνητικό έργο του Μουσείου και το εκδοτικό έργο του Μουσείου. Και αυτό το παρουσιάζουμε μέσα από τους ανθρώπους και την έρευνα που κάνουμε».
Η έκθεση για την νεοελληνική αργυροχοΐα
Η δεύτερη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη στον πολιτιστικό χώρο Σαντιρβάν στη Δράμα, αφορά στα κοσμήματα του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, της πρώιμης νεωτερικότητας στην Ελλάδα και είναι μια έκθεση που είναι αμιγώς συνδεδεμένη με το Μουσείο Μπενάκη.
Και όπως σημείωσε ο κ. Μαγγίνης, «συνήθως όταν σκέφτεσαι Μουσείο Μπενάκη, σκέφτεσαι φορεσιές, κοσμήματα (τα λεγόμενα παραδοσιακά κοσμήματα) και εικόνες. Αυτές είναι οι τρεις πιο γνωστές συλλογές στο ευρύ κοινό. Και είναι αλήθεια, ότι, η συλλογή είναι η καλύτερη που υπάρχει. Είναι εξαιρετικά εκτεταμένη και στο Μουσείο εκτίθεται ένα πολύ μικρό ποσοστό της».
Να σημειωθεί εδώ, ότι, σημαντική είναι η συμβολή της αρχιτέκτονος του Μουσείου της Ναταλίας Μπούρα, η οποία με τις ιδέες της βοήθησε στο ζωντάνεμα, σχεδιάζοντας την έκθεση αυτή όσο και την προηγούμενη στο συγκεκριμένο χώρο.
Συναισθηματικό βάρος
Στον πρόλογό του για την παρουσίαση της έκθεσης στα τοπικά μέσα ενημέρωσης, ο κ. Μαγγίνης τόνισε χαρακτηριστικά, ότι, «σ’ αυτή την έκθεση δεν είχαμε το συναισθηματικό βάρος που είχε η προηγούμενη έκθεση “Δια τα κειμήλια της Μικράς Ασίας”. Ενώ είχε πολύ όμορφα αντικείμενα, ασημένια, επίχρυσα, εντυπωσιακά, ήταν όμως τα κειμήλια των προσφύγων. Θέμα συναισθηματικά φορτισμένο και μάλιστα στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή και μάλιστα σε μια πόλη με έντονο το προσφυγικό στοιχείο».
Αναφερόμενος στην παρούσα έκθεση, τονίζει ότι «δεν έχει συναισθηματικό φόρτο. Είναι μια έκθεση αυθεντικά πολύ όμορφων αντικειμένων, είναι μια έκθεση στην οποία το μάτι αγλαΐζεται, χαίρεται. Είναι όλα πολύτιμα, εντυπωσιακά.
Θέλαμε όμως κάτι ειδικό, να δώσουμε ένα πλαίσιο στο πώς βλέπουμε τα κοσμήματα, πέρα από την ομορφιά τους, πέρα από την τεχνική τους, την τέχνη τους και την κομψότητά τους, αλλά και να τα ζωντανέψει μέσα από τις ενότητες και την παρουσίασή τους. Δηλαδή, και να μας μάθει πράγματα, αλλά και να μην παρουσιαστούν ως απλά αντικείμενα, αλλά να τα φανταστούμε όπως θα φοριόντουσαν».
Καταλήγοντας ο κ. Μαγγίνης, σημείωσε: «Το βασικό είναι ότι, τα κοσμήματα αυτής της περιόδου στον ελλαδικό χώρο, είναι κοσμήματα που δεν μπορείς εύκολα να τα φανταστείς, να μην φοριούνται από ανθρώπους. Δηλαδή, δεν στέκονται χωρίς την φορεσιά και τον άνθρωπο που τα φορούσε. Ενώ πολλές φορές τα δυτικά κοσμήματα έχουν μια αυτοτέλεια ως αντικείμενα, στέκονται από μόνα τους».
Οι πληροφορίες που μεταφέρει το κόσμημα
Την κεντρική παρουσίαση της έκθεσης για την νεοελληνική αργυροχοΐα, έκανε η κα. Ξένια Πολίτου, η οποία είναι επιμελήτρια του Τμήματος Νεοελληνικού Πολιτισμού του Μουσείου Μπενάκη, ενώ τα ενδιαφέροντα της εστιάζονται στη μελέτη των υφασμάτων και των ελληνικών τοπικών ενδυμασιών.
Αναφερόμενη στην έκθεση για τη νεοελληνική αργυροχοΐα που παρουσιάζεται στο Σαντιρβάν, η κα Πολίτου σημειώνει: «Το κόσμημα δίνει πάρα πολλές πληροφορίες. Είναι ένα αντικείμενο τέχνης με πολλή λεπτομέρεια και πολλή δουλειά τεχνικής, που σημαίνει ότι κανείς μπορεί να μιλήσει για τις διάφορες τεχνικές και από εκεί και πέρα να μιλήσει για τους τεχνίτες, να μιλήσει για τον τρόπο που συμπληρώνει την φορεσιά, γιατί είναι ένα εξάρτημα που πηγαίνει μαζί της».
Σημειώνει επίσης, ότι το κόσμημα, «μπορεί να μιλήσει για την κοινωνία η οποία τα χρησιμοποιούσε, τις κοινότητες, την κοινωνική ζωή. Δεν ήταν τα κοσμήματα που τα αγόραζαν σε ένα κοσμηματοπωλείο, αλλά ήταν συνυφασμένα με την στιγμή του γάμου, άλλες φορές ήταν συμβολή της οικογένειας, η οποία έτσι επιδείκνυε την οικονομική ευρωστία της οικογένειας και άλλες φορές ήταν δώρο του γαμπρού που επίσης αντανακλούσε τη δική του οικονομική δυνατότητα.
Έτσι έχουμε πολλά συμβολικά στοιχεία, που έχουν να κάνουν είτε με τη γονιμότητα, είτε με το κακό μάτι και επίσης, επειδή προέρχονται από μια περίοδο που ξεκινάει από τον 18ο αιώνα και φτάνει στις αρχές του 20ου, αλλά μιλάμε για μια λαϊκή τέχνη.
Την εποχή που αυτή η τέχνη μορφοποιείται και παίρνει τα χαρακτηριστικά που βλέπουμε, δεν υπάρχει ελληνικό κράτος. Υπάρχει ένας κατακερματισμένος χώρος, κυρίως κατακτημένος από τους Οθωμανούς, ενώ στα νησιά έχουμε και τις περιόδους της λατινοκρατείας και άλλου τύπου επιδράσεις. Άρα και τα ιστορικά στοιχεία, συμβάλλουν στη διαμόρφωση και στο ύφος των κοσμημάτων που βλέπουμε».
Στο σημείο αυτό, η κα. Πολίτου τόνισε ότι για την έκθεση επιλέχθηκε η γεωγραφική παρουσίαση των κοσμημάτων αυτών, η οποία μας δίνει και τα ιστορικά στοιχεία.
Τέλος, σε ερώτηση του «Π.Τ.» αν σήμερα κατασκευάζονται παρόμοια κοσμήματα, η κα. Πολίτου εξήγησε ότι, «υπάρχουν κάποιοι τεχνίτες που έχουν μάθει τις βασικές τεχνικές και οι οποίοι κάνουν είτε πιστά αντίγραφα – διότι υπάρχει η μεγάλη αγορά των χορευτικών συγκροτημάτων, που ανθεί και έχει ανάγκη τις λειτουργίες τους – ενώ υπάρχει και ένα κοινό που αρέσκεται στο ελληνικό κόσμημα, που θα φορέσει ίσως ένα στοιχείο συρματερό, που μπορεί να γίνει μενταγιόν σε μια δεύτερη χρήση». Όπως είπε μάλιστα, «υπάρχουν σήμερα τουλάχιστον2-3 τεχνίτες που κατασκευάζουν τέτοια κοσμήματα, ενώ υπάρχουν και κάποιοι τεχνίτες, που κάνουν κοσμήματα με τις συγκεκριμένες τεχνικές».
Η διάρκεια της έκθεσης
Η έκθεση θα παραμείνει ανοικτή μέχρι και τις 29 Οκτωβρίου 2023 και θα λειτουργεί τις ημέρες:
Πέμπτη: 10:00-14:00 και 18:00-21:00.
Παρασκευή: 10:00-14:00 και 18:00-21:00.
Σάββατο: 10:00-14:00 και 18:00-21:00.
Κυριακή: 11:00-14:00 και 18:00-21:00.